του Γιώργου Σμυρνή

Μια διαφορετική εκδοχή του κλασικού έργου του Λόρκα “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” μας συστήνει στο έργο “Πνιγμονή” ο 40χρονος ηθοποιός και θεατρικός σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζιάς. Πρόκειται για μεταφορά της ιστορίας σε μια μουσουλμανική κοινωνία, όπου κυριαρχεί η καταπίεση της γυναίκας. Αυτή όμως δεν είναι η πρώτη φορά που Δημήτρης Καρατζιάς ασχολείται με την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο παρελθόν έχει ασχοληθεί και με το θέμα της καταπίεσης των ομοφυλόφιλων στην παράσταση Bent. Το πολιτικό στοιχείο και ο κοινωνικός προβληματισμός κυριαρχούν στις παραστάσεις του, ενώ ο ίδιος πιστεύει ότι, παρά τις προσπάθειες, η κοινωνία μας παραμένει βαθιά συντηρητική.

Στον πολυχώρο Vault, όπου εργάζεται και ως παραγωγός και ως σκηνοθέτης, προσπαθεί να δημιουργήσει έναν καλλιτεχνικό χώρο, όπου θα δημιουργηθεί “ένας πυρήνας με αξιόλογους καλλιτέχνες, που να μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα και να βρουν ένα βήμα για δείξουν την δουλειά τους. Μια μικρή “οικογένεια” καλλιτεχνών, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά.

Με αφορμή την παράσταση “Πνιγμονή, ο Δημήτρης Καρατζιάς μας έδωσε συνέντευξη στην οποία μιλά για την πνιγμονή των γυναικών στο έργο, αλλά και στις καταπιεστικές κοινωνίες, ενώ μας εξηγεί γιατί κάνει “τέχνη αφύπνισης και προβληματισμού”, τους καλλιτεχνικούς στόχους του πολυχώρου Vault, αλλά και για το ποιο είναι το μότο του για τη ζωή.

Τι εκφράζει ο τίτλος “Πνιγμονή”;

Ο τίτλος σε ένα έργο είναι ίσως από τα πιο δύσκολα πράγματα που καλείσαι να βρεις. Πρέπει μέσα σε μια λέξη ή φράση να χωρέσεις ολόκληρο το έργο. Η “Πνιγμονή” έχει και μεταφορική και κυριολεκτική σημασία στο δικό μας έργο. “Πνιγμονή” για τις οκτώ ηρωίδες του έργου είναι η ασφυξία, ο “πνιγμός” που νιώθουν αυτές οι γυναίκες από την καταπίεση που τους προξενεί το κοινωνικό τους περιβάλλον, οι άγραφοι ηθικοί νόμοι μιας πατριαρχικής κοινωνίας, στην οποία μεγάλωσαν και που τους επιβάλει τη θέση τους, ο περιορισμός από την θρησκεία τους, η ανελευθερία και το καθεστώς της τρομοκρατίας κάτω από το άγρυπνο βλέμμα μιας μάνας – δυνάστη, η καταπάτηση των σεξουαλικών τους ορμών, το ανομολόγητο πάθος, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, η έλλειψη επικοινωνίας, ο εγκλεισμός τους μέσα σε ένα σπίτι όταν η λογική τους φωνάζει ότι εκεί έξω είναι η ζωή, το “μαύρο” του πένθους που επιτείνει τη θλίψη τους, το ότι θεωρείται απαγορευμένο σε ένα τέτοιο σπίτι η μουσική, το τραγούδι, η χαρά, το γέλιο, η αγάπη, η στοργή, ο έρωτας, με λίγα λόγια, η ίδια η ζωή…

Το έργο είναι μια διασκευή του σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα. Γιατί επιλέξατε να μεταφέρετε το έργο του Λόρκα σε μια μουσουλμανική κοινωνία και γιατί στην Τουρκία;

Ένα κείμενο θεωρείται κλασσικό όταν η θεματολογία του ακόμη και σήμερα, χρόνια μετά τη συγγραφή του παραμένει διαχρονική κι επίκαιρη. Το να ανεβάζαμε άλλη μια φορά το σπουδαίο αυτό κείμενο στην Ισπανία του 36 θεωρήσαμε ότι δεν θα πρόσφερε τίποτα. Έχει ξανανέβει και πολύ καλά μάλιστα. Αν όμως, με αφορμή κάποιο σύγχρονο γεγονός “μεταφέρεις” ένα τέτοιο κείμενο στο σήμερα, τότε θεωρώ ότι έχει λόγο ύπαρξης μια νέα του “ανάγνωση”.

Ο F.G. Lorca, έγραψε αυτό το κείμενο με την άνοδο του Φράνκο και του Φασισμού στην Ισπανία του 36. Ένα κείμενο, κατά βάθος πολιτικό, που μας φέρνει αντιμέτωπους με συγκεκριμένα ερωτήματα που απορρέουν από την σύγκρουση της ανθρώπινης φύσης με την κυρίαρχη ηθική της εποχής. Μια ηθική που λειτουργούσε απαγορευτικά για την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων και που καθιστούσε την γυναίκα ένα αντικείμενο που με την διαδικασία του γάμου απλά άλλαζε χέρια. Μιλούσε τότε ο Lorca, για την καταπίεση της γυναίκας, το φασισμό της εξουσίας, τον πουριτανισμό της θρησκείας (καθολικισμός), τις κοινωνικές ανισότητες, την ενδοοικογενειακή βία.

Όλα αυτά δυστυχώς ισχύουν και σήμερα, 80 χρόνια μετά. Μπορεί όχι (και ευτυχώς) στις περισσότερες δυτικές χώρες, σίγουρα όμως στις περισσότερες της Ανατολής. Όλα αυτά τα βιώνει σήμερα, κάθε γυναίκα σε μια μουσουλμανική χώρα. Ακόμη και στις μουσουλμανικές κοινότητες των δυτικών χωρών. Και τοποθετήθηκε στην Ανατολική Τουρκία, κι όχι στα βάθη της ή στο Αφγανιστάν, Αίγυπτο, Ιορδανία, Λίβανο, Μαρόκο, Πακιστάν, Συρία, Υεμένη κλπ, γιατί απλά σε εκείνες τις χώρες είναι ακόμη πιο σκληρά και άγρια τα πράγματα. Πχ. Καμία γυναίκα μετά το θάνατο του άνδρα της δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί μόνη της περιουσία και σπίτι χωρίς την παρουσία κάποιου άνδρα συγγενή, όπως η ηρωίδα στο έργο μας.

Υπάρχει μισογυνισμός στην εποχή μας;

Θα σας θυμίσω μόνο ένα πρόσφατο γεγονός. Όταν τον Μάιο του 2012 οι φωτογραφίες και τα προσωπικά δεδομένα οροθετικών ιερόδουλων, έπειτα από απόφαση της ελληνικής πολιτείας, δημοσιεύτηκαν από τα media, ώστε “να προστατευθούν οι συμπολίτες μας”. Φωτογραφίες τους εμφανίστηκαν στην τηλεόραση, έγιναν πρωτοσέλιδα σε εφημερίδες κι έκαναν τον γύρο του διαδικτύου, με αποτέλεσμα αυτές οι γυναίκες να εξευτελιστούν δημόσια. Κι αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.

Ή ακόμη και στην περίπτωση της κ. Κιτσοπούλου, μετά τον Αθανάσιο Διάκο, που δεν έχει σημασία αν σου άρεσε ή όχι η παράσταση της, δεν ήταν ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα μισογυνισμού;

Δυστυχώς “Μισογυνισμός”, δεν είναι μόνο όταν κάποιοι απαιτούν οι γυναίκες να φοράνε μπούργκα ή μαντίλα, να τους απαγορεύουν να σπουδάζουν, να τις παντρεύουν με όποιον θέλουν, ή να τις κακοποιούν σωματικά και ψυχολογικά. Η κάθε κοινωνία διαθέτει πολλούς τρόπους, άμεσους ή έμμεσους, για να θρέφει τον “μισογυνισμό” σήμερα. Όταν θα μπορούσαμε να καταγράψουμε αμέτρητες διακρίσεις απέναντι σε γυναίκες στον χώρο της εργασίας, της παιδείας, της πολιτικής, της επιστήμης σε μια χώρα όπως την δική μας, σκεφτείτε τι γίνεται σε κάθε χώρα όπου η θέση της γυναίκας θεωρείται αυτόματα κατώτερη του άντρα από την ίδια της την κοινωνία, θρησκεία, πολιτεία…

Έχετε σκηνοθετήσει έργα για την ομοφυλοφιλία και για την καταπίεση της γυναίκας. Θεωρείτε ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία προοδευτική ή συντηρητική πάνω σε αυτά τα θέματα;

Παρ’ όλες τις προσπάθειες, η Ελληνική κοινωνία σήμερα παραμένει ακόμη βαθιά συντηρητική. Χρειαζόμαστε ακόμη πολύ δουλειά για να θεωρηθούμε προοδευτική χώρα. Και ειδικά τώρα μες στην κρίση, όπου τα προσωπικά προβλήματα του καθενός μας γιγαντώνονται, είναι πολύ πιο δύσκολο να περάσουν προοδευτικές κινήσεις προς τα έξω. Μόνο μέσα της παιδείας, του κράτους, και της τέχνης μπορεί κάτι να γίνει. Αλλά κι εκεί πρέπει να γίνουν μαζικές κινήσεις κι όχι ατομικές. Όταν δύο χρόνια πριν κόντεψε να καεί το Χυτήριο λόγω μιας “προοδευτικής” παράστασης, για ποια προοδευτική κοινωνία μπορούμε να μιλάμε;

Έχετε δηλώσει ότι οι παραστάσεις σας έχουν πολιτική χροιά. Αυτό εκφράζει την καλλιτεχνική σας γραμμή; Θα συνεχίσετε να σκηνοθετείτε τέτοια έργα;

Μέτα την Χούντα, νομίζω ότι είναι πρώτη φορά που ο λαός μας ζει τόσο πολύ και μαζικά μέσα στην ανασφάλεια και το φόβο. Οι εποχές μας είναι άγριες. Κι εγώ ζω μέσα σε αυτή τη χώρα. Η οικογένεια μου, οι φίλοι, οι συνεργάτες, οι γνωστοί μου ζουν μέσα σε αυτή τη χώρα. Η οικονομική κρίση, η ανέχεια, η τρομολαγνία, η ανεργία, όλα είναι στο κόκκινο. Δεν γίνεται να μην επηρεαστείς! Καλό είναι η τέχνη να διασκεδάσει, να κάνει το θεατή να ξεχάσει τα προβλήματα του, τις έγνοιες, τις σκοτούρες του. Και υπάρχουν συνάδελφοι που το πετυχαίνουν εξαιρετικά. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της τέχνης. Αυτή της αφύπνισης και του προβληματισμού. Η τέχνη, η κάθε μορφή τέχνης είναι “βήμα”. Κι όσο αυτό το βήμα μου δίνεται, θα συνεχίζω να “μιλάω”…

Μιλήστε μας για τον πολυχώρο “Vault”. Πως αποφασίσατε να κάνετε δική σας έδρα και ποιοι είναι οι καλλιτεχνικοί του στόχοι;

Η δημιουργία του Vault, έγινε από την πρωταρχική ανάγκη να στεγάσουμε κάπου τις παραγωγές των BackUp (Καλλιτεχνική εταιρεία, με ιδρυτικά μέλη τον Μ. Αντωνιάδη και τον Δ. Καρατζιά). Μόνο που δεν θέλαμε ένα συμβατικό χώρο, μια θεατρική σκηνή, αλλά η όλη σκέψη μας ήταν η δημιουργία ενός χώρου πολλαπλών εκδηλώσεων, με αφετηρία πάντα το θέατρο.

Έτσι δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2012, o Πολυχώρος Vault, ένας μικρός πολυχώρος, σε ένα τριόροφο κτίριο του 1987, στην οδό Μελενίκου 26, στο Βοτανικό, μια περιοχή που εξελίσσεται στην off-broadway περιοχή της Αθήνας, με αρκετούς εναλλακτικούς πολυχώρους και θεατρικές σκηνές να κάνουν την εμφάνιση τους και που μπορεί να φιλοξενήσει από θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις φωτογραφίας, ζωγραφικής, μουσικές και χορευτικές παραστάσεις.

Στόχος μας να δημιουργηθεί ένας πυρήνας με αξιόλογους καλλιτέχνες, που να μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα και να βρουν ένα βήμα για δείξουν την δουλειά τους. Μια μικρή “οικογένεια” καλλιτεχνών.

Το ρεπερτόριο που έχετε παρουσιάσει μέχρι σήμερα στο Vault, είναι μακριά από αυτό που θεωρούμε “εμπορικό θέατρο”. Πόσο δύσκολο είναι να επιβιώσει στις μέρες μας ένας χώρος που δεν απευθύνεται στο mainstream κοινό;

Μα είμαστε ένας μικρός Πολυχώρος. Τα δικά μας θεάματα δεν μπορούν να συναγωνίζονται τα θεάματα που παρουσιάζονται στις μεγάλες σκηνές του εμπορικού θεάτρου. Εμείς έχουμε 4Χ5 μέτρα σκηνή και φυσικά οι περισσότερες παραγωγές μας δεν μπορούν ούτε κατά διάνoια να αγγίξουν τo badget που δίνεται σε μια μεγάλη παραγωγή. Ούτε τα συγκλονιστικά σκηνικά, ούτε τα υπέροχα κοστούμια, ούτε τα “εμπορικά” ονόματα θα φέρουν τους θεατές στις παραστάσεις μας. Το μόνο που μπορεί να τους φέρει είναι οι καλές παραστάσεις. Παραστάσεις με ψυχή, ουσία, ερμηνείες. Απλά, στις μικρές σκηνές πρέπει τα σκηνικά σου να είναι 100% λειτουργικά (περίσσια πράγματα δεν χωράνε στις σκηνές μας), πρέπει οι ερμηνείες μας να είναι 100% αληθινές (γιατί ο θεατής βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής), πρέπει το έργο να τον αφορά, να τον αγγίζει, να τον διασκεδάζει. Πρέπει να τον ιντριγκάρεις να ψάξει να σε βρει. Κι αυτό θέλει όραμα, κόπο, κι υπομονή. Στις μικρές σκηνές πρέπει να δουλέψεις 100 φορές περισσότερο από ότι σε μια μεγάλη.

Κι όσο για το κοινό, αν πραγματικά τον αφορά μια παράσταση θα την βρει. Το “Bent” παίχτηκε δύο χρονιές (πάνω από 120 παραστάσεις) όπως και το “Η μαμά μου Ποτέ δεν Πεθαίνει”. Το “Elizadeth” διανύει την τρίτη του χρονιά (δεύτερη στο Vault). Η Γέρμα πήρε ήδη φέτος την δεύτερη παράταση της.

Ποιο είναι το μότο που σας εκφράζει;

Τέσσερα πράγματα στη ζωή δεν γυρίζουν πίσω…οι στιγμές που έζησες, οι πράξεις που έκανες, οι λέξεις που είπες και οι ευκαιρίες που έχασες.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Το μεγάλο μας βάρος φέτος έχει πέσει στην παραγωγή. Ως “BackUp” πέρα από το “Elizadeth” και την “Πνιγμονή” (σε δική μου σκηνοθεσία), τη “Γέρμα”, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, και το “IRAQ- 9 Τόποι Επιθυμίας” της Raffo, σε σκηνοθεσία Μαρίας Τσαρούχα, που ήδη παίζονται στο Vault, έχουμε αναλάβει και την παραγωγή σε άλλες 5 παραστάσεις που ξεκινάνε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Φευρουαρίου στο Vault. Ένα χοροθέατρο το S-Exit, από τους Aleajactaest (βασισμένο πάνω στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα), το Jack and Jill (μια ρομαντική κομεντί), της Martin, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη, τους “Συνένοχους” (τη μοναδική κωμωδία που έγραψε ο Γκαίτε), σε σκηνοθεσία Αυγουστίνου Ρεμούνδου, την όπερα “Διδώ και Αινείας” (με ζωντανή ορχήστρα και 7 εξαιρετικούς λυρικούς τραγουδιστές επί σκηνής), σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Αδάμ, και το “Αρκετά Πια με την Αντέλα” (τη συνέχεια του Σπιτιού της Μπερνάτντα Άλμπα), σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.

Η παράσταση “Πνιγμονή” ανεβαίνει στο θέατρο Vault (Μελενίκου 26- Ιερά Οδός)

Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00, Κυριακή 18:00

Πηγή: www.monopoli.gr