Μικρή συζήτηση της Βέρας Σιατερλή με την Ελένη Ανυφαντάκη 

Από τις 23 Νοέμβρη και μέχρι τις 16 Δεκέμβρη 2012 στην γκαλερί M55 projects θα φιλοξενηθεί η έκθεση φωτογραφίας των Ελένη Ανυφαντάκη, Άκη Δέτση, Δημήτρη Μυτά και Βασίλη Πρωτοπαπά. Τέσσερεις πολίτες, τέσσερεις «πόλεις», τέσσερεις διαφορετικές φωτογραφικές προσεγγίσεις συγκροτούν το υλικό αυτής της έκθεσης με τίτλο (Ιn)Visible Cities – 4 (Α)ΟΡΑΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ, η ποίηση της καθημερινότητας.

Με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης, η Βέρα Σιατερλή συνομιλεί με την φωτογράφο Ελένη Ανυφαντάκη για την τέχνη και όσα την εμπνέουν. Για την ίδια η πόλη δεν είναι κάτι ακίνητο και χειροπιαστό, κάτι συγκεκριμένο και απόλυτο, αλλά μια οντότητα με συγκεχυμένες όψεις, παράξενες νεφελώδεις σκιές, σώματα άυλα και ακέφαλες μορφές. Η Ελένη μας λέει ότι «στον κόσμο των ονείρων είμαστε όλοι ξένοι. Και μόνοι». Οι μεταφυσικές εικόνες της φωτογράφου, ένα φαντασμαγορικό ταξίδι-περιήγηση μέσα στη νύχτα, ισορροπούν σε μια λεπτή γραμμή που χωρίζει ή συνδέει το όνειρο με την πραγματικότητα.

Πώς ξεκίνησες να εκφράζεσαι καλλιτεχνικά μέσα από την φωτογραφία;

Πάντα έλεγα -και λέω- ότι οι εικόνες οι φωτογραφικές, αφής στιγμής γεννηθούν, αυτονομούνται απ’ το τον γεννήτορά τους και τραβάν το δρόμο τους στον μικρόκοσμο (ή μεγάκοσμο) των εικόνων και της εικονοποίησης. Ο δημιουργός (ας δεχτώ τον όρο) “μίλησε” άπαξ μέσα από την αναπαράσταση του κόσμου (του), δηλαδή μέσα από το φωτογραφικό του εγχείρημα και αυτό είναι που κρίνεται όταν εκτίθεται. Κι αν η φωτογραφική αναπαράσταση που “προτείνεται” γεννά κάποιου είδους συγκίνηση -διευκρινίζω, καλλιτεχνική, ως υπέρβαση και μεταμόρφωση του πραγματικού, ότι κι αν σημαίνει αυτό- το εγχείρημα έχει πετύχει ή, διαφορετικά περνά αδιάφορο ως “κάτι το ωραίον”, κατάλληλο για διακόσμηση (εντάξει, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα, αλλά λέμε τώρα…). Η περί αυτών κρίση και ο συναφής στοχασμός συγκροτεί αυτό που λέμε φωτογραφικό λόγο. Σ’  αυτό το πεδίο είναι που εγώ στέκομαι, εκεί στοχάζομαι.

Ξεκινάς να φωτογραφίζεις γιατί πολύ απλά θέλεις να δεις τον κόσμο φωτογραφημένο, έχει όλη τη γλύκα της αναρώτησης του πώς-θα-ήταν-αυτό-αν κλπ, και σιγά-σιγά στήνεις ένα δικό σου σύμπαν. Αυτό είναι το ένα. το εκτελεστικό, ας πούμε. Η καλλιτεχνική έκφραση; Δε ξέρω, δεν την παραγγέλνεις στον εαυτό σου. Εσύ απλά συνεχίζεις να φωτογραφίζεις και κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι (όχι έγκαιρα, πάντα) ότι ο φωτογραφημένος σου κόσμος  έχει απομακρυνθεί από την πραγματικότητα σε βαθμό  αυτονόμησης. Αυτό. Κι εδώ μπαίνει το θέμα της παραγωγής της συγκίνησης, αν ο κόσμος αυτός των εικόνων σου καταφέρει να “κουνήσει” κάτι μέσα στο θεατή του, να προκαλέσει μια ανησυχία, ένα ξεβόλεμα, το αίσθημα του ανοίκειου.

Ο τρόπος επιλογής του φωτογραφικού σου αντικείμενου είναι περισσότερο συλλογική μνήμη ή ατομικό βίωμα;

Δεν τα ξεχωρίζουμε, τα ξεχωρίζουμε; Εγώ, πάντως, όχι. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω ως εξής: “χωρίς περίσκεψιν”, που λέει και ο ποιητής, το ενδιαφέρον μου το απορρόφησε η μεταμόρφωση αρχικά (σώματα, φιγούρες, πρόσωπα, τοπία που καταλήγουν στο όριο του αναγνωρίσιμου) και στη συνέχεια η φθορά -τουλάχιστον εγώ αυτό βλέπω, γύρω μου και άρα δε μπορώ παρά να το …επιδιώκω, συνειδητά ή ασύνειδα, και στις εικόνες (πώς μπορεί να διαχωριστεί μετά απ αυτά το συλλογικό από το ατομικό βίωμα;).

Ποιά είναι κατά τη γνώμη σου η πιο ουσιαστική εικαστική παρατήρηση που θα έκανες για το έργο σου;

Η φθορά ως αλλοίωση υλικών άρα και όψεων, και η φθορά ως ποιότητα της ύπαρξης, του τρόπου του υπάρχειν, η μοναξιά, η απογύμνωση από σχέσεις, ενδεχόμενα ο αφανισμός ως μη αναστρέψιμη μελλοντική εκδοχή αφού οι υπάρξεις μένουν μόνες και αστήρικτες οδεύοντας προς το απροσδιόριστο κάπου ή στο πουθενά. Και πάνω απ’ όλα αυτά, η ανησυχία ότι παντού ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος -στα μουλωχτά, ύπουλα, αδιόρατα, θα έρθει κάτι κάποτε και θα “κλέψει” κάθε καλή στιγμή, θα “βρωμίσει” κάθε επιφάνεια.

Είναι το έργο σου αποτέλεσμα μιας γυναικείας ματιάς; κι αν ναι σε τι αφορά αυτό;

Νοιώθω ότι, παράλληλα, όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό -που δεν ξεχνώ ότι είναι μια κατασκευή- λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο και λυτρωτικά πάνω μου (σε μένα, έτσι;), με την έννοια της εξοικείωσης με τον κοινό μας -ως ανθρώπινα όντα- ορίζοντα, την αναπόφευκτη φθορά, την αλλοίωση στα δεδομένα ζωής.

Μιλάμε για χειροπιαστά πράγματα, τίποτα το μεταφυσικό. Μιλάμε για βιώματα. Και σκέφτομαι, για να έρθω και στο πνεύμα των ερωτήσεων, ότι οι γυναίκες ως γεννήτορες έχουν δικό τους, πιο οξυμένο, πιο “καλοακονισμένο” τρόπο πρόσληψης της διαδικασίας της φθοράς.

Όταν γεννάς, σε στιγματίζει η γνώση ότι “αυτό”, το γέννημα, έχει πεπερασμένα όρια ζωής, θα κάνει τον κύκλο του και θα φθαρεί γιατί έτσι είναι η τάξη των πραγμάτων: δεν είσαι αιώνια και τίποτα δεν είναι αναλλοίωτο και στατικό.

Αυτό, ως γυναίκα, δε γίνεται να το παραβλέψεις, κουβαλάς τη γνώση αυτή μαζί σου στις αποσκευές σου μια ζωή (πάλι το συλλογικό/ατομικό). Αυτή η συμφιλίωση με τη φθορά, με τον θάνατο εν τέλει, είναι κατ’ ουσίαν η συμφιλίωση με τη ζωή. Κι ακόμα τούτο -σχετικοποιώντας την ύπαρξή σου, καθίστασαι ον ιστορικό. είναι το πρώτο βήμα για τη σύνδεσή σου με την Ιστορία.

 

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Παρασκευή 23 Νοέμβρη στις 20.00

Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 18.00-21.00 και Σάββατο-Κυριακή: 11.00-15.00

Μ55 Projects, Μαυρομιχάλη 55, 10680 Αθήνα, Τηλ: 210-3624856, contact@m55projects.gr, ninakassianou@hotmail.com