sexeducation

του Λάζαρου Τεντόμα*

Δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί με ακρίβεια το ποια σχολικά προγράμματα σεξουαλικής αγωγής πραγματοποιούνται πανελλαδικά, ωστόσο αν θέλουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, να διατυπώσουμε μια πρώτη εκτίμηση, αυτή θα ήταν ότι η σεξουαλική αγωγή βασίζεται στη χρήση ενός αποσπασματικού λόγου αποκομμένου από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του κοινωνικού γίγνεσθαι. Στο άρθρο-σχόλιο αυτό θα επιχειρηθεί μια πρώτη παρουσίαση των χαρακτηριστικών αυτής της αποσπασματικότητας έτσι ώστε, μέσα από την ανάλυση για το χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, να αποσαφηνιστούν ποια είναι τα όρια που προσδιορίζουν τα στοιχεία περί σεξουαλικής ταυτότητας εντός και περί του ελληνικού σχολείου.

Πρώτα από όλα όμως χρειάζεται να αναφερθεί τι έχει επισημανθεί στη διεθνή βιβλιογραφία αναφορικά με το τι εννοούμε με τον όρο “σχολική ζωή”. Σύγχρονες κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές μελέτες έχουν στοιχειοθετήσει την άποψη ότι δεν υπάρχει μια ομοιογενής αντίληψη για το τι είναι σχολική ζωή. Δηλαδή κάθε σχολική μονάδα έχει τη δική της δυναμική, τη δική της κουλτούρα με αποτέλεσμα να είναι λάθος να πιστεύουμε ότι όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες αντιλαμβάνονται και βιώνουν με τον ίδιο τρόπο το θεσμό του σχολείου. Επιπλέον, η σχολική ζωή δεν είναι μόνο η ζωή εντός σχολείου και λαμβάνεται υπόψη ότι οι μαθητές και μαθήτριες συμμετέχουν σε διάφορες δραστηριότητες σε κέντρα ψυχαγωγίας και άθλησης που συμπληρώνουν αυτό που ονομάζουμε σχολική ζωή. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν υπάρχουν αρκετές εθνογραφικές μελέτες για τη ζωή εντός και περί του σχολείου, αλλά αν θέλουμε να εντοπίσουμε μια πρώτη εκτίμηση είναι ότι τα σχολεία στην Ελλάδα δεν λειτουργούν σε τέτοιο βαθμό αυτόνομα, έτσι ώστε να διαμορφώνουν συγκεκριμένα διακριτά χαρακτηριστικά που να μας επιτρέπουν στην αποτύπωση μιας πολυφωνικής κοινωνικής εμπειρίας. Τα ελληνικά σχολεία είναι σφικτά δεμένα στο άρμα ενός εθνικού προγράμματος σπουδών σε ένα συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα όπου δεν αναγνωρίζει εύκολα τις κάθε είδους διαφορετικότητες.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναγνώσουμε τον τομέα της σεξουαλικής αγωγής υπό το πρίσμα μιας καταγραφής (αρχικά) και πλουραλιστικής έκφρασης (κατόπιν) πολιτικών συναισθημάτων πέρα από την κυριαρχία μιας γραμμικού -σχεδόν αυταρχικού- τύπου συσχέτισης του προσωπικού με το συλλογικό.

Ειδικότερα, η σεξουαλική αγωγή δεν συνδέεται, στο παρόν εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, με τη διδακτέα ύλη, αντιθέτως στα περισσότερα σχολικά εγχειρίδια όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης η σεξουαλικότητα είναι απούσα. Ελάχιστες εξαιρέσεις έχουν καταγραφεί, κυρίως στα βιβλία του λυκείου στο μάθημα της βιολογίας, όπου όμως η σεξουαλικότητα παρουσιάζεται υπό το πρίσμα του ιατρικού μοντέλου. Ακόμη και στα καινούργια διδακτικά αντικείμενα, όπως αυτά της Πολιτικής Παιδείας (Α’ και Β’ Λυκείου) δεν υπάρχει καμία αναφορά στην σεξουαλικότητα ως στοιχείο πολιτικής αναγνώρισης στο επίπεδο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως κυριαρχεί η σταθερή και επαναλαμβανόμενη διπολικότητα των ορίων άντρας/γυναίκα χωρίς να παρατίθενται στοιχεία από την φεμινιστική οπτική (λέξη άγνωστη στα σχολικά βιβλία) και βέβαια χωρίς καμία αναγνώριση όλων των τύπων σεξουαλικότητας πέρα από τα προ-καθορισμένα του ετεροκανονικού λόγου.

Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις διδάσκουσες και τους διδάσκοντες να αναπτύξουν ένα σαφή λόγο για θέματα σεξουαλικής ταυτότητας και χρήσεων του σώματος.

Όταν πρόσφατα προσπάθησα στο μάθημα της Κοινωνιολογίας της γ’ λυκείου να αναπτύξω τις σύγχρονες θεωρίες από την οπτική των Σπουδών Φύλου, είδα την αντίδραση και την έκπληξη μιας μερίδας μαθητών και μαθητριών μου, κάτι που και εγώ ο ίδιος δεν κατάφερα να διαχειριστώ με επιτυχία. Συγκεκριμένα ανέφερα ότι πλέον στις κοινωνικές επιστήμες δεν είναι δόκιμο να μιλάμε για οικογένεια, αλλά για οικογενειακούς σχηματισμούς και ότι η κοινωνική εμπειρία πλέον μας δείχνει ότι δεν υπάρχει μόνο η πυρηνική οικογένεια αλλά και άλλοι τύποι οικογενειών (μονογονεϊκές όλων των τύπων και ομόφυλα οικογενειακά σχήματα), μια μερίδα μαθητών και μαθητριών μου υποστήριξαν μέσα στο μάθημα ότι “οι ομοφυλόφιλοι και οι λεσβίες είναι ανώμαλα άτομα και χρειάζονται ιατρική υποστήριξη γιατί είναι δυστυχισμένα άτομα”. Με το περιστατικό αυτό -το οποίο δεν είναι το μόνο- βάζουμε ως υπόθεση εργασίας ότι στο χώρο του σχολείου, όπως είναι τώρα διαμορφωμένη η κατάσταση, δεν είναι εύκολο να εισάγουμε αναλύσεις που να περιλαμβάνουν και να εξηγούν την περιπλοκότητα και τη ρευστότητα των σεξουαλικών πρακτικών και ταυτοτήτων. Ο μαθητικός πληθυσμός είναι πολύ λογικό να συνδέει τον μετανεωτερικό θεωρητικό λόγο με την κατασκευασμένη εκπαιδευτικά (και όχι μόνο) έννοια της ανωμαλίας και της κανονικότητας από τη στιγμή που κυρίαρχα διδακτικά πεδία, όπως το μάθημα των θρησκευτικών, δεν αποσαφηνίζουν τη στάση τους σε ζητήματα σεξουαλικότητας.

Με κανέναν τρόπο δεν υποστηρίζω ότι δεν γίνονται προσπάθειες, κυρίως από τα προγράμματα Αγωγής της Υγείας στις γυμνασιακές τάξεις και ότι δεν υπάρχουν συνάδελφοι και συναδέλφισσες που συμβουλεύονται τη σχετική με το θέμα βιβλιογραφία, αλλά σε πολύ γενικές γραμμές είναι κοινός τόπος ότι οι Σπουδές Φύλου και κατ’ επέκταση οι φεμινιστικές προσεγγίσεις και η Queer θεωρία δεν είναι ενταγμένες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Για να επεξεργαστούμε βιώσιμες προτάσεις απαιτείται αναδιάρθρωση του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, έτσι ώστε η σεξουαλική αγωγή να συνδέεται με τα επιμέρους επιστημονικά πεδία και όχι να εισάγουμε την σεξουαλική αγωγή ως κάτι αποκομμένο από την επιστημονική διαθεματική λογική, βασισμένη αποκλειστικά σε μια επιφανειακή καταγραφή της κοινωνικής εμπειρίας. Συγκεκριμένα, οι μαθητές και μαθήτριες δεν πρέπει να συζητήσουν θέματα σεξουαλικότητας αποκομμένοι από την σύγχρονη κοινωνική, πολιτική, οικονομική και ανθρωπολογική θεωρία σε ζητήματα όπως η κοινωνική κατασκευή του φύλου, τα ακτιβιστικά κινήματα, την υποτέλεια της γυναίκας σε ζητήματα μητρότητας, ανατροφής παιδιών και φροντίδας, τη σχέση οικιακού και δημόσιου χώρου στον προσδιορισμό της σεξουαλικότητας, το ζήτημα της κοινωνικής κινητικότητας, τους πολιτιστικούς προσδιορισμούς και συσχετισμούς, τις βιοεξουσιαστικές λογικές (κριτική στο ιατρικό μοντέλο και στην έννοια της φυσικοποίησης) κά.

Τέλος, για να συνδεθώ με τον πρόλογο πρέπει να σημειώσω ότι η κλειστότητα των σχολικών μονάδων, η συγκεντρωτική λογική του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, η εξεταστικοκεντρική λογική που συμπιέζει και περιορίζει την έκφραση συναισθημάτων και διαχείρισης αυτών (πιο έντονα στις λυκειακές τάξεις) είναι χαρακτηριστικά που δεν ευνοούν τη διαπραγμάτευση βασικών στοιχείων της σύγχρονης καθημερινότητας και δεν βοηθούν, αντιθέτως εμποδίζουν, τη σύνδεση της σχολικής κοινότητας με τις επιμέρους τοπικότητες, ταυτότητες όχι μόνο σε θέματα σεξουαλικότητας. Η συγκεντρωτική διοικητική δομή του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα λειτουργεί για την ενίσχυση ενός ανδρικού ετεροκανονικού λόγου, στο πλαίσιο του οποίου η σεξουαλική αγωγή παραμένει θολή και αποσπασματική στη σφαίρα της “απόκρυφης κοινωνικής εμπειρίας”, γεγονός που συντηρεί και υπονοεί τη σεξουαλικότητα ως υπαρξιακή αναρώτηση σε μια κατάσταση αναμονής λύσεων. Σε μια διαρκή εκκρεμότητα, αδύναμη να εκφραστεί και εντέλει να παραμείνει περισσότερο στο: Ό,τι κι αν πεις, θα στραφεί εναντίον σου.

* Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Εκπαιδευτικός

 

Διαβάστε ακόμα

«Τα παιδιά μας μπαίνουν στο σχολείο με δύο μαμάδες και βγαίνουν χωρίς μπαμπά»

Η Σεξουαλική Αγωγή δεν είναι μόνο Βιολογία