της Άννας Κοντοθανάση 

Η διάταξη αυτή εντάσσεται στο ίδιο σκεπτικό πλήρους έλλειψης ακόμη και της τυπικής δημοκρατικής νομιμοποίησης, στο οποίο κινούνται τα τελευταία χρόνια οι μνημονιακές κυβερνήσεις (δηλαδή της ανεξέλεγκτης κρατικής εξουσίας), καθώς κανένας νόμος δεν εξουσιοδότησε ούτε τον Λοβέρδο ούτε τον Γεωργιάδη να εκδώσουν την υγειονομική αυτή διάταξη και συνεπώς αποτελεί κατ’ αρχήν άλλο ένα συνταγματικό πραξικόπημα.

Δηλαδή, σύμφωνα με το σύνταγμα, μία υπουργική απόφαση πρέπει να έχει έρεισμα σε ρητή διάταξη νόμου, σαν ελάχιστη τυπική δημοκρατική κατοχύρωση.

Η συγκεκριμένη υγειονομική διάταξη όχι μόνο δεν έχει έρεισμα σε κανένα νόμο, αλλά επιπρόσθετα βρίσκεται σε αντίθεση και με τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με το σύνταγμα και με τους νόμους και με την ιατρική δεοντολογία.

Από πολιτική άποψη, το να θεωρούνται εκ των προτέρων οι μετανάστες – μετανάστριες και οι χρήστες-χρήστριες ναρκωτικών καθώς και οι οροθετικοί-ές και οι εκδιδόμενες γυναίκες ως εξ ορισμού φορείς μικροβίων, οι οποίοι πρέπει να υπόκεινται σε καραντίνα και σε χωρίς τη συναίνεσή τους υποχρεωτικό έλεγχο προσωπικών ιατρικών δεδομένων καθώς και ποινικές διώξεις, χωρίς καμία μέριμνα ουσιαστικά για την υγεία και την ψυχοκοινωνική τους αποκατάσταση και επανένταξη, ισοδυναμεί με την σταδιακή εξίσωση “διαφορετικός/ξένος = φορέας μικροβίων χωρίς «ανθρώπινα δικαιώματα» που οδηγεί σε επικίνδυνη φασιστική εξέλιξη της κοινωνίας και της πολιτείας, όπως μας έχει διδάξει και η ολέθρια ιστορία του ναζισμού στη Γερμανία, όπου οι “άλλοι” έφτασαν σταδιακά από εξ ορισμού φορείς μικροβίων στο να θεωρούνται οι ίδιοι μικρόβια που έπρεπε να τους δοθεί η τελική λύση.