της Σοφίας Ξυγκάκη

«….μια καλή εφημερίδα σου λέει τι συνέβη. Αλλά είναι οι θεατρικοί συγγραφείς, οι μυθιστοριογράφοι, οι ποιήτριες κι οι ποιητές, οι διηγηματογράφοι που σου δίνουν κάποια ιδέα για το γιατί».

Εμβληματική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η Ναντίν Γκόρντιμερ γεννήθηκε το 1923 στο Σπρινγκς της Νοτίου Αφρικής, κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου έζησε όλη τη ζωή της. Από γονείς εβραίους, η μητέρα αγγλικής και ο πατέρας ρώσικης καταγωγής, ενηλικιώθηκε στη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου και ήταν 25 χρονών όταν εγκαθιδρύθηκε το Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.

Προσωπικές εμπειρίες από το καθεστώς, όπως η εισβολή της αστυνομίας στο σπίτι της για να συλλάβει τη μαύρη οικιακή βοηθό,  καθώς και η σύλληψη της ακτιβίστριας και φίλης της Bettie du Toit αργότερα, όχι μόνο θα την ωθήσουν να στρατευθεί ενάντια στο Απαρτχάιντ και να γραφτεί στο Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC), ενώ αυτό ήταν παράνομο, αλλά θα αποτελέσουν τη θεματολογία πολλών μυθιστορημάτων της. Στο πρώτο από αυτά, το The lying days που εκδόθηκε το 1953, σκιαγραφείται, ήδη, σε πρωτόλεια μορφή, η σύγκρουση ανάμεσα στο πολιτικό και το προσωπικό, η αλληλεπίδραση της ηθικής δέσμευσης με το συναίσθημα, η επιρροή που ασκούν εξωτερικοί παράγοντες και ανατρέπουν τις προσωπικές επιλογές και τη ζωή. Μοτίβα που επανέρχονται σε όλο της το έργο.

Εξάλλου, το 1991, όταν παρέλαβε το βραβείο Νόμπελ, δύο χρόνια μετά την έκδοση του «φετφά» που καταδίκαζε τον Σαλμάν Ρούσντι σε θάνατο, η σχέση ανάμεσα στη γραφή και την ύπαρξη, ανάμεσα στο να υπάρχεις ως συγγραφέας και να αντιδράς ως υπεύθυνο άτομο, να είσαι παρούσα και παρών τη συγκεκριμένη στιγμή, στο συγκεκριμένο μέρος, όπως και το καθήκον που έχει η γλώσσα να προστατεύεται από τα ίδια της τα ψεύδη, ήταν στο κέντρο της ομιλίας της. Γι’ αυτήν ο συγγραφέας πρέπει «να δημιουργεί θραύσματα αλήθειας, η οποία είναι η κατεξοχήν αδιαπραγμάτευτη λέξη, που ποτέ δεν πρέπει να αλλοιώνεται από τις παραπαίουσες προσπάθειες μας να την ονοματίσουμε και να την καταγράψουμε, που δεν την αλλοιώνουν τα ψέματα, οι σοφιστείες,  οι μολυσμένες από τον ρατσισμό λέξεις, ο σεξισμός, η κυριαρχία, η εξύμνηση της καταστροφής, οι κατάρες και οι διθύραμβοι». Και με τα λόγια του Καμύ «κάποιος υπηρετεί ολοκληρωτικά τον άνθρωπο ή δεν τον υπηρετεί. Κι αν ο άνθρωπος χρειάζεται ψωμί και δικαιοσύνη [..], χρειάζεται και την ομορφιά που είναι το ψωμί της καρδιάς..» αλλά και του Μάρκες «ο καλύτερος τρόπος για να εξυπηρετήσει κανείς την επανάσταση είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί» συνόψισε τη δική της στάση σε σχέση με την τέχνη και τη προσωπική στράτευση.

Το γράψιμό της επηρεαζόταν πολύ από τις συνθήκες ζωής μιας χώρας που άλλαζε ραγδαία και τα θέματά της αφορούσαν τη μοναξιά, την απώλεια προσώπων αλλά και κομματιών του εαυτού που δεν υπήρχαν πια, ενώ δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι μόνο αν προσπαθείς για την αλήθεια έχει νόημα η ζωή. Μέχρι την πτώση του καθεστώτος, στα βιβλία της, όπως Ο συντηρητής, στηλιτεύει την υποκρισία των λευκών και την υποτιθέμενη άγνοιά τους για όσα συνέβαιναν στη χώρα και, σε κάποια από αυτά, όπως Ο ύστερος αστικός κόσμος, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία τους για χρόνια.

Υπήρξε στενή φίλη και συνεργάτις του Μαντέλα και πολέμια κάθε μορφής ρατσισμού και σεξισμού χωρίς διακρίσεις. Όπως είχε πει, στη διάρκεια του Απαρτχάιντ, υπήρχε ένα άγραφος νόμος και για τους μαύρους συγγραφείς, ένα είδος ηθικού πουριτανισμού∙ έτσι, αυτοί δεν είχαν την ελευθερία να υπάρχει ένας λευκός χαρακτήρας στα βιβλία τους που να είναι ανθρώπινος ή αξιοπρεπής∙ ενώ ο μαύρος έπρεπε πάντα να παρουσιάζεται  ευγενής και τέλειος. Παρόλα αυτά, οι σχέσεις ανάμεσα στους μαύρους και τους λευκούς συγγραφείς δεν είχαν επηρεαστεί από αυτές τις ηθικές δεσμεύσεις.

Σύμφωνα με τον Κουτσύ, το τέλος του Απαρτχάιντ σήμανε και την καλλιτεχνική της απελευθέρωση, αφού πια δεν αισθανόταν την ηθική υποχρέωση να μεταφέρει στα βιβλία της την οδύνη της με ρεαλιστικούς όρους κι έτσι η γραφή της έγινε πιο δύσκολη και υπαινικτική, εκφράζοντας  μιαν ανάγκη περισσότερο εσωτερική και καλλιτεχνική παρά ιδεολογική.

Πολλοί είναι οι συγγραφείς που υπήρξαν σημείο αναφοράς γι’ αυτήν:

Με τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς, όπως τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή τον Κάρλος Φουέντες, θεωρούσε ότι μοιραζόταν την κοινή εμπειρία της καταστολής.

Λάτρης της μικρής φόρμας, είχε επηρεαστεί από τους διηγηματογράφους των νότιων πολιτειών της Αμερικής, όπως τη Γιουντόρα Γουέλτι αλλά και τον Έρνστ Χεμινγουέι, του οποίου θαύμαζε τα διηγήματα αλλά, όπως είχε πει, όχι την τριτοπρόσωπη αφήγηση και τον πανταχού παρόντα συγγραφέα/αφηγητή. Ήθελε η όψη των προσώπων, στα δικά της βιβλία, να αποκαλύπτονται σταδιακά, χωρίς η ίδια να την περιγράφει εκ των προτέρων και η ανάγκη να περιγραφούν τα φυσικά χαρακτηριστικά τους να προκύπτει από τις ανάγκες της μυθοπλασίας∙ επιδίωξή της ήταν αυτά να αναγνωρίζονται από μια φράση ή τον τόνο της ‘φωνής’ τους και οι εσωτερικοί μονόλογοι να αποδίδουν τις διαφορετικές οπτικές γωνίες του έργου, ανακαλώντας έτσι τους μοντέρνους συγγραφείς, όπως τον Προυστ και τον Φόρστερ, που θεωρούσε δασκάλους της.

Πίστευε ότι ο εγκέφαλος δεν έχει φύλο κι ότι οι συγγραφείς είναι ανδρόγυνα, παραπέποντας στη Βιρτζίνια Γουλφ.

Όταν κάποτε θέλησε να περιγράψει πώς η ίδια επιθυμεί να είναι ένα μυθιστόρημα ή οποιαδήποτε ιστορία, χρησιμοποίησε μια φράση του Κάφκα: «Ένα βιβλίο θα έπρεπε να είναι ένα τσεκούρι για να σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας».

 

Βιβλία της που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά:

Ένας τυχαίος εραστής, Εκδόσεις Καστανιώτη  2010

Ο συντηρητής, Εκδόσεις Καστανιώτη  2010

Το όπλο του σπιτιού, Εκδόσεις Καστανιώτη  2009

Ο Μπετόβεν ήταν κατά το 1/16 μαύρος, Εκδόσεις Καστανιώτη 2008

Ξύπνα!, Εκδόσεις Καστανιώτη  2006

Λεηλασία και άλλες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη  2005

Μια ιδιοτροπία της φύσης, Εκδόσεις Καστανιώτη 2005

Ζώντας με την ελπίδα και την ιστορία, Εκδόσεις Καστανιώτη  2004

Κανείς να μη με συνοδεύσει, Οδυσσέας  1995

Η ιστορία του γιου μου, Εκδόσεις Καστανιώτη  1992

Οι άνθρωποι του Τζούλι, Εκδοτικός οίκος Α.Α. Λιβάνη  1991

Ο ύστερος αστικός κόσμος, Μέδουσα  1988

Η κόρη του Μπέρτζερ, Οδυσσέας 1985