η Σοφία Ξυγκάκη ρωτά τη Γεωργία Ξανθοπούλου

Η Γεωργία Ξανθοπούλου γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα και, αφού τελείωσε το σχολείο και άφησε διαδοχικά δυο Σχολές στη μέση, το Χημικό και το Πανεπιστήμιο του Πειραιά, το 2007 έφυγε για τη Σκωτία για να σπουδάσει κινηματογράφο επειδή αυτό  επιθυμούσε πάντα να κάνει. Όταν ήρθε η ώρα να διαλέξει θέμα για την πτυχιακή της εργασία, κατάλαβε ότι μπορεί να συνδυάσει μια από τις αγαπημένες της ελληνικές ταινίες με κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες με τις οποίες είχε έρθει σε επαφή κατά την διάρκεια των σπουδών της. Και έτσι γεννήθηκε η πτυχιακή της: πώς κατασκευάζονται οι ρόλοι των δύο φύλων μέσα από τον Ελληνικό κινηματογράφο του ’50 και ’60, παίρνοντας ως παράδειγμα την ταινία Δεσποινίς Διευθυντής του 1964. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και γράφει για ένα αγγλόφωνο σάιτ που δημιούργησε η αδερφή της, και στο οποίο δημοσιεύει όποιος έχει πάθος με το σινεμά και θέλει να μοιραστεί την γνώμη του με άλλους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το ίδιο πράγμα/θέμα.

Γιατί επέλεξες αυτό το θέμα για την πτυχιακή σου;

Το συγκεκριμένο θέμα το επέλεξα πρώτα απ’ όλα γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου ασχολιόμουν με θεωρίες που, τις περισσότερες φορές,  ήταν σχεδόν αδύνατο να εφαρμόσω στον Ελληνικό κινηματογράφο. Ήθελα να μιλήσω για το γεγονός ότι μερικές θεωρίες, ενώ ποζάρουν ως οικουμενικές, τελικά μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι του σινεμά: το Χόλυγουντ – και ότι, επίσης, οι κινηματογραφικές σχολές διαφόρων χωρών είναι επηρεασμένες απ’ αυτό. Άρα προσπάθησα να ορίσω τον Ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60 ως διαφορετικό λόγω της πολύ ιδιαίτερης και ισχυρής κουλτούρας που, όμως, αρχίζει να επηρεάζεται εμφανώς απ’ την αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία. Μία απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες ήταν αυτή της Judith Butler σύμφωνα με την οποία οι ρόλοι των δύο φύλων είναι απλά ρόλοι, που κατασκευάζονται από την κοινωνία και αυτό δεν ισχύει  μονάχα για τους κοινωνικούς ρόλους των δύο φύλων αλλά για όλους. Από τις δουλειές που θεωρούνται ανδρικές ή γυναικείες μέχρι τα κουσούρια, τις συνήθειες, τα ταλέντα, τις κλίσεις, τα γούστα και τη σεξουαλική προτίμηση που ταυτίζονται αντίστοιχα με το ανδρικό ή το γυναικείο φύλο. Δηλαδή το φύλο -sex- κάποιου είναι μόνο ανατομικό και ό,τι άλλο μπορεί να θεωρείται από τις δυτικές κοινωνίες ταυτόσημο με αυτό -gender- είναι κατασκεύασμα και όχι κάτι με το οποίο γεννιέται κανείς.

Γιατί επέλεξες ως παράδειγμα την ταινία «Δεσποινίς διευθυντής»;

Θεώρησα ότι  η Δεσποινίς Διευθυντής θα βοηθούσε πολύ στην συζήτηση αυτή, αφού είναι μια ταινία δημοφιλής, και παίζει πολύ έξυπνα με τον ρόλο της γυναίκας ως  κοινωνικό κατασκεύασμα. Μια ταινία γυρισμένη το 1964 η οποία, άθελά της, θίγει  το θέμα των προσδοκιών που οι κοινωνίες θέτουν  για τους άνδρες και για τις γυναίκες, αλλά και το πώς το εκλαμβάνουν και αντιδρούν όσοι/ες  δεν ανταποκρίνονται σε αυτές.

Τι ρόλο παίζει το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια κάνει «ανδρική» δουλειά;

Η Λίλα είναι πολιτικός μηχανικός που διαπρέπει σε έναν  ανδροκρατούμενο, για την εποχή, χώρο εργασίας, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό  γιατί όλοι  την αντιμετωπίζουν ως άνδρα και η ίδια δεν νοιώθει αρκετά γυναίκα, ώστε να μπορεί να πλησιάσει τον υφιστάμενό της Σαμιωτάκη με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Άρα η θεωρητικά ανδρική φύση της Λίλας – αποτέλεσμα του ότι έχασε την μητέρα της μικρή και μεγάλωσε με τον πατέρα της-, την εμποδίζουν να εκπληρώσει τον σκοπό της ως γυναίκα: να σαγηνεύσει έναν άνδρα με στόχο να κάνει οικογένεια. Επίσης, η θέση της, ως διευθύντρια όλων των ανδρών της εταιρείας στην οποία δουλεύει, εμπνέει σεβασμό που μοιάζει ασυμβίβαστος με το φύλο της, αφού κανείς άνδρας δεν  περίμενε, εκείνη την εποχή, να έχει προϊσταμένη μια όμορφη και θελκτική γυναίκα την οποία  σε άλλη περίπτωση  θα έβλεπε ερωτικά. Το επάγγελμά της, η παιδεία της και η θέση της, ενώ για έναν άνδρα θα ήταν προτέρημα και θα ήταν περιζήτητος, για μία γυναίκα είναι τα εμπόδια που εμφανίζονται  στο να βρει ταίρι.

Το πιο ενδιαφέρον μέρος της ταινίας είναι ότι, ενώ ξεκινάει με  τρόπο τέτοιο που θεωρείς ότι κατακρίνει τη Λίλα ως χαρακτήρα και θα παρακολουθήσεις μια ταινία όπου στο τέλος η πρωταγωνίστρια θα έχει αλλάξει και θα έχει «ανακαλύψει» την παραδοσιακή γυναικεία πλευρά που σίγουρα κρύβει μέσα της, δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Οι αντίστοιχες ταινίες του Χόλυγουντ παρουσιάζουν τις γυναίκες καριέρας ως καταπιεσμένες, συναισθηματικά και ερωτικά.  Σ’ αυτές τις ταινίες, ο έρωτας για έναν άνδρα  τις κάνει να αισθανθούν, να γελάσουν και να συνειδητοποιήσουν ότι η προηγούμενη κατάσταση -η οποία ταυτίζεται με την υπεροχή της γυναίκας στον επαγγελματικό τομέα- ήταν κάτι που δεν τους ταίριαζε πραγματικά, αφού νοιώθουν πολύ πιο χαλαρές ως ερωτευμένες παρά ως γυναίκες καριέρας. Ουσιαστικά, ορίζουν την καριέρα ως το αντίθετο του έρωτα, αλλά και της ίδιας της γυναικείας φύσης, αφού μια επιτυχημένη γυναίκα  και μάλιστα σ’ έναν, θεωρητικά, ανδρικό τομέα δεν μπορεί να αγαπηθεί, ούτε ν’ αγαπήσει.

Πώς ντύνεται η Λίλα;

Παρότι η Λίλα  παρουσιάζεται αυστηρή επειδή ντύνεται σοβαρά, με σκούρα χρώματα και δεν ξέρει καθόλου να φερθεί σαν «γυναίκα», δεν εμφανίζεται ως «αφύσικη», προτείνοντας έτσι μια διαφορετική ερμηνεία της γυναίκας καριέρας  από τις ταινίες του Χόλυγουντ που είπα παραπάνω. Αντιθέτως, οι υπόλοιπες παραδοσιακές γυναίκες σκιαγραφούνται ως αδύναμες, σαχλές και χαμηλότερης ηθικής.

Η Αθηνά, η ξαδέλφη  της, παρουσιάζεται ως κλασική «γυναικεία» αντίστιξη που προσπαθεί να διδάξει στη Λίλα την πρέπουσα συμπεριφορά..

Η Αθηνά που προσπαθεί να μάθει στην Λίλα πώς να είναι  «γυναίκα», είναι χρυσοθήρας και παντρεύεται μόνο για τα λεφτά. Με τη Λίλα τα πάνε καλά αλλά, αντί να την βοηθήσει, οι συμβουλές της πάνω σε «γυναικεία» θέματα SOS όπως φουστάνια, κους κους, χάλι γκάλι κλπ καταλήγουν να αποπροσανατολίζουν την Λίλα παρά να την βοηθάνε.

Και η ανταγωνίστρια;

Η αντίζηλος της Λίλας, Βίκυ, που τα έχει με τον Σαμιωτάκη, παρουσιάζεται ως χαζή και σαχλή  η οποία θέλει απλά να περνάει καλά. Σίγουρα  η ταινία δεν είχε κανένα σκοπό να κάνει κάποιο συνειδητό σχόλιο για τον ρόλο της γυναίκας ως κατασκεύασμα της πατριαρχικής κοινωνίας. Παρ όλα αυτά, ο χαρακτήρας της Λίλας είναι ένα ακούσιο σχόλιο για το πώς οι γυναίκες της εποχής πρέπει να δώσουν βάση στην μόρφωσή τους και την καριέρα τους μιας κι η Λίλα, τελικά, έτσι πάει μπροστά και στον έρωτα, αφού ο Σαμιωτάκης την ερωτεύεται και την θαυμάζει ακριβώς επειδή δεν είναι σαν τις άλλες.

Και πώς μας το δείχνει η ταινία αυτό;

Υπάρχει μια στιχομυθία στο τέλος της ταινίας που θίγει ακριβώς αυτό. Ο Σαμιωτάκης της λέει ότι θεωρούσε ότι η Λίλα στεκόταν ψηλά και ήθελε να ανέβει αυτός. Η Λίλα, λανθασμένα, πίστεψε ότι πρέπει να κατέβει αυτή. Η υπεροχή της στον επαγγελματικό τομέα, δηλαδή, παρουσιάζεται ως πρόβλημα. Αλλά  ένα πρόβλημα που δεν λύνεται,  εν τέλει, υποβιβάζοντας τη γυναίκα ώστε να διατηρηθεί η ισχύουσα ιεραρχία. Η Λίλα και ο Σαμιωτάκης φιλιούνται και αφήνει τον χαρτοφύλακα της, σύμβολο της θέσης της, να πέσει κάτω. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε για ένα λεπτό  η υπόνοια ότι ο Σαμιωτάκης αποκτά τον έλεγχο της κατάστασης, όπως γίνεται στις αντίστοιχες ταινίες του Χόλυγουντ όπου η γυναίκα «δαμάζεται». Η Λίλα αλλάζει κατά τη διάρκεια της ταινίας,  αλλά όχι τόσο όσο ο Σαμιωτάκης, ο οποίος αρχίζει ως επιπόλαιος γυναικάς, συνεχίζει ως άνδρας  που, για να  κατακτήσει τη γυναίκα που θέλει, διαβάζει και κοπιάζει και καταλήγει να νοιώθει πια ότι μπορεί να την πλησιάσει για να της πει ότι του αρέσει όπως αυτή είναι. Η Λίλα  είναι τελικά πιο  «ανδρικός» χαρακτήρας από τον Σαμιωτάκη αλλά και από όλους τους άνδρες οι οποίοι παρουσιάζονται ως επιπόλαιοι ή μπερδεμένοι από τα «ανδρικά» τους καθήκοντα.

Στον εργασιακό χώρο πώς αντιμετωπίζει την πρωταγωνίστρια το  προσωπικό;

Οι περισσότεροι χαρακτήρες παρουσιάζονται στερεοτυπικά: οι γυναίκες σαχλές, έχοντας το νου τους μόνο στο φλερτ, ζηλεύουν τη Λίλα, οι άνδρες γελοιογραφίες των ανδρικών συμπεριφορών, του γλεντζέ ή του κολλημένου με τις γυναίκες μπερμπάντη, κανένας δεν ασχολείται με τη δουλειά του. Όλοι όμως μένουν άναυδοι με την ομορφιά και τις ικανότητες της Λίλας.

Η Λίλα δεν έχει μητέρα, μόνο πατέρα –  πώς παρουσιάζεται αυτός και η σχέση του μαζί της;

Ο πατέρας της είναι  γλύκας, έχει προσπαθήσει να την μεγαλώσει όσο πιο καλά μπορεί, αλλά η Λίλα είναι ο άνδρας του σπιτιού, όπως φαίνεται από την πρώτη σκηνή όπου ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος φοράει  ποδιά και μαγειρεύει για την Λίλα  που ετοιμάζεται να πάει στη δουλειά. Παρ όλα αυτά, δεν είναι ικανός να τη συμβουλέψει  για τα ερωτικά της αφού, ως πατέρας και άνδρας, δεν έχει καταλάβει τίποτα. Ο χαρακτήρας του πατέρα διακωμωδεί  μάλλον τον θεσμό της οικογένειας και την τάση των μελών της να ανακατεύονται σε κάθε πτυχή της ζωής του ατόμου. Οι ελληνικές κωμωδίες εκείνης της εποχής κάνουν μια μίξη της χολιγουντιανής και της ελληνικής κουλτούρας. Οι πρωταγωνιστές μιας αντίστοιχης ρομαντικής κομεντί του Χόλυγουντ  θα παρουσιάζονταν ως άτομα τελείως ανεξάρτητα και γι’ αυτό θα δυσκολεύονταν να σμίξουν,  αφού δεν θα ήθελαν να αποχωριστούν την ανεξαρτησία τους. Στην ελληνική εκδοχή, αντίθετα, τόσο ο πατέρας της Λίλας όσο και η μητέρα του Σαμιωτάκη μπλέκονται στην ζωή τους διαρκώς, δημιουργώντας παρεξηγήσεις, όπως όλοι οι γονείς στις ελληνικές ταινίες,  αν και χωρίς να παίζουν κάποιο άλλο ρόλο στην τελική ένωση του ζευγαριού.

Στο φιλικό περιβάλλον τι ρόλο παίζουν οι φίλοι του πρωταγωνιστή και το περίφημο πάρτι;

Το πάρτι είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές αφού ίσως εδώ φαίνεται πιο καθαρά πώς η ταινία παρουσιάζει τους ανδρικούς χαρακτήρες σε σχέση με τους κοινωνικούς τους ρόλους: «αντρικοί» καβγάδες, μάτσο συμπεριφορές γιατί, υπονοείται, οι άντρες έτσι φέρονται. Ο ένας φίλος του πρωταγωνιστή υπάρχει μόνο και μόνο για να μπορούμε να ακούσουμε τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, αφού μόνο σ’ αυτόν εκμυστηρεύεται τις απόψεις του για τη Λίλα, τη Βίκυ και τις γυναίκες γενικότερα, και δεν παίζει κάποιον άλλο ρόλο στην πλοκή της ταινίας, θεωρώ.

Με τι «χάπι εντ» κλείνει η ταινία;

Το  «χάπι εντ»  ενώνει τους δύο πρωταγωνιστές, αλλά  δεν δείχνει γάμο στο τέλος. Πιθανώς κι  εδώ ν’ ακολουθεί τις χολυγουντιανές σκρούμπολ κωμωδίες στις οποίες δεν ενδιέφερε τόσο η τελετή όσο το να σμίξει ένα φαινομενικά αταίριαστο ζευγάρι. Στον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής, πάντως, ένα ζευγάρι που έσμιγε, παντρευόταν και ο γάμος ήταν, στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών, η τελευταία σκηνή της ταινίας. Η τελετή, που υπονοεί  την αρχή μιας οικογένειας και τον ερχομό ενός παιδιού, ήταν ουσιαστικά το  «χάπι εντ». Όχι τόσο η ένωση ενός ερωτευμένου ζευγαριού όσο η συνέχιση αυτού του παραδοσιακού δεσμού, πολύ βασικού για την ελληνική κουλτούρα, της οικογένειας. Η Λίλα και ο Αλέκος δεν παντρεύονται ον σκρην και θυμάμαι ότι, όταν το έβλεπα μικρή, ούτε τότε θεωρούσα ότι παντρεύονται. Η ταινία το αφήνει ανοιχτό. Η Λίλα και ο Αλέκος μιλάνε πια ως ίσοι. Και, παρότι η Λίλα έχει δεχτεί ένα πλήγμα στον εγωισμό της με το πάρτι  και παραιτείται από τη δουλειά της,  σε κανένα πλάνο της ταινίας δεν  υπονοείται ότι δεν θα δουλέψει και ότι θα αρκεστεί στο να είναι νοικοκυρά. Δεν ανακάλυψε αυτήν τη  «φύση» της κατά τη διάρκεια της ταινίας. Και αυτό είναι το  «χάπι εντ»!