των Terminal 119*

1. Όταν μιλάνε οι γυναίκες: η νόρμα, η σιωπή κι η απάντηση στην επίθεση

Μια γυναικεία ένοπλη ομάδα έγραφε στις προκηρύξεις της 25 χρόνια πριν στη γερμανία: «πολεμάμε την καταπίεση για να την κάνουμε ορατή». Το σκεπτικό ήταν το εξής: μέσω της γυναικείας, πολιτικά οργανωμένης, αντι-βίας γινόταν φανερή η βία την οποία δέχονταν οι γυναίκες. Μέσω της αντίστασης, η βία γινόταν ορατή. Αυτή η ιδιαίτερη βία, εναντίον συγκεκριμένων φορέων θηλυκού γένους, γυναικείων χαρακτηριστικών, μπορούσε πια να ονομάζεται βία και το ‘φύλο’, από τόπος κυνηγιού όσων δεν εξέπιπταν των αρρενωποτήτων (και πλήττονταν για αυτό), γινόταν τόπος αντίστασης.

Στην Ξάνθη μετά το πρόσφατο αποτρόπαιο έγκλημα κατά της ζωής και της αξιοπρέπειας της Ζωής Δαλακλίδου μάθαμε από τα μέσα ότι ένα μέρος της τοπικής κοινωνίας, κυρίως άντρες φανταζόμαστε, επιχείρησε να λιντσάρει τον δράστη στα δικαστήρια. Συνταυτιζόμενο με αυτό το μέρος της τοπικής κοινωνίας, κομμάτι του τοπικού Τύπου, όπως η “Φωνή της Ξάνθης” συκοφάντησε τις πολιτικές προθέσεις των διοργανωτριών και των συμμετεχουσών στη σημερινή διαδήλωση, διερωτώμενος σκωπτικά για το αν οι φεμινίστριες “ζουν εκτός τόπου χρόνου και πραγματικότητας”. “Ποια κοινωνία συγκάλυψε το έγκλημα; Αυτή που συγκεντρώθηκε έξω από τα δικαστήρια και επιχείρησε να λιντσάρει τον δράστη; (Φωνή της Ξάνθης, 15-02-2013). Σαν ζήτημα, εδώ, λοιπόν, μπαίνει το εξής: Για ποια “σιωπή” μιλά η αφίσα που καλούσε στη σημερινή διαδήλωση; Αφού, η σιωπή έσπασε από την τοπική κοινωνία της Ξάνθης. Άρα, μπαίνει θέμα ορατότητας του συγκεκριμένου πατριαρχικού εγκλήματος στην Ξάνθη ή, όντως, είμαστε “εκτός τόπου, χρόνου και πραγματικότητας”;

Αναφερόμαστε στο ερώτημα της φυλλάδας της Ξάνθης για να την αντιπαραθέσουμε μόνο στην προηγούμενη φράση της γυναικείας ομάδας Rote Zora («πολεμάμε την καταπίεση για να την κάνουμε ορατή»). Ισχυριζόμαστε ότι ακολουθώντας τις διαφορές μεταξύ των δύο πρακτικών λόγων, θα μας γίνει ορατή και η ουσία του εγκλήματος στην Ξάνθη, το οποίο αποτελεί βέβαια επαίσχυντη απόδειξη ενός κανόνα βίας και σεξουαλικοποιημένης αντικειμενοποίησης κατά των γυναικών.

Από τη μια πλευρά έχουμε μια γυναικεία βασικά ομάδα να μιλάει, από την άλλη πλευρά έχουμε μια μάζα κυρίως ντόπιων ανδρών. Από τη μια πλευρά έχουμε μια πολιτική γυναικεία ομάδα, ο λόγος και η πρακτική της οποίας εστιάζουν στην κριτική των εγκλημάτων βίας της πατριαρχικής κοινωνίας μέσα στον καπιταλισμό, από την άλλη έχουμε μια μάζα ανθρώπων με κοινή καταγωγή και μάλλον διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις μεταξύ τους, που βρέθηκαν μαζί (και πιθανόν δεν θα ξαναβρεθούν) έξω από τα δικαστήρια μέσα από ένα κοινό κίνητρο: να καταφερθούν κατά του δράστη ενός συγκεκριμένου εγκλήματος κατά μιας γυναίκας. Ήδη οι διαφορές αρχίζουν να μιλάνε. Ο λόγος της γυναικείας ομάδας υπερασπίζεται την ύπαρξη των γυναικών που δέχονται βία. Ο λόγος των Ξανθιωτών έξω από τα δικαστήρια, φαίνεται να υπερασπίζεται, μεταξύ άλλων, “την τιμή μίας πόλης”.

Το έγκλημα στην Ξάνθη αποτρόπαιο, μοναδικό στην ένταση της βίας που δέχτηκε το θύμα και δύσκολο να γίνει ανεκτή ακόμα και η λεπτομερής ακρόαση της αφήγησης του από έναν κοινό νου. Η ένταση του εγκλήματος εξασφαλίζει στο θύμα ή στο όνομα του μνήμη, για κάποια χρόνια τουλάχιστον, στην ίδια την εκτέλεση του εγκλήματος τον χαρακτηρισμό του “ανατριχιαστικού” και στον ίδιο τον δράστη τον χαρακτηρισμό του “τέρατος”. Η δημοσιογραφική και, βέβαια, κοινωνική μεταφορά περί “τέρατος” ήρθε, λοιπόν, για να μείνει και θα μείνουμε κι εμείς λιγάκι σε αυτήν την μεταφορά. Η λέξη “τέρας” που χρησιμοποιήθηκε στην Ξάνθη, αλλά όχι μόνον εκεί, σε μεγάλο βαθμό για να περιγράψει τον δράστη, ό,τι συνειρμούς κι αν προκαλεί, ένα είναι το σίγουρο: ότι το νόημα της λέξης εννοεί πως στον δράστη μέσω της έντασης του εγκλήματος του, αξίζει να αφαιρεθεί η ανθρώπινη υπόσταση. Ότι ο δράστης – μετά το έγκλημα – αξίζει να αποβληθεί από την ανθρώπινη κοινότητα, την κοινότητα των (συν)ανθρώπων. Δίχως να αμφισβητηθεί, στην καθημερινή γλώσσα, το έγκλημα κατά της Ζωής μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ένα έγκλημα που στόχευσε την “ανθρωπινότητα” της, σε αυτό που λέμε λίγο-πολύ συμβατικά “ανθρώπινη αξιοπρέπεια” και μοιράζονται όλοι οι φέροντες και οι φέρουσες ανθρώπινο πρόσωπο. Αν μπούμε σε αυτήν την κουβέντα, όμως, περί ανθρώπινου και εξω-ανθρώπινου, τεράτων και μη, με μία ευρεία κλίμακα παραδειγμάτων, γρήγορα θα καταλάβουμε ότι το τι συνιστά ‘ανθρώπινο’ και τι συνιστά ‘ανθρώπινη αξιοπρέπεια’, καθώς και το πότε αυτά τα δυο παραβιάζονται από κάποιον, αποτελούν ζήτημα αέναης και υποκειμενικής ενασχόλησης. Για άλλον η ανθρώπινη αξιοπρέπεια του παραβιάζεται αν χάσει το ημερήσιο μπάνιο του, για άλλον αν δεχτεί το πρώτο χτύπημα σε κάποια αστυνομικά κρατητήρια, για άλλην η ανθρώπινη αξιοπρέπεια της χάνεται όταν την κάνουν να αισθάνεται σαν ένα σεξουαλικοποιημένο αντικείμενο και για άλλην όταν την βάζουν να κατεβάζει τα ρούχα της μπροστά σε έναν γιατρό. Η ευρύτητα των όσων φέρουν την ταμπέλα “άνθρωπος”, πολλαπλασιάζει και τους ορισμούς περί του στάτους αυτού. Θα αποπειρόμασταν να καταθέσουμε ότι άνθρωπος είναι η ιστορία των εγκλημάτων του, δηλαδή οι στιγμές και οι εποχές – οι μεγαλύτερες σε διάρκεια ούτως ή άλλως απ’ όλη την ιστορία – κατά την οποία οι μεν προσπάθησαν να αφαιρέσουν την ύπαρξη των δε από μια ορισμένη βάσει φύλου, εθνικότητας, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ο.κ.

Ωστόσο, το θύμα στην Ξάνθη πέρα από την ταμπέλα “άνθρωπος” είχε κι άλλα πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στα οποία πρέπει να ωθηθούμε εμείς οι υπόλοιπες για να καταλάβουμε γιατί τη σκότωσε, τη βίασε και την έκαψε ο δράστης. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο φυσικά. Ήταν αυτό που λέγεται ‘γυναίκα’. Κι ο δράστης είναι αυτό που λέγεται ‘άντρας’. Του άρεσε, την είχε προσέξει, μας είπε ο δράστης έπειτα. Και την βίασε. Το ότι της φέρθηκε αρχικά σαν σεξουαλικό αντικείμενο, δεν μπορεί παρά να οριοθετήσει κεντρικά το έγκλημα ως ένα έγκλημα έμφυλου χαρακτήρα. Την βίασε και την σκότωσε και την έκαψε γιατί δεν μπορούσε να την έχει για δική του: αυτή είναι η ελάχιστη ανάγνωση αυτού του έμφυλου εγκλήματος.

Ο δράστης παραμένει βέβαια και μετά το έγκλημα αυτό που λέμε ‘άντρας’. Επίσης, ο δράστης και πριν το έγκλημα ήταν, κατά τα άλλα, αυτό που λέμε ‘άντρας’. Μήπως, λοιπόν, μήπως θα έπρεπε οι χαρακτηρισμοί που θα έπρεπε να απευθύνουμε και σε αυτόν και στο έγκλημα του να είναι κεντρικά σχετικοί με την έμφυλη θέση του, διαπαιδαγώγησή του και βασικά πράξη του ως κάποιου από αυτούς που λέμε ‘άντρες’;

Λέμε ότι μια τέτοια προσπάθεια σίγουρα δεν έγινε από όσους μαζεύτηκαν έξω από τα δικαστήρια της Ξάνθης γιατί δεν υπήρχε και κανένα συμφέρον να γίνει μια τέτοια προσπάθεια. Γιατί σε μια προσπάθεια λιντσαρίσματος ενός “τέρατος”, ενός δηλαδή που έχει αποβληθεί στις συνειδήσεις μιας τοπικής κοινωνίας από το εσωτερικό της, και σε μια προσπάθεια εν γένει ξεπλύματος “της τιμής μιας πόλης”, όπου ο κάθε διαμαρτυρόμενος αναφέρεται ως τίμιο και σωστό μέλος της πόλης αυτής και της κοινωνίας αυτής, δεν χωρούν σκέψεις μήπως η πόλη αυτή και η κοινωνία αυτή είχαν προβλήματα από πριν, προβλήματα που έχουν να κάνουν με το τι εφαρμόζει και αναπαράγει η πόλη αυτή και η κοινωνία αυτή στις σχέσεις των αντρών ‘της’ με τις γυναίκες ‘της’.

Λέμε ότι η ελληνική κοινωνία, κι η ξανθιώτικη σαν επιμέρους τοπική κοινωνία, δεν έχει δικαίωμα ούτε να πέφτει από τα σύννεφα με κάθε αφορμή ενός τέτοιου αποτρόπαιου εγκλήματος αλλά ούτε και να “τερατολογεί”, βιαζόμενη να αποβάλλει κάθε έντιμο μέλος του συνόλου της αφού αυτό εγκληματήσει και διαχωριστεί έτσι από αυτήν. Η ελληνική κοινωνία λέμε, σαν εξόχως ορθόδοξη, πατριαρχική και υπερ-αρρενωπή, δεν έχει κανένα δικαίωμα να μιλά για “δράκους” και “τέρατα” μιας και η πατριαρχία που ζούν/ζούμε εκατομμύρια γυναίκες σε αυτή τη χώρα, η ιδιαίτερη καταπίεση με την οποία τις/μας διαπαιδαγωγούν από μικρές, δεν είναι ένα κακό παραμύθι αλλά μια κακή πραγματικότητα.

Λέμε ότι αυτή η κακή πραγματικότητα που μας εκδικείται για το φύλο μας, αφού φόρτωσε αυτό το ‘φύλο’ με ό,τι νοήματα ήθελε πρώτα, μας είναι αντιληπτή από μια λίστα πραγμάτων δίχως τέλος, από το αντρικό βλέμμα που είναι εκεί έξω κρίνοντας ανά πάση στιγμή τα σώματα μας, μετρώντας τα, βαθμολογώντας τα, διαμορφώνοντας τα, εκθέτοντάς τα ή τεμαχίζοντας τα. Αυτή η κακή πραγματικότητα που συνίσταται επίσης στον αληθινό και καθόλου παραμυθένιο κίνδυνο του βιασμού σε καθημερινή βάση (4.500 υπολογίζονται κάθε χρόνο οι βιασμοί στην ελλάδα), καθώς και τις κάθε είδους σεξουαλικές επιθέσεις (μία στις δύο γυναίκες λένε πως έχουν δεχτεί συχνά κακοποίηση ή παρενόχληση κάτι που συνίσταται και στον περιορισμό της ελευθερίας κίνησης μας και στον συνεχή φόβο της υπό αμφισβήτηση ύπαρξης μας μετά από μια ορισμένη νυχτερινή ώρα…). Αυτή η κακή πραγματικότητα που συνίσταται, εξάλλου, και στην καθημερινή έλλειψη σεβασμού στις κάθε είδους σχέσεις μας με το άλλο φύλο (φιλικές, οικογενειακές, ερωτικές κτλ), στο μάθεμα των κοριτσιών να γίνουν “υπάκουες μητέρες” και των αγοριών να επιβληθούν μέσω της ανταγωνιστικής τους αρρενωπότητας, στις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και τις εκτρώσεις, στο αόρατο της λεσβιακής ύπαρξης και εν γένει την διάχυτη ομοφυλοφοβία που σε μεγάλο βαθμό περιφρουρεί την πατριαρχία στο σύνολο της, επίσης, συνίσταται στην κοροϊδία προς τις τρανς και η λίστα δεν έχει τελειωμό.

Λέμε, άρα, ότι αν η ελληνική κοινωνία κοιτάξει τη μούρη της στον καθρέφτη, ίσως δει κάπου να αχνοφαίνεται κι η μούρη του “τέρατος”, τουλάχιστον κατά την προετοιμασία του εγκλήματος. Θα ‘χει τότε δικαίωμα κανείς να αναρωτηθεί: “τι σχέση είχε το τέρας με την κοινωνία της Ξάνθης”, αν δηλαδή ‘θυμηθεί’ του πως από μικροί οι πιτσιρικάδες παίρνουν το μήνυμα πως έτσι τις κάνουν τις γυναίκες; Θα ‘χει κανείς τότε δικαίωμα για τέτοιες υποκριτικές διερωτήσεις αν ‘θυμηθεί’ τις δεκάδες αθωώσεις βιαστών από τα ελληνικά δικαστήρια, τα εκατοντάδες “έλα-μωρέ-αυτό-δεν-ήταν-βιασμός” των ελλήνων γειτόνων, συγγενών και φίλων; Θα ‘χει κανείς τότε δικαίωμα να αναρωτηθεί, αν ‘θυμηθεί’ την έλλειψη ορατότητας αυτών των δομών και άρα της καταπίεσης των γυναικών;

Για αυτήν, λοιπόν, την ορατότητα πιστεύουμε γίνεται η συγκεκριμένη εκδήλωση και διαδήλωση, για να σπάσει τη σιωπή όχι εναντίον ενός τέρατος που αποτελεί την δαιμονοποιημένη εξαίρεση μιας κοινωνίας στην οποία όλα κυλούν νορμάλ, αλλά, αντιθέτως, για να σπάσει τη σιωπή μιας κοινωνίας που προετοιμάζει κι άλλα τερατώδη εγκλήματα. Για να σπάσει τη σιωπή μιας κοινωνίας που είναι σιωπηλή ως συνενοχή, μιας κοινωνίας μικρών και μεγάλων τεράτων.

2. Εθνοτσαμπουκάς: αναγκαστικές συναρθρώσεις

Είμαστε, λοιπόν, “εκτός τόπου, χρόνου και πραγματικότητας”? Ο σημερινός χρόνος, η εποχή που έλαβε χώρα το έγκλημα κι η εποχή που έλαβε χώρα η διαδήλωση είναι μια ξεχωριστή εποχή. Η εποχή της λεγόμενης ‘κρίσης’ κατά την οποία ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας (και του ελληνικού κράτους βέβαια) ανοιχτά κι άλλο ένα κομμάτι ακόμα κλειστά πριμοδοτεί και προωθεί σαν φάρμακο στην κρίση λίγο ‘φασισμό’. Κι αναρωτιόμαστε τώρα εμείς μήπως πίστεψαν οι έλληνες και οι ελληνίδες πως αυτός ο ‘λίγος φασισμός’ που βρίσκει την ενσάρκωση του στα σώματα, τον εθνοτσαμπουκά και την μαγκιά των 20 αντρών της χρυσής αυγής (και της συζύγου του φύρερ τους), θα αντιστοιχεί σε ένα ασήμαντο και ανεπαίσθητο πέρασμα της οργάνωσης αυτής από την ελληνική ιστορία και κοινωνία. Δε νομίζουμε.

Ίσα-ίσα, λέμε. Οι σημερινοί “πέφτω-από-τα-σύννεφα” και οι σημερινοί “τερατολόγοι”, πολλές φορές μάλιστα, αν όχι πάντα, έχουν ποντάρει χοντρά, όχι απλά στο χώσιμο των νεοναζί μέσα στη βουλή αλλά και στο ξεκαθάρισμα και την προστασία από τους νεοναζί. Κι όταν, βέβαια, κάποιος αποφασίζει να συνδιαλλαγεί με αυτόν που πουλάει ξεκαθάρισμα και προστασία, όταν βέβαια κάποιος αποφασίζει να ονομάσει τον “τσαμπουκά” και την “μαγκιά” πολιτικά επιχειρήματα και αναγνωρίσιμα κοινοβουλευτικά ή εξωκοινοβουλευτικά μέσα, όταν κάποιος επιβραβεύει και αναπαράγει σιωπηλά την επιβράβευση του “εθνοτσαμπουκά” διά της εκλογής 21 νεοναζί στη βουλή και τη δράση μισού εκατομμυρίου ναζί παράλληλα (πχ κυνήγι, μαχαιρώματα και δολοφονίες μεταναστών), όταν κάποιος αποδέχεται το ενδεχόμενο στο μυαλό του και νομιμοποιεί ένα καθεστώς τρόμου όπου κάποιοι με βάση κριτήρια εθνικότητας θα κυνηγήσουν ανελέητα κάποιους άλλους, κι όταν κάποιος αποφασίζει να ενσωματώσει τους ναζί στον καθημερινό του/της τρόπο σκέψης, τότε καλά θα κάνει να κόψει και το δούλεμα για το ότι η βία τον κάνει να πέφτει από τα σύννεφα.

Η ‘εποχή των τεράτων’ αναμφισβήτητα είναι εδώ για να μας θυμίζει στοιχεία εγγενή της ελληνικής κοινωνίας όπως ο “διάχυτος κώδικας της εθνομαγκιάς”, στοιχεία που οι έλληνες άντρες μοιράζονταν εξάλλου πολύ πριν την άνοδο των νεοναζί[1]. Από την δεκαετία του ’90 κι έπειτα, όλο και με μεγαλύτερη ένταση, ένα ορισμένο lifestyle, σεξουαλικοποιημένης και πορνογραφικής αντικειμενοποίησης των γυναικών πουλιέται στα περίπτερα σε τιμές προσιτές. Από την δεκαετία του ’90 κι έπειτα, συγκεκριμένα πρότυπα εθνικών αρρενωποτήτων πλασάρονται σαν πρότυπα πολιτικής και προσωπικής συμπεριφοράς. Πάγκαλοι, πολύδωρες, μεϊμαράκηδες, τατσόπουλοι συναγωνίζονται στο ποιος είναι ο πιο άντρας, ποιος δεν είναι ο ομοφυλόφιλος. Δεν ήρθαν από το πουθενά οι σημερινοί ξυλοδαρμοί εναντίον gay ανδρών σε πάρκα στην Αθήνα. Κι ούτε το χέρι της χρυσής αυγής αποτελεί “περιθωριακό” χέρι που φρόντισε κανείς μέχρι στιγμής να της το σπάσει για να δείξει πως όποιο χέρι σηκώνεται πάνω σε ομοφυλόφιλους, πρέπει να σπάζεται. Χώρια που δεν τους ονόμασαν και “τέρατα”.

Η εποχή αυτή κολλάει γάντι στην χώρα των τεράτων. Εκτός αν νόμισαν κάποιοι πως επειδή η φασιστική/ ναζιστική βία προτίμησε θύματα άλλης εθνικότητας και άλλου σεξουαλικού προσανατολισμού, κάνει αυτή την βία λιγότερο “φασιστική/ναζιστική” ή κάνει την καθιέρωση της στην ελληνική κοινωνία περισσότερο αμελητέα. Η επικράτηση, όμως, της φασιστικής και ρατσιστικής βίας σε όλη την χώρα δεν μπορεί παρά να αποτελεί νομιμοποίηση του συγκεκριμένου φορέα της. Το πρότυπο του έλληνα φασίστα, ρατσιστή άντρα τη στιγμή που μιλάμε κοπιάρεται με όλο και πιο μεγάλη ένταση, σε σχολεία, στρατώνες, αστυνομικά τμήματα και … μανάβικα. Πως μπορεί, άρα, μια ελληνική κοινωνία υποκριτικά να καταφέρεται κατά της βίας ενώ όλο και πιο ενισχυμένα εξαπολύει ένα σύστημα βίας κατά κάποιων Άλλων; Πως μπορεί αυτός που θέλησε να μάθει τη γλώσσα του συστήματος του τρόμου, αυτός που έσπρωξε την χιονοστιβάδα, να διαμαρτυρηθεί για το ότι τον καταπλακώνει;

Άρα, για άλλη μια φορά, οι συγκεντρώσεις λιντσαρίσματος έξω από δικαστήρια από μια τοπική κοινωνία, δεν είναι ανάχωμα στην πατριαρχική βία. Είναι μάλιστα και επιβεβαίωση της, εφόσον συνεχίζεται ο αποκλεισμός των λόγων των γυναικών. Είναι, επιπλέον, επιβεβαίωση της, εφόσον η αρρενωπή βία επιχειρείται να ανταπαντηθεί με αρρενωπή βία, εν είδει ενός τοπικού τσαμπουκά για το ποιος θα έχει εξουσία πάνω στο σώμα “των γυναικών μας”.

Στην εποχή της κρίσης, η χώρα των τεράτων συναντά την εποχή της. Όπως γράφει και η Αλεξάνδρα Χαλκιά: “Τόσο το πατριαρχικό έθνος-κράτος όσο και το κεφάλαιο βάλλονται, ενώ η καταστατική αδυναμία που τα συνέχει γίνεται ολοένα και περισσότερο ορατή. Η “αδυναμία πληρωμής” του έθνους, του εργοδότη, ή και του οικογενειάρχη, σημαδεύει ένα είδος εκθήλυνσης του μέχρι πρότινος πανίσχυρου ‘πατέρα‘”[2]. Πακέτο με το κράτος τους, οι έλληνες πατεράδες νιώθουν την οικονομική τους ανισχυρότητα – ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο εξάλλου στήριγμα της αρρενωπότητας τους – να απειλείται με αφανισμό. Δεν μπορεί να μας ξεγελάσει κανείς για το τι γίνεται όταν ηγεμονικές αρρενωπότητες αυτής της χώρας συσσωρεύουν μέσα τους κομμάτια της γελοίας τους κατάρρευσης ως αρρενωποτήτων: θα κοιτάξουν να επιτεθούν ακόμα πιο λυσσαλέα, θα τρέξουν να επιβληθούν με μεγαλύτερη ένταση. Ο Daniel Mang λέει: “η καταστροφική δυναμική των πατριαρχικών κοινωνιών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι η αρρενωπότητα γίνεται αντιληπτή ως θεμελιωδώς ελλιπής, ανασφαλής και απειλούμενη“[3]. Θύματα αυτής της επίθεσης είναι ήδη και θα είναι και οι έμφυλες θέσεις των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των τρανς.

3. Από την Πάρο στην Ξάνθη…

Ήδη αυτό που ονομάζουμε λυσσαλέα επίθεση και επιβολή έχει εφαρμοστεί σε μεγάλες επιφάνειες της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας. Πρόσφατο παράδειγμα, έξι μήνες περίπου πριν το πατριαρχικό έγκλημα στην Ξάνθη, ήταν το πανελλαδικό πογκρόμ ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον κυρίως Πακιστανών μεταναστών ανά την επικράτεια, που εξαπολύθηκε με αφορμή έναν ακόμα βιασμό, αυτή την φορά στην Πάρο. Εκεί, με το πρόσχημα ότι ο κατηγορούμενος για τον βιασμό ήταν μετανάστης, το κράτος γύρεψε και φυσικά κέρδισε ευρεία κοινωνική νομιμοποίηση για τις ρατσιστικές του αστυνομικές επιχειρήσεις τύπου “Ξένιος Δίας” και οι χρυσαυγίτες μαζί με τους ψηφοφόρους του και απλά κομμάτια του όχλου βγήκαν υποτίθεται να “απαντήσουν στον βιασμό” από έναν “ξένο”, υπερασπιζόμενοι την τιμή μιας εθνικά ορισμένης θηλυκότητας. Φυσικά, μαχαιρώνοντας και σκοτώνοντας μετανάστες, λεηλατώντας και χτυπώντας τους χώρους τους, ζητώντας να “απελαθούν”.

Και πάλι: κανείς δεν θεωρεί περίεργο ότι εκ μέρους ενός θύματος βιασμού αναμένεται στην ελλάδα να μιλήσουν τόσο οι ρατσιστικές πολιτικές ενός κράτους ή οι φασιστικές πρακτικές μιας κοινωνίας. Ξέρουν καλά τόσο οι χρυσαυγίτες όσο και οι ψηφοφόροι τους (ή οι wanna-be ψηφοφόροι τους), τα γνήσια πατριαρχικά, ορθόδοξα και πατριωτικά κομμάτια αυτής της κοινωνίας ότι όσο οι γυναίκες σε αυτή στην ελλάδα δεν θα μπορούν να εκφραστούν αυτόνομα και ανεξάρτητα από τους πατεράδες τους, τους γκόμενους τους και τους συζύγους τους κι όσο οι φασίστες θα ‘χουν το πάνω χέρι στη δημόσια σφαίρα, δεν έχουν τίποτε να ανησυχούν. Κάθε βιασμός μιας γυναίκας για αυτούς θα ‘ναι εργαλείο ναζιστικής πολιτικής χρήσης – “έξω οι ξένοι!”, θα ουρλιάζουν, επιτελώντας κάθε βία ενάντια σε κάθε γυναίκα και άντρα που θα ναι μη-έλληνες. Και οι “πέφτω-από-τα-σύννεφα” θα αναρωτιούνται ακόμα…

Λέμε ότι για να μπορεί κανείς να διαβάσει τι έγινε στην Ξάνθη και να έχει μια άποψη στο μυαλό του για το πως να το αντιμετωπίσει πρέπει να ξεθάψει ιστορίες χρήσιμες από το παρελθόν, μακρινό και άμεσο αυτής της κοινωνίας, και να βάλει μπροστά εργαλεία που πάνε κόντρα στα εργαλεία και την επιλεκτική αμνησία που αυτή η κοινωνία έχει βάλει μπρος.

Λέμε ότι έχουν όνομα αυτά τα εργαλεία. ‘Ριζοσπαστικός Φεμινισμός’. Που, στο εδώ και τώρα, πάει να πει πως οι γυναίκες, θύματα ή μη, είναι αυτές που θα έχουν τον πρώτο λόγο ορισμού του βιώματος της καταπίεσης τους και τον πρώτο λόγο για το πως θα αντισταθούν σε αυτήν. Δεν είναι τυχαίο που τα θύματα βιασμού τα οποία πεθαίνουν ή καθίστανται ανήμπορα να μιλήσουν, είναι ακριβώς αυτά που σκυλεύουν οι κάθε λογής εθνικές αρρενωπότητες. Ποντάρουν στην μη-δυνατότητα αντίστασης. Ποντάρουν στη μη-δυνατότητα άρθρωσης λόγου. Ενώ τα υπόλοιπα θύματα, αυτά που ακόμα μπορούν να μιλήσουν, είναι αυτά τα θύματα των οποίων ο λόγος μπαίνει κάτω απ’ το χαλί. Εδώ είναι μια κρίσιμη ομοιότητα μεταξύ των δύο εγκλημάτων, της Ξάνθης και της Πάρου. Εργαλειοποιήθηκαν για πάσα χρήση, η ελληνική κοινωνία βολικά δεν μίλησε ούτε για βιασμό ούτε για πατριαρχία.

Αλλά λέμε επίσης ότι στην εποχή και την χώρα των τεράτων, δηλαδή σε έναν τόπο κρίσης όπου το έθνος και οι κοινωνοί του αυτοθυματοποιούνται σαν οι πιο ανίσχυροι, πρέπει καμιά να ‘ναι υποψιασμένη για το παιχνίδι της εποχής, που λέγεται “κυνήγι ξένων”.

Ξανά. Έχουν όνομα λοιπόν τα εργαλεία μας. ‘Μαχητικός αντιφασισμός’. Γιατί πρέπει να ‘μαστε υποψιασμένες, αποφασισμένες πως εμείς οι ίδιες δεν θα αφήσουμε τους βιασμούς και τη βία κατά των γυναικών να εργαλειοποιηθεί από αυτούς που μας έμαθαν στην σιωπή και την αυτουποτίμησή μας. Πρέπει να ‘χει καμιά το νου της για το ότι, όταν ο κάθε Σαμαράς, ο κάθε χρυσαυγίτης ή ο καθένας του όχλου ανησυχεί για τα όσα παθαίνουν οι ελληνίδες, κάπου αλλού στοχεύουν: συνήθως βέβαια στην κατασυκοφάντηση και το κυνήγι των ξένων. Αλλά βέβαια όλοι αυτοί ούτε και στο καλό των γυναικών στοχεύουν γενικά κι αφηρημένα μιας και “η προφύλαξη και η προστασία της ελληνίδας” αναγκαστικά θα περάσει πάνω από τα πτώματα τα δικά μας, των υπολοίπων γυναικών, εμάς που δεν ταιριάζουμε στα δικά τους όρια μητρότητας και εθνικής αναπαραγωγής, τις άτεκνες, τις λεσβίες, τις ‘βρωμερές οροθετικές πόρνες’, τις ξένες, τις εθνοπροδότριες κλπ κλπ.

Λέμε λοιπόν:

Φτάνει πια, γενικά, με τους “προστάτες” κάθε είδους, τον κόσμο τους, την εποχή τους και τη χώρα τους.

για τον ριζοσπαστικό φεμινισμό! για τον μαχητικό αντιφασισμό!

 


[1] Είμαστε όλοι ξεσκισμένες αδερφές; του Δημήτρη Παπανικολάου, εδώ

[2] Η κοινωνιολογία της σεξουαλικότητας, οι αρρενωπότητες και ο έμφυλος Δεκέμβρης, της Αλεξάνδρας Χαλκιά, σελ. 235, από το Σωμα, Φύλο, Σεξουαλικότητα: ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα (ΠΛΕΘΡΟΝ)

[3] Φυλή, τάξη και οι αντιφάσεις της αρρενωπότητας, του Daniel Mang, σελ. 20, από το τ. 4 του περιοδικού QV.

 

Εισήγηση στην εκδήλωση “Δώσε τέλος στη σιωπή”, στην Ξάνθη, 9 Μαρτίου 2013

Πηγή: terminal 119

 

Δείτε ακόμα

Ο καθημερινός βιασμός και η ατιμωρησία

Πανελλαδικό Κάλεσμα από την Πρωτοβουλία κατά της ομοφοβίας Ξάνθης για πορεία – εκδήλωση για τη βία κατά των γυναικών το Σάββατο 9 Μάρτη στην Ξάνθη

Μια ανταπόκριση από την Ξάνθη