του Γιάννη Κοντού

Φως σε έναν κόσμο απροσπέλαστο και άγνωστο στους πολλούς ρίχνει μέσα από την έκθεσή της “Θράκη. Τόσο κοντά, τόσο μακριά. Ο μουσουλμανικός κόσμος της” η φωτογράφος Πέπη Λουλακάκη: στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του νομού Θράκης (Τουρκογενείς, Πομάκους, Ρομά, Σουδανούς). Με ευαισθησία και λεπτότητα αποτυπώνει μικρές και μεγάλες στιγμές της καθημερινότητάς τους, εστιάζοντας κυρίως σε γυναικεία πορτραίτα. Η έκθεση συνοδεύεται από το ομώνυμο λεύκωμα (Εκδόσεις Καστανιώτη), τα κείμενα του οποίου υπογράφει η δημοσιογράφος και συνεργάτιδα της Πέπης Λουλακάκη, Έλενα Μοσχίδη.  Με αφορμή την έκθεση, η οποία φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη (Κεντρικό Κτήριο) και ολοκληρώνεται την Κυριακή, 12 Μαΐου, κουβέντιασα με την φωτογράφο.

Πόσο μακριά βρισκόταν και πόσο κοντά σας ήρθε ο μουσουλμανικός κόσμος της Θράκης, μετά το οδοιπορικό; Υπήρξε κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο πίσω από την επιλογή του προορισμού;

Πριν μερικά χρόνια είχα βρεθεί στις Θέρμες και στον Εχίνο φωτογραφίζοντας τα λουτρά καθώς δούλευα σε ένα έργο σχετικό με τις ιαματικές πηγές της Ελλάδας. Στα μουσουλμανικά χωριά της Θράκης οι άνθρωποι που συνάντησα μου εξέφρασαν το παράπονό τους ότι υπάρχει πλήρης αδιαφορία για την ύπαρξή τους και πολύ περισσότερο ήταν πεπεισμένοι ότι κανείς δεν επρόκειτο να ασχοληθεί μαζί τους και να γνωρίσει στους υπόλοιπους Έλληνες τον τρόπο ζωής τους, τις συνήθειες, τα έθιμα, τις δυσκολίες και τα όνειρά τους. Μου έλεγαν συγκεκριμένα “Εμείς είμαστε ξεχασμένοι εδώ από τον ίδιο το Θεό”. Η έκθεση φωτογραφίας στο Μουσείο Μπενάκη “Θράκη. Τόσο κοντά, τόσο μακριά. Ο μουσουλμανικός κόσμος της” έφερε τις μειονότητες της Θράκης (Τουρκογενείς, Πομάκους, Ρομά και Σουδανούς) πιο κοντά στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η συνεχής επίσκεψη του κόσμου στην έκθεση και η παράταση διάρκειας της μέχρι τις 12 Μαΐου το αποδεικνύουν. Όπως επίσης το ενδιαφέρον από τα ξένα μέσα. Επίσης ένα κομμάτι της έκθεσης είναι αφιερωμένο στην εκπαίδευση, τα μειονοτικά σχολειά και τα ιεροσπουδαστήρια, καθώς υπήρξε πολύμηνη άδεια φωτογράφησης και επιτόπιας έρευνας σχετικά με την διδασκαλία και το ζήτημα της παιδείας. Επίσης έχει προηγηθεί η έκδοση του ομώνυμου λευκώματος από τις εκδόσεις Καστανιώτη πριν 2 χρόνια με πολλές από τις φωτογραφίες που υπάρχουν στην έκθεση και άλλες ακόμα, καθώς και τη δημοσιογραφική έρευνα και τις συνεντεύξεις που κατέγραψε η δημοσιογράφος και συνεργάτιδά μου  σε διεθνείς και εσωτερικές αποστολές, Έλενα Μοσχίδη. Το λεύκωμα ήδη οδεύει προς εξάντληση.

Οι φωτογραφίες σας αντανακλούν, και σίγουρα προϋποθέτουν, την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και οικειότητας με τους φωτογραφιζόμενους. Πόσο χρόνο διήρκεσε η διαδικασία;

Χρειάστηκαν στην αρχή περισσότερα από ένα ταξίδια στην περιοχή μέχρι οι άνθρωποι που προσεγγίσαμε να πειστούν ότι ενδιαφερόμαστε σοβαρά να ασχοληθούμε με τα θέματα που τους απασχολούν και να καταγράψουμε τον τρόπο ζωής τους. Επί δυόμιση χρόνια ταξιδεύαμε συνεχώς Κομοτηνή, Ξάνθη φτάνοντας μέχρι τα πιο απομακρυσμένα χωριά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα που πολλές φορές η πρόσβαση ήταν δύσκολη κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα που ήταν αποκλεισμένα από το χιόνι. Φιλοξενία μας προσφέρθηκε παντού απλόχερα καθώς δεν υπήρχαν καταλύματα.

Το γεγονός ότι ήσαστε “ξένες”, και μάλιστα γυναίκες, ενόχλησε κάποιους ή δυσκόλεψε, σε ένα πρώτο στάδιο, την επικοινωνία;

Το ότι ήμασταν γυναίκες βοήθησε να εισέλθουμε στο άβατο του μουσουλμανικού κόσμου γιατί έτσι μπορέσαμε να μιλήσουμε με τις γυναίκες και να τις φωτογραφήσω σε πιο προσωπικές στιγμές, όπως όταν προσεύχονται στο σπίτι τους, όταν κολυμπούν στην θάλασσα, όταν δουλεύουν, βάφονται ή παίζουν με τα παιδιά τους. Πολλές φορές χρειάστηκε η άδεια από τους άντρες  για να μπούμε στα σπίτια τους, ιδιαίτερα στα χωριά όπου η κοινωνίες είναι πιο κλειστές. Φυσικά όταν φωτογράφιζα τους Ρομά δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ενώ οι Σουδανές γυναίκες κρυβόταν φοβούμενες μήπως και τους κλέψω την ψυχή, καθώς το αφρικανικό στοιχείο υπάρχει έντονο στην κοινωνία τους.

Υπήρξαν κάποιες στιγμές που χαράχτηκαν περισσότερο στη μνήμη σας- είτε αποτυπώθηκαν φωτογραφικά ή όχι- με αρνητικό ή θετικό τρόπο;

Κάθε ταξίδι ήταν μοναδικό στην περιοχή της Δυτικής Θράκης. Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιες στιγμές μόνο. Ο μόχθος των ανθρώπων για την καθημερινή επιβίωση είναι αυτό που με συγκίνησε. Ολόκληρα χωριά μπορεί να ήταν γεμάτα γυναίκες και παιδιά μιας και οι άντρες είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό της χώρας για να δουλέψουν στα καράβια ή σε εποχικές δουλειές για να ζήσουν τις οικογένειές τους. Μπορώ να ξεχωρίσω τα πανάρχαια έθιμα της πάλης και της γιορτής της Άνοιξης επίσης στα πομακοχώρια απερίγραπτης ομορφιάς του όλου τελετουργικού. Οι νέοι που ωριμάζουν γρήγορα και προσπαθούν να μορφωθούν παρά τη δυσκολία που έχουν με τη γλώσσα και να μάθουν για τον τόπο και την ιστορία τους. Η φιλοξενία που μας προσφέρθηκε και μου έφερε στο μυαλό εικόνες από την Ελλάδα του ’50 και του ’60.

Έχει εκτεθεί η δουλειά σας στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης και, αν ναι, πώς έγινε δεκτή;

Ακόμα δεν έχει ταξιδέψει η έκθεση στην περιοχή αλλά ευελπιστούμε ότι σύντομα θα γίνει κι αυτό μόλις βρεθούν οι πόροι και η τοποθεσία, έτσι ώστε οι ίδιοι να έρθουν να δουν από κοντά το έργο που κάναμε και τους αφορά άμεσα. Να τονίσω ότι η έκθεση φωτογραφίας έγινε εφικτή με την παραχώρηση της αίθουσας και τη διοργάνωση από το Μουσείο Μπενάκη αλλά και τη συνδιοργάνωση που ανέλαβαν  η Photometria (από το φεστιβάλ των Ιωαννίνων) και το Phototheatron.

Πηγή: εναντιοδρομίες