της Αγγέλικας Ψαρρά

«Κύριοι βουλευταί! Πιστεύω ότι ερμηνεύω τα αισθήματα πάντων υμών, εκφράζων την βαθείαν χαράν του Σώματος, διότι υποδεχόμεθα […] την πρώτην βουλευτίδα των Ελλήνων». Ήταν Φεβρουάριος του 1953 και ο πρόεδρος της Βουλής Ι. Μακρόπουλος προσφωνούσε την Ελένη Σκούρα του Ελληνικού Συναγερμού, η οποία είχε αναδειχθεί νικήτρια στις επαναληπτικές εκλογές της Θεσσαλονίκης αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον Ι. Πασαλίδη της ΕΔΑ και τη Β. Ζάννα της ΕΠΕΚ στην τρίτη. Από την πλευρά της, η πρώτη μητέρα του έθνους υποσχόταν, καταχειροκροτούμενη, να δικαιώσει τις προσδοκίες των Ελληνίδων και του Στρατάρχη Παπάγου.

Αυτομάτως, οι εξαιρετικά μακρόσυρτες όσο και επίπονες –για κάποιες, τουλάχιστον– διαδικασίες που οδήγησαν τις Ελληνίδες στις κάλπες και στα βουλευτικά έδρανα θα συρρικνώνονταν σε ένα άνευρο και ευθύγραμμο χρονικό, προσεκτικά αποκαθαρμένο από την ανυπακοή γένους θηλυκού που συνόδευσε κατά καιρούς τη διεκδίκηση της ψήφου. Αρχαϊκοί συμβολισμοί φρόντιζαν την τελευταία στιγμή να διασκεδάσουν τις όποιες ανδρικές ανησυχίες: οι γυναίκες γίνονταν δεκτές στο περίκλειστο ανδρικό άβατο στις 2 Φεβρουαρίου του 1953, ανήμερα της Υπαπαντής κατά την οποία οι «εθνικόφρονες» γυναικείες οργανώσεις γιόρταζαν την Ημέρα της Μητέρας. Πατρικό αντίδωρο κερδισμένο χάρη στη μητρική συνεισφορά τους στις πρόσφατες περιπέτειες του έθνους, η εκχώρηση της ψήφου μαρτυρούσε ότι τα δίκαια αιτήματά τους εισακούστηκαν, οι συνετοί αγώνες τους δικαιώθηκαν. Μοναδική προϋπόθεση της ισοπολιτείας η προσαρμογή τους σε κάποιες «θηλυκές» εκδοχές της ιδιότητας του πολίτη, η παραδοχή πως η «γυναικεία φύση» τους συνιστούσε την πρώτη ύλη από την οποία θα προέκυπτε η έννοια της πολίτισσας.

Εξήντα χρόνια μετά, την επέτειο προτίθεται να γιορτάσει η Βουλή των Ελλήνων (η μνεία και των Ελληνίδων, ως γνωστόν, πλεονάζει). Στο μεταξύ, εκπρόσωποι κομμάτων και γυναικείων οργανώσεων ανέλαβαν να την τιμήσουν σε συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ισότητας Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τίτλο «Οι αγώνες των γυναικών για το δικαίωμα της ψήφου» (21.12.2012). Και την τίμησαν, αναμασώντας, οι περισσότερες τουλάχιστον, κοινοτοπίες, υποπίπτοντας σε ανακρίβειες, επιμένοντας στις απαραίτητες μυθολογικές απαρχές των γυναικείων κινημάτων (από το «Ολοκαύτωμα του Ζαλόγγου» ως την απεργία των εργατριών της Νέας Υόρκης στα 1857). Και σαν να μην έφταναν αυτά, την καταδίκη της «φοιτητικής φασίζουσας βίας» πρόταξε η πρόεδρος της επιτροπής Κατερίνα Παπακώστα προεξοφλώντας, και δικαίως, την πρόθυμη σύμπραξη όσων από τις παριστάμενες ασπάζονται τις πολιτικές των τριών κυβερνητικών κομμάτων.

Στο κλίμα αυτό, η παρέμβαση της Αφροδίτης Σταμπουλή, εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου. Όχι μόνο γιατί επιχείρησε να υπογραμμίσει την έμφυλη όσο και ταξική διάσταση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, αλλά και γιατί έβαλε στη συζήτηση ένα καίριο κατά την κρίση της ζήτημα ορολογίας: η συνεχιζόμενη χρήση του γραμματικά λανθασμένου τύπου η βουλευτής, υποστήριξε, οδηγεί στην αορατότητα των γυναικών που βρίσκονται στα έδρανα της Βουλής. Εντοπίζοντας μια κάποια σκωπτική χροιά στο βουλευτίνα, η Α. Σταμπουλή αναρωτήθηκε γιατί ο ορθός γραμματικά τύπος η βουλεύτρια συνάντησε εξαρχής τόσες αντιδράσεις. Δεν μας αρέσει ο σωστός θηλυκός όρος που αντιστοιχεί στο αξίωμα, σημείωσε, επειδή δεν μας αρέσει η πραγματικότητα: ότι, δηλαδή, άτομα γένους θηλυκού βρίσκονται σ’ αυτό το αξίωμα.

Παλιό το πρόβλημα, κουβαλά κι αυτό στην πλάτη του τα χρόνια της γυναικείας ψήφου. Κορεσμένη λίγο πολύ και η συζήτηση για τις εξωγλωσσικές αιτίες που δυσχεραίνουν, αν δεν απαγορεύουν, τη δημιουργία θηλυκών τύπων, όταν πρόκειται για τα περιβόητα επαγγελματικά ουσιαστικά «κύρους». Δεν έχει νόημα να επιμείνω: κοντά είκοσι πέντε χρόνια μετά, κι όσες απαντήσεις κι αν δόθηκαν κατά καιρούς στο καίριο ερώτημα της Άννας Φραγκουδάκη «γιατί δεν υπάρχουν βουλεύτριες παρά μόνο χορεύτριες;», πάμπολλες γυναικείες επαγγελματικές δραστηριότητες συνεχίζουν να βολεύονται με τον αρσενικό τύπο — να φοράνε «γλωσσικά μουστάκια», που θα έλεγε και ο Νίκος Σαραντάκος.

Την ώρα, πάντως, που η Ελένη Σκούρα περνούσε το κατώφλι της Βουλής, για την ονομασία του αξιώματός της έριζαν εφτά διαφορετικές εκδοχές, «περισσότερες και από τις υποψήφιες της Θεσσαλονίκης», όπως σημείωνε τότε ο Μ. Τριανταφυλλίδης: βουλευτής, βουλευτού, βουλευτίς, βούλευτις, βουλεύτρια, βουλεύτρα, βουλευτίνα. Το βουλευτίς προτιμούσε ο πρόεδρος της Βουλής Μακρόπουλος, το βουλευτίνα ο διευθυντής του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Α. Παπαδόπουλος, το βουλεύτρια ο Η. Τσιριμώκος και ο Σπ. Μαρινάτος: ως «εύηχο» και σύμφωνο με την «αττική παράδοση» το πρώτο, ως «γνήσιο δημοτικό τύπο» το δεύτερο, ως «ορθό γραμματικά» και ικανοποιητικό τόσο για δημοτικιστές όσο και για καθαρευουσιάνους το τρίτο. Στη σχετική διαμάχη, βέβαιος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επικρατήσει το η βουλευτής εμφανιζόταν ο Α. Παπαδόπουλος, ενώ σίγουρος για το βουλεύτρια δήλωνε ο Σπ. Μαρινάτος απορρίπτοντας ως ανδρωνυμικό το βουλευτίνα (=η γυναίκα του βουλευτή). Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση, ο Τριανταφυλλίδης υποστήριζε τη λύση η βουλευτίνα, θεωρώντας θεμιτή σε ορισμένες περιστάσεις και τη χρήση της λέξης βουλευτής ως κατηγορούμενο (=γυναίκες βουλευτές).

Στο μεταξύ, οι εφημερίδες έδειχναν ήδη την προτίμησή τους στους δύο τύπους που σύντομα θα επικρατούσαν: η βουλευτής και η βουλευτίνα. Από την πλευρά τους, οι γυναικείες οργανώσεις της εποχής δεν έμοιαζαν διατεθειμένες να ασχοληθούν συστηματικά με το θέμα: την πρώτη Ελληνίδα βουλευτή τίμησαν στο πρόσωπο της Ελένης Σκούρα, ενώ ως «εκπρόσωπο του γυναικείου κόσμου της Ελλάδος» επέλεξε να την προσφωνήσει η Λίνα Τσαλδάρη σε εκδήλωση του Λυκείου Ελληνίδων. Τρία μόλις χρόνια αργότερα, ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας φρόντιζε να συγχαρεί θερμά τη Βάσω Θανασέκου για την ανάδειξή της «ως βουλευτού Αθηνών».

Από τότε η συζήτηση γνώρισε κάμποσες κατά καιρούς αναζωπυρώσεις. Περιορίζομαι να θυμίσω πως τη βουλεύτρια υποστήριξε στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ο Αγαπητός Τσοπανάκης, τη βουλευτίνα αντιπρότεινε λίγα χρόνια αργότερα ο Εμμανουήλ Κριαράς. Και πως ο Τσοπανάκης μίλησε για τη «διαφορά ήθους» που διακρίνει τους δύο τύπους — το κύρος της βουλεύτριας, την οικειότητα ή την έλλειψη σεβασμού που μαρτυρεί το βουλευτίνα. Δεν θα σταθώ στη νεότερη φουρνιά που πήρε στη συνέχεια τη σκυτάλη: οι πιο πρόσφατες προτάσεις είναι λίγο πολύ γνωστές, ενώ σημαντικό μέρος τους είναι προσιτό στο διαδίκτυο. Είναι βέβαιο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, βασικό μέλημα της συνομιλίας παραμένει η εξομάλυνση των θηλυκών επαγγελματικών σύμφωνα με το γλωσσικό σύστημα της δημοτικής. Μολαταύτα, δεν λείπουν και προσεγγίσεις που, προκειμένου να κατανοήσουν τη γραμματική αυτή παραδοξότητα, παίρνουν υπόψη τους τα ευρήματα πρόσφατων αναλύσεων σχετικών με τον γλωσσικό σεξισμό ή, καλύτερα, με την τόσο δυσερμήνευτη διαπλοκή της γλώσσας με το φύλο.

Όπως και να έχει, το ζήτημα μοιάζει να έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο, καθώς εδραιώνεται πια η αρσενική κατάληξη που δανείστηκαν –, υποτίθεται– πάμπολλα θηλυκά επαγγελματικά ουσιαστικά. Πρόκειται, κατά κοινή ομολογία, για τη χειρότερη δυνατή εξέλιξη. Ασφαλώς και δεν προσβλέπω στη συγκρότηση ενός αντισεξιστικού γλωσσικού οδηγού. Διόλου δεν με γοητεύει το όραμα μιας άνωθεν επιβεβλημένης «καθαρής» γλώσσας. Μήπως, ωστόσο, έφτασε η ώρα να παραδεχτούμε ότι κάποια λύση πρέπει επιτέλους να δοθεί στις τόσες επαγγελματικές ιδιότητες γένους θηλυκού που παραμένουν δίχως όνομα;

Εξήντα χρόνια μετά την είσοδο της Ε. Σκούρα στο Κοινοβούλιο, οι γυναίκες που τη διαδέχτηκαν –και είναι πια πολλές– αυτοαποκαλούνται συνήθως βουλευτές, ενώ οι άλλοι τις αποκαλούν συνήθως βουλευτίνες. Όχι, δεν έχει πρόβλημα το βουλευτίνες. Μόνο που διαιωνίζει, φοβάμαι, εκείνο το άθλιο η βουλευτής. Και το ενισχύει: γιατί, όσο κι αν δεν μας αρέσει, οι συνδηλώσεις του ενός (το κύρος της βουλευτού) τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από τις συνδηλώσεις του άλλου (την έλλειψη γοήτρου της βουλευτίνας).

Δεν τρέφω αυταπάτες: αρκετές γυναίκες –και όχι μόνο στο Κοινοβούλιο– αισθάνονται μια χαρά με την αρσενική εκδοχή του επαγγέλματός τους. Δεν την υφίστανται, την επιλέγουν. Αντιλαμβάνομαι ακόμη πως το βουλεύτρια ξενίζει∙ ελάχιστες το αποτόλμησαν ίσαμε σήμερα. Ανάμεσά τους μετρημένες στα δάχτυλα πολιτικοί, η Φεμινιστική Πρωτοβουλία για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και ο ιστότοπος fylosykis.gr, ενώ μια κάπως παλιότερη σχετική πρωτοβουλία του Περικλή Κοροβέση δεν πρέπει να είχε συνέχεια. Μολαταύτα, η πρόταση της Αφροδίτης Σταμπουλή συνιστά μιαν ενδιαφέρουσα πρόκληση: πόσες άραγε από τις άμεσα ενδιαφερόμενες θα δέχονταν σήμερα να διεκδικήσουν συλλογικά τη γλωσσική ορατότητα της επαγγελματικής τους ιδιότητας;

Πηγή: Ενθέματα