της Έφης Μαρίνου

Μια ιδιαίτερα τολμηρή νεανική ομάδα με σκηνοθέτρια την Ελένη Ευθυμίου άλλαξε, βέβαια, τον τίτλο σε «…», αλλά κράτησε ρόλους, θέμα και φιλοσοφική ματιά του μεγάλου Σουηδού πάνω στη γυναικεία φύση, την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση.

Κάποιοι τη θεωρούν την πιο προσωπική ταινία του Μπέργκμαν. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος πάντως την τοποθετούσε στο πάνθεον των δέκα καλύτερων ταινιών όλων των εποχών. Ποιος ξεχνάει την Μπίμπι Αντερσον και τη Λιβ Ούλμαν στην «Περσόνα»; Το αριστούργημα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν γίνεται τώρα θεατρική παράσταση. Στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ανεβαίνει στις 2 Οκτωβρίου με τίτλο «…».

Η ασπρόμαυρη, αινιγματική και πιο προσωπική δουλειά του Μπέργκμαν αγγίζει τα όρια πρωτότυπου ψυχολογικού θρίλερ. Μινιμαλιστική στην κατασκευή της, συνιστά ένα συναρπαστικό δοκίμιο πάνω στο δισυπόστατο, που από την εποχή της προβολής της αποτέλεσε σημείο κινηματογραφικής αναφοράς και πρoκάλεσε συζητήσεις γύρω από την τέχνη, και όχι μόνο.

Κι εδώ το οντολογικό στοιχείο, όπως στις περισσότερες ταινίες του Σουηδού δραματουργού, βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος: η αναζήτηση της ταυτότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ ενώ υποδύεται την Ηλέκτρα χάνει τη φωνή της και καταρρέει. Απομονώνεται σε μια ερμητική σιωπή και εγκαθίσταται σ” ένα παραθαλάσσιο σπίτι μαζί με μια νοσοκόμα. Η Αλμα τη φροντίζει και της μιλάει προσδοκώντας να ανακαλύψει τους λόγους που τη βύθισαν στη σιωπή για να την επαναφέρει στο σήμερα. Το αποτέλεσμα είναι να εξομολογείται όλη της ζωή και τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά της. Μεταξύ τους, η μια σωπαίνοντας και η άλλη μιλώντας, δημιουργείται μια διαλεκτική σχέση που παίρνει περίεργες διαστάσεις αφού οδηγείται στην απόλυτη ταύτιση των γυναικών. Η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση συμπλέκονται. Αραγε πρόκειται για δύο πρόσωπα ή για ένα το οποίο συνδιαλέγεται με το βαθύτερο και άγνωστο εγώ του;

Η παράσταση ακολουθεί τη φιλοσοφική ματιά του σκηνοθέτη πάνω στη γυναικεία φύση, διαδικασία που μπορεί να «διαβαστεί» και ως αλληγορία για την ίδια την τέχνη. Ακόμα και ο τίτλος, «Περσόνα», σχολιάζει τους ρόλους, τα διαφορετικά πρόσωπα που ενσαρκώνουν οι ηθοποιοί. Η σιωπή χρησιμοποιείται ως βασικό δομικό στοιχείο της δραματουργίας στην παράσταση, που επιλέγει ως τίτλο τα αποσιωπητικά: «…». Το δίλημμα που προβάλλει είναι αν μπορεί κανείς να είναι δυο πρόσωπα την ίδια στιγμή.

Ο Μπέργκμαν εμπνεύστηκε το σενάριο, ακόμα και τη σκηνοθεσία, μέσα από μια δική του εμπειρία, μια διανοητική ακροβασία στην οποία επιδόθηκε ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, ανήμπορος σωματικά και αποδομημένος ψυχικά. Ο ίδιος λέει: «Το 1965 μπήκα στο νοσοκομείο για να κάνω μία εγχείρηση. Στη διαδικασία της αναισθησίας βρέθηκα σε μια μεταιχμιακή κατάσταση. Ο εαυτός ήταν ταυτόχρονα παρών και απών. Τότε μου γεννήθηκε η ιδέα να κάνω την “Περσόνα”. Την ονόμασα ποίημα σε εικόνες. Προσπαθούσα να συνδυάσω την περίεργη αίσθηση δύο εαυτών, ενός σιωπηλού ασυνειδήτου και ενός ακατάπαυστα ομιλητικού συνειδητού. Σαν σε όνειρο, οι δύο νοσοκόμες που βρίσκονταν στο δωμάτιο έμοιαζαν να είναι ένα πρόσωπο». Αργότερα θα δηλώσει: «Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτή η ταινία μού έσωσε τη ζωή. Εάν δεν είχα βρει τη δύναμη να την κάνω, θα είχα τελειώσει». Η ταινία ολοκληρώθηκε μέσα σε έξι μήνες. Ηταν η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης δεν νοιάστηκε καθόλου αν γινόταν και εμπορική επιτυχία.

«Η παράσταση κινείται από τον λόγο στη σιωπή και από τον Εαυτό στον Αλλο» σημειώνει η σκηνοθέτρια της παράστασης Ελένη Ευθυμίου. «Η σχέση ώσμωσης που αναπτύσσουν οι δύο γυναίκες αποτελεί πορεία από τις συγκεκριμένες ταυτότητες που φέρουν, στην απώλεια και την ανασυγκρότησή τους. Μια διαδρομή από τον κοινωνικό ρόλο στον ρόλο του μύχιου Εγώ. Τα πρόσωπα συγχέονται, σχεδόν συγχωνεύονται, κι ο προσδιορισμός παραίσθησης και πραγματικότητας είναι ένα παιχνίδι που θα παιχτεί μέχρι τέλους. Μέχρι να πάψει να έχει ενδιαφέρον…».

Το κείμενο του Μπέργκμαν ήταν αντικείμενο πτυχιακής της Μαριλού Βόμβολου, που παίζει τη νοσοκόμα, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου. Η παράσταση ξεκίνησε μέσα σε ένα ασφαλές εκπαιδευτικό περιβάλλον. Τα πρόσωπα του έργου, η γιατρός που κάποια στιγμή χάνει τον έλεγχο του πειράματος, ένας τεχνικός σκηνής που παραπέμπει στο αγόρι της ταινίας, ο σύζυγος, έτσι όπως έρχεται από το όνειρο της Αλμα, βρίσκονται συνεχώς στη σκηνή.

«Παρακολουθούμε πώς αναπτύσσεται η σχέση των δύο γυναικών. Πώς πλησιάζουν η μία την άλλη, πώς εκτίθεται σε διαφορετικά επίπεδα η κάθε μια, πώς βαθμιαία μεταβάλλονται οι ρόλοι θεραπευτή-θεραπευόμενου μέχρι να οδηγηθούν στην απόλυτη ταύτιση» λέει η Μαριλού Βόμβολου. «Στόχος δεν είναι να αναπαραστήσουμε το ανυπέρβλητο σύμπαν του Μπέργκμαν. Η προσέγγιση μέσω της σκηνής ορίζει αλλιώς τα πράγματα. Φυσικά η αναμέτρηση είναι τεράστια. Ολοι, ο καθένας στο πόστο του, προσπαθήσαμε να δουλέψουμε με σοβαρότητα πάνω σ’ αυτό το μοναδικό έργο».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών