του Γιάννη Κοντού

Η Αρλέτα δε χρειάζεται συστάσεις. Επί 45 και πλέον χρόνια, από τα πρώτα της βήματα στα πλαίσια τότε του «Νέου Κύματος», μέχρι τις κατοπινές της διαδρομές, έχει υπηρετήσει τη μουσική, το τραγούδι και τη σύνθεση με ευγένεια, σεμνότητα και τρυφερότητα. Με αφορμή τη σειρά live εμφανίσεών της στον «Ιανό» στις 13, 20 και 27 Δεκεμβρίου (στην πρώτη και την τρίτη μαζί με τον Βαγγέλη Γερμανό, στη δεύτερη με τον Λάκη Παπαδόπουλο), κουβεντιάζουμε μαζί της.

Σαν τι γυρεύει, αλήθεια, το τραγούδι στις ζωές μας; Πώς ξεκίνησε η δικιά σας ενασχόληση με τη μουσική, το τραγούδι, μετέπειτα με τη σύνθεση;

Ό,τι έκανα, εκτός από τη σύνθεση και τους στίχους, που καθυστέρησαν κάπως, το έκανα από πολύ μικρή, από τριών χρονών περίπου. Από τότε δεν έκανα τίποτε άλλο. Για μένα αυτό που κάνω δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ζωής.

Πέστε μου για τους ανθρώπους που συναντήσατε στα πρώτα σας βήματα και στα κατοπινά χρόνια…

Είχα την τύχη να έχω πάρα πολύ καλούς δασκάλους και να συναντήσω αξιόλογους ανθρώπους. Είχα μία καθηγήτρια στο Γυμνάσιο, η οποία λεγόταν Αντιγόνη Θρεψιάδη. Αν υπήρχαν δέκα σαν κι αυτή, η Ελλάδα θα ήταν αλλιώς και το εννοώ αυτό. Υπήρξε παντελώς και παγκοσμίως άγνωστη, αλλά αυτοί που έχουν πάρει τα φώτα της τη θυμούνται σε όλη τους τη ζωή. Είχα εξαιρετικούς δασκάλους στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν έχω σπουδάσει μουσική, έχω σπουδάσει ζωγραφική. Μουσικός είμαι ερασιτέχνης, αλλά τραγουδούσα από πάρα πολύ μικρή, γιατί τραγουδούσε εξαιρετικά ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν γιατρός. Υπήρχε μια περιρρέουσα καλλιτεχνία και στις δύο οικογένειες, και του πατέρα και της μητέρας μου, κι «έσκασε», φαίνεται, χειρότερα απ’ όλους σε μένα.

Το συσσωρευμένο ταλέντο φαίνεται ότι βρήκε στο πρόσωπό σας την αντανάκλασή του στο πολλαπλάσιο!

Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό, το σίγουρο, πάντως, είναι ότι εγώ είμαι εκ γενετής καλλιτέχνις.

Η συνάντησή σας με τον Αλέκο τον Πατσιφά πόσο καθοριστική υπήρξε;

Για μένα ο Αλέκος ο Πατσιφάς ήταν ο καλύτερος παραγωγός που έχει περάσει από την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι «έβγαλε» τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τους συνθέτες του «Νέου Κύματος» και τους στιχουργούς- άλλαξε το ελληνικό τραγούδι. Η συνάντησή μου μαζί του οφείλεται στον Γιώργο τον Παπαστεφάνου, ο οποίος πια είναι ένας πολύ καλός φίλος κι ένας άνθρωπος που αγαπώ πολύ βαθιά. Μου αρέσει, έχει μια ευγένεια που μου λείπει γενικώς- όχι μόνο τώρα, αλλά και πάντοτε. Αγαπάω πολύ τους ευγενικούς ανθρώπους κι ο Γιώργος είναι ένας ευγενικός άνθρωπος. Θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κάποιος «ευγενή της παλαιάς σχολής». Είναι Ροδίτης και είναι «πρίγκιπας». Επίσης, πολύ σημαντικοί είναι οι άνθρωποι, με τους οποίους συνεργάστηκα. Ο πρώτος που μου έδωσε πολύ σπουδαία τραγούδια ήταν ο Γιάννης ο Σπανός. Μου έδωσε τον «εθνικό μου ύμνο», το «Μια φορά θυμάμαι», σε μια εποχή που ήμουν παντελώς άγνωστη, τότε πρωτοεμφανιζόμουν. Ουδέποτε είχα σκεφτεί να γίνω τραγουδίστρια, ούτε ότι θα το έκανα για επάγγελμα. Ίσως γιατί για μένα επαγγελματίας καλλιτέχνης είναι σχήμα οξύμωρο. Η τέχνη δεν είναι επάγγελμα, είναι προορισμός. Και είσαι φορέας, όχι ιδιοκτήτης της. Έχω ζήσει από αυτό και χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί, ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου, το έχω πληρώσει με τραγούδια.

Η συνάντησή σας με τον Μάνο Χατζιδάκι;

Με τον Μάνο Χατζιδάκι δεν είχα ποτέ μου ιδιαίτερες σχέσεις. Τον είχα συναντήσει δυο-τρεις φορές, μου είχε φερθεί πάρα πολύ ευγενικά, ήταν ένας άνθρωπος που μου λείπει. Μου λείπουν οι προσωπικότητες αυτού του τύπου, που δεν υπάρχουν πια. Ήταν πολύ αξιόλογος άνθρωπος, άφηνε χνάρι σημαντικό και ωραίο. Επίσης, είχα δασκάλους τον Γιάννη τον Μόραλη, τον Παντελή τον Πρεβελάκη και τον Γιάννη τον Σαββατιανό, ανθρώπους μοναδικούς στο είδος τους. Τους χρωστάω πολλά. Γι’ αυτό και προσπαθώ να κρατιέμαι και να μην προδώσω αυτά που μου έδωσαν.

Νοσταλγείτε, επομένως, κάποιους ανθρώπους ή κάποιες στιγμές;

Είναι πάρα πολλοί, είμαι κοντά σαρανταπέντε χρόνια στο τραγούδι. Δεν τα έχω κλείσει ακόμη, αλλά, όπου να ‘ναι, έρχονται. Δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου να έχει μελετηθεί σοβαρά η εποχή αυτή. Και το εννοώ. Γιατί, ξέρετε, για μένα η τέχνη είναι σοβαρό πράγμα, όχι βαρύ.

Πώς αξιολογείτε το επίπεδο της μουσικής δημιουργίας στην εποχή μας;

Θα του έβαζα ένα μείον πέντε. Από όσα υποπίπτουν στην αντίληψή μου, που είναι αυτά, τα οποία ακούγονται. Γιατί υπάρχουν κι αυτά που δεν ακούγονται, τα οποία μπορεί να είναι πολύ πιο αξιόλογα. Πολλές φορές συμβαίνει αυτό. Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά, πολύ αξιόλογα, στα οποία εύχομαι να καταφέρουν να ξεφύγουν, να ξεκολλήσουν και να «κλωτσήσουν» καλά κάποια στιγμή. Γιατί χρειάζονται κλωτσιές πια, όχι χάδια.

Κρατάτε επαφή με νέους καλλιτέχνες, τους ενθαρρύνετε, σας ακούν;

Δεν πιστεύω ότι ένας μεγαλύτερος πραγματικά φροντίζει τους νεώτερους. Οι καλλιτέχνες είναι σαρκοφάγα, ξέρετε. Μου έχει τύχει να βοηθήσω ανθρώπους και μετά από πολλά χρόνια το αναγνώρισαν, γιατί ο τρόπος, με τον οποίο βοήθησα, δεν ήταν «έλα, χρυσό μου παιδάκι, να σου κάνω δίσκο»- ήταν κουβέντα, ενθάρρυνση, όχι κάτι περισσότερο. Δεν μπορώ να πω ότι έχω «βγάλει» νέους καλλιτέχνες. Δε θα μπορούσα να το κάνω, γιατί δεν είχα και τα μέσα.

Αισθάνεστε, ακόμη, λίγο σαν την «τρελή του χωριού»;

Δεν αισθάνομαι σαν τον «τρελό του χωριού», αισθάνομαι ότι ζω στην εποχή της σχιζοφρένειας. Είναι μια τέτοια εποχή, δεν ξέρω αν οι προηγούμενες ήταν καλύτερες. Τόσο καιρό που είναι κυρίαρχος ο άνθρωπος στον κόσμο, αυτό που έχει καταφέρει είναι να σκοτώνεται, να σφάζει και να καταστρέφει. Αν αφαιρέσω ένα μέρος της τέχνης του, που είναι ο μόνος λόγος, για τον οποίο μπορώ να τον ανεχτώ, κατά τα άλλα είναι πολύ χειρότερος από τα ζώα. Με το μυαλό που διαθέτει, θα έπρεπε αυτή τη στιγμή η γη να είναι ένας παράδεισος. Δεν είναι. Για κάποιους μπορεί, αλλά για πολύ λίγους.

Εξακολουθείτε να τρέφετε ελπίδες για τα παιδιά, μικρά ή μεγαλύτερα, ή να θεωρείτε ότι αποτελούν ελπίδα;

Ναι, εξακολουθώ να το πιστεύω. Αλίμονο αν δεν το πίστευα! Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα καταφέρουν να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι από τους προηγούμενους. Κι ελπίζω πως αυτή η γενιά θα είναι καλύτερη από μας. Δε θέλω να ελπίζω, θέλω να το πιστεύω. Δε μου αρέσει η ελπίδα, μου αρέσει η πίστη.

Πώς βιώνετε την Αθήνα;

Υπάρχουν κάποια υπολείμματα από γειτονιές, κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι που έχουν συναίσθηση του τι είναι αυτή η πόλη. Δεν υπάρχει η Αθήνα με το πνεύμα που είχε κάποτε. Το χαρακτηριστικό αυτής της εποχής είναι η πλήρης αποπνευματοποίηση. Όλα μετριούνται με μονέδα και συμφέρον- με τίποτε άλλο. Για μένα, όταν όλα μετριούνται έτσι, δε μου λένε και πολλά.

Η πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου, σας απασχολεί;

Αν είχε μια υπόσταση, θα με απασχολούσε. Κάτι, το οποίο δεν επιτελεί τον προορισμό του, είναι στείρο. Και τα στείρα πράγματα μέχρι ενός σημείου τα παρακολουθώ, ελπίζοντας ότι θα πάψουν να είναι στείρα. Είμαι πια πολύ μεγάλη, για να ελπίζω κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχουν ηγέτες, όχι μόνο στην Ελλάδα. Ο τελευταίος μου φαίνεται ότι πέθανε πριν από λίγες μέρες, ήταν ο Μαντέλα. Αυτός ήταν ηγέτης. Κατάφερε να γλιτώσει ένα λαό από μια φριχτή σφαγή. Αυτό, για μένα, είναι ό,τι σημαντικότερο μπορεί να κάνει κάποιος. Ομολογώ ότι στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Μπορώ να σας πω ότι έκλαψα γι’ αυτόν, χωρίς να τον γνωρίζω. Το να είσαι δεκαετίες στη φυλακή και βγαίνοντας να μην έχεις μέσα σου ούτε ένα γραμμάριο μίσους απέναντι σε όσους σου κατέστρεψαν τη ζωή είναι συγκλονιστικό. Αυτός ήταν άνθρωπος. Εγώ δε νομίζω ότι θα κατάφερνα να είμαι έτσι. Από την αγωγή μου έμαθα να εκτιμώ πολύ τους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι άνθρωποι, επειδή με μεγάλωσε ένας άνθρωπος που ήταν έτσι- ο πατέρας μου, αλλά και η μητέρα μου. Δε θεωρώ σημαντικό να παριστάνουμε τον φιλάνθρωπο και μέσω της φιλανθρωπίας να γινόμαστε και διάσημοι, αλλά το να προσπαθούμε να γίνουμε άνθρωποι, γιατί δε γεννιόμαστε έτσι. Ο άνθρωπος γεννιέται ένα ζωάκι, όχι και πολύ σπουδαίο.

Πριν από μερικά χρόνια αντιμετωπίσατε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, από το οποίο, ευτυχώς, βγήκατε αλώβητη…

Πριν από μερικά χρόνια ήταν το χειρότερο. Δε βγήκα τελείως αλώβητη. Όταν μένεις για πολύ καιρό στα νοσοκομεία, αλώβητος δε βγαίνεις ποτέ.

Με την έννοια ότι παραμένετε όχι απλώς ζωντανή, αλλά και δημιουργική. Υπήρξαν στιγμές που φοβηθήκατε πολύ;

Με αυτή την έννοια ναι. Την ώρα που συνέβαιναν αυτά, δεν είχα συναίσθηση. Αργότερα φοβήθηκα. Και τώρα φοβάμαι πολύ. Προσπαθώ να αποβάλω αυτό το πράγμα. Δεν είναι εύκολο, αλλά προσπαθώ.

Δίνετε ακόμη συναυλίες, ωστόσο, κι αυτό είναι ενδεικτικό.

Δεν είναι επάγγελμα αυτό που κάνω. Αν ήταν επάγγελμα, θα το είχα σταματήσει. Είναι τρόπος ζωής. Όσο ζω, αυτό θα κάνω, στο μέτρο που μπορώ.

Το γεγονός ότι στο παρελθόν ίσως είχατε τη δυνατότητα, μια δεδομένη χρονική στιγμή, να ακολουθήσετε μια διεθνή σταδιοδρομία, κάτι που δε συνέβη, σας έχει αφήσει μια αίσθηση ανικανοποίητου;

Καθόλου. Ήμουν πάρα πολύ ευχαριστημένη να βρίσκομαι σε αυτόν τον τόπο. Γιατί έχει πολλά καλά, κι αυτή τη στιγμή τα σκοτώνει ένα-ένα. Κι αυτό είναι που με σκοτώνει κι εμένα. Η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν διάσημη για τον πλούτο της, ήταν για άλλα πράγματα. Όταν βγήκα στο εξωτερικό στη διάρκεια της Χούντας, το μόνο που ζήλεψα ήταν η οργάνωση και τα μέσα που είχαν, τίποτε άλλο. Δε χρειάστηκε να ζηλέψω κάτι άλλο. Πιστεύω ότι είχα περισσότερα από αυτούς, σε πολλά επίπεδα, κι εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα έχω, αρκεί να τα ξέρω και όχι να τα αποποιούμαι. Το ότι καταστρέφομαι οικονομικά δε σημαίνει πως καταστρέφεται και το πνεύμα μου. Αν δεν το έχω, όμως, δεν το έχω. Στην αντίθετη περίπτωση, το χρωστάω, γιατί κάποιοι μου το έδωσαν.

Βλέπετε κάποια διέξοδο;

Τη διέξοδο θα τη δώσουν μόνο οι άνθρωποι που θα πάρουν απόφαση ότι δεν είναι πελάτες αυτού του τόπου, αλλά αυτοί που τον συντηρούν. Αν έμπαινα σε μία τάξη, το μόνο που θα ζητούσα από τα παιδιά είναι να μάθουν απ’ έξω την «Ιθάκη» του Καβάφη. Μόνο αυτό. Αν πραγματικά τη μάθουν, δε χρειάζεται να μάθουν τίποτε άλλο, για μένα. Αυτός ο τόπος είναι φτωχός από υλικά πράγματα, αλλά πάρα πολύ πλούσιος. Στην πραγματικότητα, ούτε από υλικά είναι φτωχός, αλλά από τη στιγμή που υπάρχουν τέτοιοι «καρχαρίες» γύρω γύρω… Όταν, όμως, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού κοιτάει πώς να «φάει», είναι απόλυτα φυσικό αυτός ο τόπος να είναι φτωχός. Δε θα γίνει ποτέ του πλούσιος. Πλούσιος είναι ο τόπος, ο οποίος αυτά που έχει τα εκτιμάει και τα διαχειρίζεται λογικά.

Οι επόμενες εμφανίσεις της Αρλέτας στον «Ιανό» (Σταδίου 24) είναι στις 20 Δεκεμβρίου (με τον Λάκη Παπαδόπουλο) και στις 27 Δεκεμβρίου (με τον Βαγγέλη Γερμανό). Ώρα έναρξης: 21:30.

Πηγή: Εναντιοδρομίες