Προερχόμενοι και προερχόμενες από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, οι συγγραφείς των παρακάτω κειμένων συναντηθήκαμε ως συμφοιτητές και συμφοιτήτριες του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας, διατμηματικού μεταπτυχιακού μεταξύ των τμημάτων Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Κατά το εαρινό εξάμηνο της χρονιάς 2016-2017, παρακολουθήσαμε το σεμινάριο Φύλο και Τεχνολογία, με καθηγήτρια την κ. Μαρία Ρεντετζή. Έχοντας μελετήσει, κατά τη διάρκεια του εξαμήνου, ποικιλία άρθρων σχετικά με το ζήτημα, επέλεξε ο καθένας και η καθεμιά μας το θέμα της εξαμηνιαίας εργασίας του. Εξαίρεση αποτελεί η Θέμις Κανετάκη, της οποίας το θέμα αποτελεί μέρος διπλωματικής εργασίας. Οι εργασίες αυτές παρουσιάστηκαν στις 8 Νοεμβρίου 2017 σε ημερίδα που διοργανώθηκε στη σχολή ΙΦΕ και είχε τίτλο Σουτιέν, Γυναικολογικές Καρέκλες και Πλυντήρια: Τι σχέση έχει το φύλο με την τεχνολογία. Περιλήψεις των εργασιών αυτών παρουσιάζονται στα παρακάτω κείμενα.

***

του Ηρακλή Βογιατζή και της Ελένης Γρηγοριάδη 

Έμφυλος Λόγος

Η σχέση λόγου ή/και γλώσσας και φύλου έχει αποτελέσει (και ακόμα φυσικά αποτελεί) σημαντικό πεδίο προβληματισμού και μελέτης για πολλούς τομείς όπως η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία καθώς επίσης και για το φεμινιστικό κίνημα. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι είχαμε δυο μεγάλες προσεγγίσεις: η μια δίνει έμφαση στο πώς το φύλο αναπαρίσταται από τη γλώσσα και η άλλη μελετά τον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα (γυναίκες και άντρες) χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Με βάση κυρίως αυτούς τους άξονες έχουν διατυπωθεί διαφορετικές προσεγγίσεις κάθε μια από τις οποίες επικεντρώνεται σε μια διαφορετική πτυχή του ζητήματος. Οι κυρίαρχες προσεγγίσεις του φεμινισμού για το ζήτημα αυτό είναι τέσσερις (S.A.Speer, 2005): η σεξιστική γλώσσα, η κοινωνιογλωσσολογική αλληλεπίδραση και η εθνογραφία της επικοινωνίας, κριτικές προσεγγίσεις που αντλούν πληροφορίες από θεωρήσεις όπως ο μεταδομισμός ή η ψυχανάλυση και προσεγγίσεις που αντλούν το περιεχόμενό τους από την εθνομεθοδολογία (Ethnomethodology or EM) και την αναλυτική της συζήτησης (Conversation Analytic or CA).  Πλέον αυτές οι δυο γραμμές θεωρούνται σαν μια και το βάρος έχει δοθεί στον λόγο (discourse) και όχι απλά στη γλώσσα και στις μεμονωμένες λέξεις. Οι δυο πρώτες κατηγορίες αναπτύχθηκαν υπό το φως του πρώτου διαχωρισμού ενώ στη νέα θεώρηση του λόγου (discourse) τοποθετούνται οι δυο τελευταίες.

Λίγο πιο συγκεκριμένα για τις τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε:

1) Σεξιστική Γλώσσα

Η προσέγγιση αυτή έχει σαν αφετηρία τη θεώρηση ότι η γλώσσα αποτελεί ουσιαστικά ένα ιδεολογικό φίλτρο για τον κόσμο, όπως διατυπώθηκε από τους Ehrlich and King (1994) και έχει ως βασικό άξονα μελέτης το πώς το φύλο αναπαρίσταται στη γλώσσα. Σε αυτήν την περίπτωση, στη γλώσσα αντανακλάται μια σεξιστική και ετεροφυλόφιλη μορφή της πραγματικότητας και παράλληλα διαιωνίζεται μέσω αυτής.

2) Κοινωνιογλωσσολογική αλληλεπίδραση και εθνογραφία της επικοινωνίας

Η γραμμή μελέτης εδώ βρίσκεται στο πώς τα υποκείμενα χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Η έμφαση δίνεται στη σχέση φύλου, γλώσσας και πολιτισμού και έχει τις ρίζες της στην ανθρωπολογία και στη γλωσσολογία. Η διαφορά στη χρήση της γλώσσας οφείλεται, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, σε δημογραφικά και μακροκοινωνικά χαρακτηριστικά όπως η τάξη, το φύλο και το πλαίσιο στο οποίο γίνεται η εκφορά μιας πρότασης. Συμπληρωματικά, η εθνογραφία της επικοινωνίας παίρνει ως βασικά χαρακτηριστικά για την κατανόηση της χρήσης της γλώσσας την εθνικότητα, την κοινωνική τάξη και το πλαίσιο εκφοράς. Οι μελετητές εδώ, εστιάζουν είτε σε πολιτισμικές ομάδες εκτός του δυτικού πολιτισμού είτε σε ομάδες του δυτικού πολιτισμού οι οποίες αποτελούνται από μειονότητες.

3) Κριτικές προσεγγίσεις που αντλούν πληροφορίες από θεωρήσεις όπως ο μεταδομισμός ή η ψυχανάλυση

Γενικά πρόκειται για μια πολιτικά προσανατολισμένη (αριστερή ή σοσιαλιστική κατά κύριο λόγο) και «από πάνω προς τα κάτω» ιδεολογία. Οι μελετητές που την ασπάζονται επικεντρώνονται στις έννοιες της εξουσίας, της ιδεολογίας και του εαυτού, με τις έρευνές τους να διεξάγονται σε ευρεία κοινωνικά συστήματα. Δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη συστατική δύναμη του λόγου (constitutive power of discourse) και βασικός στόχος τους είναι ο προσδιορισμός των ευρύτερων συστημάτων νοήματος (broad meaning systems).

4) Προσεγγίσεις που αντλούν το περιεχόμενό τους από την εθνομεθοδολογία και την αναλυτική της συζήτησης

Αυτή η προσέγγιση πρόκειται για ένα συνδυασμό της εθνομεθοδολογίας και της αναλυτικής της συζήτησης (conversation analytic). Η εθνομεθοδολογία έχει σαν κύριο συστατικό μελέτης τις μεθόδους των μελών (members’ methods) τις οποίες θεωρεί ως συγκεκριμένες (και αλγοριθμοποιημένες θα λέγαμε) διαδικασίες τις οποίες ακολουθούν τα δρώντα υποκείμενα προκειμένου να φέρουν εις πέρας τις διάφορες υποθέσεις της καθημερινής ζωής στις οποίες εμπλέκονται. Οι μελετητές που υιοθετούν αυτήν την άποψη θεωρούν πως η κοινωνική τάξη επιτυγχάνεται εξαιτίας του ότι τα δρώντα υποκείμενα ενεργούν σύμφωνα με ένα εσωτερικό σύστημα περιορισμού των κοινωνικών κανονικοτήτων. Σε αντίθεση με αυτή την οπτική, η αναλυτική της συζήτησης επικεντρώνεται στην in situ οργάνωση της επαφής των υποκειμένων και στην τοπική παραγωγή της τάξης. Οι υποστηρικτές αυτής της ανάλυσης θεωρούν τα υποκείμενα ως ενεργά μέλη τα οποία μάλιστα παράγουν και καθορίζουν την τάξη καθώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Όλα αυτά επικρατούσαν μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα όπου οι κριτικές ή/και αναλύσεις γίνονταν υπό το πρίσμα των φεμινιστικών θεωριών κατά κύριο λόγο. Στο σήμερα όμως, φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί αρκετά ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο φεμινισμός από ένα μεγάλο κοινωνικό σύνολο, και ένα νέο ‘φαινόμενο’ που καλείται «μεταφεμινισμός» έχει αναδυθεί. Η σύστασή του είναι εξαιρετικά ετερόμορφη μιας και μπορεί κανείς να βρει τελείως διαφορετικές, έως και αντιφατικές ίσως, απόψεις. Ο μεταφεμινισμός μπορεί να ανιχνευθεί και να κατανοηθεί καλύτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία έχουν πλέον κυρίαρχο ρόλο στη ζωή πολλών ανθρώπων. Μεταξύ άλλων, ένα χαρακτηριστικό που μπορεί να μελετηθεί είναι ο λόγος που υιοθετείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και στην περίπτωσή μας πώς οι fashion vloggers χρησιμοποιούν τις λέξεις στα διάφορα video που ανεβάζουν. Λίγο πιο αναλυτικά:

Μεταφεμινισμός στα μέσα

Σύμφωνα με την Gill, ο μεταφεμινιστικός λόγος που πλέον κυριαρχεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χαρακτηρίζεται τόσο από φεμινιστικές όσο και από αντιφεμινιστικές θέσεις, γεγονός που θα μπορούσε να πει κανείς ότι δημιουργεί μια σύγχυση, το λιγότερο. Πρόκειται για ένα λόγο ο οποίος δομείται, συνυπάρχει και προωθεί ανισότητες οι οποίες εντοπίζονται στην εθνικότητα, την τάξη, τη φυλή, την ηλικία αλλά και φυσικά το φύλο (Gill, 2007). Η θηλυκότητα πλέον προωθείται ως μια σωματική ιδιότητα και όχι ως μια κοινωνική ή ψυχολογική κατασκευή. Ένα σέξι γυναικείο σώμα παρουσιάζεται κάτι που κάθε σύγχρονη γυναίκα οφείλει να έχει. Πρόκειται για ένα μέσο επιβολής δύναμης, βρίσκεται σε συνεχή επιτήρηση και κριτική και ως εκ τούτου οφείλει να εναρμονίζεται με τα πρότυπα που προωθούνται. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει με το αντρικό σώμα. Παράλληλα, η σεξουαλικοποίηση του πολιτισμού παίζει νευραλγικό ρόλο στην παραπάνω θεώρηση. Πολλά περιοδικά για παράδειγμα, παρουσιάζουν τις γυναίκες ως πλάσματα που έχουν ανάγκη για συνεχή προσοχή, φροντίδα και που το μόνο πράγμα που τις απασχολεί είναι πώς θα γίνουν ποθητές για τον άντρα. Η εικόνα που δημιουργείται για τις γυναίκες αποτελείται από συνεχή αναζήτηση για ηδονή και φυσικά πρόκειται για ετερόφυλα υποκείμενα που επιδιώκουν την σεξουαλική ικανοποίηση του άντρα ενώ παράλληλα πρέπει να είναι υπεύθυνες οι ίδιες για την αντισύλληψη και την πρόληψη για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Η γυναίκα δεν είναι πλέον ένα αντικείμενο με παθητικό ρόλο αλλά η δράση της είναι πιο ενεργή μιας και η ίδια φαίνεται να προωθεί τον εαυτό της όπως περιγράφηκε παραπάνω. Ακόμη, θα πρέπει να αναφέρουμε πως μέσα από τα μέσα φαίνεται πως όλα τα παραπάνω αποτελούν ελεύθερες ατομικές επιλογές της γυναίκας και οι οποίες μάλιστα της προσδίδουν ένα είδος δύναμης. Βέβαια, αυτές οι ελεύθερες ατομικές επιλογές έρχονται με κάποιο κόστος. Το κόστος είναι η αυτοεπιτήρηση, η αυτοπαρακολούθηση και η αυτοπειθαρχία στις οποίες υποχρεώνονται πλέον οι γυναίκες. Όλα αυτά συνιστούν απαραίτητα συστατικά για μια επιτυχημένη θηλυκότητα. Οι γυναίκες πρέπει να ελέγχουν συνεχώς το μακιγιάζ τους, τις θερμίδες που καταναλώνουν προκειμένου να μένουν στο ‘κανονικό’ τους βάρος, ακόμη πρέπει να ακολουθούν τις συμβουλές για το πώς θα μαγειρέψουν το τέλειο φαγητό, ‘τα πέντε απλά βήματα για να αποκτήσουν τον άντρα των ονείρων τους’ και πολλά άλλα που μπορεί κανείς να βρει σε πληθώρα άρθρων τόσο σε περιοδικά όσο και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Όπως έχει τονιστεί ήδη στο κείμενο, η θηλυκότητα είναι μια σωματική ιδιότητα και η οποία θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες νόρμες. Αυτό συνεπάγεται τη δημιουργία μιας ανάγκης για αλλαγή· μια ολοκληρωτική αλλαγή (extreme makeover). Πολλές τηλεοπτικές σειρές φτιάχνονται με σκοπό να αλλάξουν ριζικά την εμφάνιση της γυναίκας. Η αλλαγή περιλαμβάνει την ενδυμασία, το μακιγιάζ, τα μαλλιά ακόμα και το βάρος ορισμένες φορές. Το γεγονός αυτό ενισχύει ή/και προωθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο θηλυκότητας στο οποίο οι γυναίκες θα πρέπει να προσαρμοστούν.

Οι γυναίκες είναι πλέον ίσες με τους άντρες μιας και πλέον ψηφίζουν, δουλεύουν και γενικά μπορούν να κάνουν ό,τι και ένας άντρας. Ο μεταφεμινισμός αφαιρεί κατά κάποιον τρόπο από το κίνημα κάθε είδους πολιτική συνιστώσα μιας και η έμφαση πλέον δίνεται στην ατομικότητα και όχι στη συλλογικότητα (βασικό συστατικό κάθε πολιτικής θεώρησης) καθώς επίσης και η ισότητα έχει πια επιτευχθεί. Φυσικά αυτό συμβαίνει σε συνδυασμό με το γεγονός πως δε γίνεται κάποια ουσιαστική αναφορά στην πολιτική διάσταση του φαινομένου παρά μόνο τονίζεται η θηλυκότητα ως ιδιότητα του σώματος και τίποτα παραπάνω και την οποία μάλιστα οφείλει να έχει κάθε γυναίκα εντός ορισμένου πλαισίου πάντα. Παράλληλα το στοιχείο της ειρωνείας που διαποτίζει οποιαδήποτε έκφραση σεξισμού ή/και ομοφοβίας καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την αναγνώριση αυτών αφενός και την αντίδραση αφετέρου. Θεωρείται τρόπον τινά δεδομένο πως οι γυναίκες έχουν κερδίσει τον αγώνα τους, κανείς δεν τις αμφισβητεί και η οποιαδήποτε υποτιμητική αναφορά σε αυτές είναι απλώς ‘πλάκα’.

Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε την ενίσχυση του δίπολου άντρας – γυναίκα / αρρενωπότητα – θηλυκότητα με όρους τόσο φυλετικούς όσο και φυσικούς, κάτι το οποίο μας πηγαίνει πίσω αρκετές δεκαετίες. Σε αυτό καταλυτικό ρόλο έχει παίξει η ραγδαία ανάπτυξη της εξελικτικής ψυχολογίας από τη μια και η εμφάνιση της γενετικής επιστήμης από την άλλη. Το αποτέλεσμα είναι ότι πλέον έχουμε στραφεί στην ύπαρξη και σημασία διαφόρων γονιδίων που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Επιπλέον, υπάρχει μια (άλλοτε σιωπηρή και άλλοτε εμφανής) υποτίμηση της διαμάχης μεταξύ αντρών και γυναικών μέσω της υποτίμησης του φεμινισμού. Πολλοί αναρωτιούνται προς τι αυτή η διαμάχη  μεταξύ των δυο φύλων από τη στιγμή που το φεμινιστικό κίνημα είναι ισχυρό και μάλιστα έχει καταφέρει πολλά; Η απάντηση είναι φυσικά πολύ απλή και βρίσκεται στην εκ γενετής διαφορά των δυο φύλων η οποία είναι φυσικά αδύνατο να αλλάξει. Έτσι αντί να την αρνούμαστε αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να τη δεχτούμε (Gill 2006, 2007).

Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο φεμινισμός βρίσκεται παντού στα μέσα. Μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας δεν έχει πρόσβαση στο φεμινιστικό λόγο πέραν των μέσων και ως εκ τούτου καταλήγουν να συνεισφέρουν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση άποψης γύρω από το ζήτημα. Για όλους του λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω ο φεμινισμός φαίνεται να δέχεται επίθεση ουσιαστικά από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μεταφεμινισμός μοιάζει να αποτελείται από ένα φεμινιστικό περιτύλιγμα με αντιφεμινιστικό περιεχόμενο κάτι το οποίο εκδηλώνεται ιδιαίτερα στα μέσα.

Δουλεύοντας στο YouTube

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες αναπτύσσεται ένα σώμα ιδεών, το οποίο ασχολείται με τις αλλαγές που επιφέρει η ψηφιακότητα στην εργασία. Μια από τις βασικές έννοιες ανάλυσης, αυτής της συζήτησης για την φύση των μετά- βιομηχανικών κοινωνιών είναι αυτή της άυλης εργασίας. Στη παρούσα εργασία θα χρησιμοποιήσουμε, κριτικά, την έννοια της άυλης εργασίας του Maurizzio Lazzarato επεκτείνοντας την με την ανάλυση των Mark Cote και Jeniffer Pybus για την Άυλη Εργασία 2.0 στη νέα συνθήκη του Παγκόσμιου Ιστού, προκειμένου να προσεγγίσουμε την περίπτωση των fashion vloggers. Οι ακαδημαϊκοί διάλογοι περί άυλης εργασίας είναι εκτενείς, όμως δεν είναι σκοπός αυτής της εργασίας η ανάλυση τους. Παρά τις κριτικές που έχουν δεχθεί οι έννοιες αυτές, κατά την γνώμη μας, θεμελιώνουν ένα θεωρητικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορούμε να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά της εργασίας των vloggers καθώς και τη συναισθηματική και οικονομική σχέση που δομούν με το κοινό, χρησιμοποιώντας τον έμφυλο λόγο.

Μια νέα μορφή εργασίας η οποία αναδύεται μέσα στα δίκτυα του Παγκόσμιου Ιστού είναι αυτή των fashion vloggers. Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι fashion vloggers δουλεύουν και παράγουν το περιεχόμενο τους, το οποίο δεν είναι άλλο από το Youtube. Η πλατφόρμα του Youtube συνιστά το κατεξοχήν εργαλείο για την δημιουργία vlog και αποτελεί τον χώρο μέσα στον οποίο παράγουν, διαμοιράζουν και τελικά μετατρέπουν σε αξία, τα ιστολόγια τους οι vloggers. Οι τρόποι με τους οποίους οι δημιουργοί μετατρέπουν σε εισόδημα τις προτιμήσεις, τα γούστα και τις συναισθηματική οικειότητα που δημιουργούν με το κοινό τους αφορούν την σφαίρα της διαφήμισης. Οι fashion vloggers έχουν τρεις πηγές εσόδων 1. τις διαφημίσεις του Youtube 2. τη χρηματοδότηση από συγκεκριμένες εταιρίες για την προώθηση των προϊόντων τους 3. έσοδα από σειρές προϊόντων που φέρουν την επωνυμία τους και τα οποία πωλούν. Τα έσοδα των διαφημίσεων δεν είναι σταθερά και εξαρτώνται από διαφορετικούς παράγοντες. Σημαντικό είναι να τονίσουμε πως δεν υπολογίζονται με βάση τις επισκέψεις των βίντεο. Πολλές επισκέψεις στο βίντεο ή πολλοί συνδρομητές στο κανάλι ενός vlogger δεν μεταφράζονται αυτόματα σε πολλά χρήματα γι’ αυτούς.

Θα παρουσιάσουμε πολύ συνοπτικά την πολιτική οικονομία του Youtube (Wasko&Erickson 2009) και τους όρους με τους οποίους καλούνται οι fashion vloggers να εργαστούν. Το σύστημα είναι απλό και συγκροτείται από ένα τρίπτυχο, τους διαφημιστές, τους vloggers και το YouTube, το οποίο διαιτητεύει τις συναλλαγές. Ο κάθε διαφημιστής πληρώνει για να προβάλλει τις διαφημίσεις με βάση μια μονάδα μέτρησης: το Κόστος ανά Χιλιάδα (Cost Per Mille ή CPM). Το CPM είναι το ποσό που πληρώνει ο διαφημιστής ανά χίλιες εντυπώσεις της διαφήμισης στο βίντεο. «Εντύπωση» ονομάζεται μια πλήρης προβολή διαφήμισης (Pinsky 2014). Συνήθως οι διαφημίσεις έχουν τη μορφή μικρών βίντεο διάρκειας 30 δευτερολέπτων, τα οποία προβάλλονται πριν την έναρξη του περιεχομένου που θέλει να δει ο χρήστης ή παρεμβάλλονται στο περιεχόμενο που ήδη παρακολουθεί. Το ύψος του CPM εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, για παράδειγμα αυξάνεται τις περιόδους των διακοπών, όταν οι αγορές είναι εντονότερες. Επίσης το CPM εξαρτάται από το είδος του προϊόντος, για παράδειγμα το CPM για διαφημίσεις σπιτιών είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο για φαγητό. Μια μέση τιμή, χωρίς να είναι ενδεικτική, που προέκυψε από την έρευνα μας στο διαδίκτυο είναι περίπου $7,68 ανά CPM

Όμως, ένα μικρό ποσοστό των χρηστών του περιεχομένου δημιουργεί «εντυπώσεις», μόλις το 15% δεν επιλέγει να αποφύγει τις διαφημίσεις. Οι παραγωγοί περιεχομένου προκειμένου να υπολογίσουν τα έσοδα τους χρησιμοποιούν μια διαφορετική μονάδα μέτρησης το eCPM (effective CPM). Το αποτελεσματικό Κόστος Ανά Χιλιάδα είναι το ποσό χρημάτων που λαμβάνουν ανά 1000 προβολές του βίντεο που έχουν δημιουργήσει (Pinsky 2014). Η τιμές των CPM και eCPM, τα τελευταία χρόνια, έχουν πτωτικές τάσεις καθώς όσο περισσότεροι vloggers μπαίνουν στην «αγορά» τόσο απλώνεται το διαθέσιμο κεφάλαιο. Η λύση για να ανταπεξέλθουν οι παραγωγοί περιεχομένου σε αυτή την πτωτική τάση είναι όλο και πιο εντατικοί ρυθμοί εργασίας, όλο και πιο συχνά και ποιοτικά βίντεο (Calacanis 2013). Οι υπολογισμοί και οι πληρωμές γίνονται αυτόματα όταν ο vlogger εγγραφεί στην υπηρεσία AdSense, η οποία διαχειρίζεται τις διαφημίσεις. Το ποσό που «παράγουν» οι διαφημίσεις μοιράζεται ανάμεσα στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. O παραγωγός του περιεχομένου παίρνει 68% του ποσού των διαφημίσεων. Για κάθε 100$ που παράγει ο vlogger λαμβάνει τα 68$ (Google 2017).

Από το 2012 η εταιρία έθεσε σε χρήση ένα απλούστατο μοντέλο διεπαφής παραγωγών περιεχομένου και διαφημιστών, το οποίο προκάλεσε τον «πυρετό του χρυσού» στο Youtube: Οι δημιουργοί με το πάτημα ενός κουμπιού αποδέχονται την προβολή διαφημίσεων στο περιεχόμενο τους με αντάλλαγμα ποσοστό επί των κερδών. Σύμφωνα με τους New York Times εκατομμύρια τέτοιοι συνεργάτες προσπαθούν να εργαστούν ως vloggers: «από μεγάλες επιχειρήσεις με αποθήκες μέχρι ερασιτέχνες μάγειροι σε μικρές κουζίνες στην Βραζιλία» (Kaufman 2014). Η Google στέλνει το μήνυμα: ελάτε στο youtube, προσελκύστε το κοινό και βγάλτε χρήματα. Στην κορυφή αυτού του σχήματος βρίσκονται διάσημοι vloggers όπως η Ζoella που τον Ιούλιο του 2017 είχε 11 εκατομμύρια εγγεγραμμένους ακολούθους στο κανάλι της ή ο PewDiePie με 56 εκατομμύρια, με τα έσοδα τους να ξεπερνούν τα 4 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Δεν θα ήταν υπερβολή να παρομοιάσουμε τη έξαψη του κινήματος των vloggers με τον πυρετό του χρυσού στην μετεμφυλιακές Η.Π.Α στα τέλη του 19ου αιώνα. Youtubers απ’ όλο τον κόσμο συρρέουν στην πλατφόρμα προκειμένου να εξασφαλίσουν γρήγορα από το σαλόνι του σπιτιού τους, μεγάλα εισοδήματα. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι τόσο αστραφτερή για όλους. Όπως η Καλιφόρνια δεν έγινε η γη της επαγγελίας για του φτωχούς Αμερικανούς που συνέρρεαν σε αυτή- το αντίθετο μάλιστα έγινε τόπος μόχθου- έτσι και το youtube λειτουργεί ως πλατφόρμα που εκατομμύρια vloggers δουλεύουν ατελείωτες εργατοώρες όμως ελάχιστοι μπορούν όντως να βιοποριστούν από αυτή την εργασία. Η ίδια η εταιρία παραδέχεται πως ανάμεσα στα εκατομμύρια κανάλια μόνο μερικές χιλιάδες μπορούν να φτάσουν εξαψήφιο νούμερο στα κέρδη τους (Kaufman 2014).