του Σωτήρη Βανδώρου

Το σεξ και ο ερωτισμός εκδηλώνονται μέσα από σχέσεις εξουσίας

Σεξ, σεξ, σεξ! Τι πιο φυσικό; Κι όμως όχι. Ακόμη κι όταν εμφανίζονται ως «φυσικές», οι σεξουαλικές μας αντιλήψεις και πρακτικές διαμεσολαβούνται από κι εγγράφονται σε κοινωνικές σχέσεις και σχέσεις εξουσίας.

Μπορεί βέβαια να υπάρχει μια βιολογική διάσταση –οι ορμές– αλλά το πώς αυτή θα εκφραστεί δεν έχει καμία σχέση με τη βιολογία. Είναι ο λόγος για τον οποίο επιστημονικά γίνεται λόγος για κοινωνικό φύλο (gender) κι έμφυλες σχέσεις: τι σημαίνει «άντρας», «γυναίκα» κι άλλες εκδοχές του έμφυλου εαυτού δεν είναι κάτι ούτε σταθερό, ούτε αυτονόητο, αλλά αποκτά νόημα μόνο σε συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα. Έτσι, δεν υπάρχει κάποιο καθολικό πρότυπο σεξουαλικότητας, αλλά ποικίλες σεξουαλικές συμπεριφορές που μεταβάλλονται από κοινωνία σε κοινωνία κι από εποχή σε εποχή.

Για παράδειγμα, η σύνδεση της σεξουαλικότητας με το συναίσθημα και την απόλαυση είναι χαρακτηριστικά κυρίως της νεώτερης εποχής, με την έννοια ότι στις παραδοσιακές κοινωνίες η διευθέτηση των σεξουαλικών σχέσεων, οι οποίες ασκούνται στο πλαίσιο του έγγαμου βίου, λαμβάνει υπόψη άλλες μέριμνες: την οικονομική διασφάλιση της οικογένειας και την ανάγκη να υπάρξουν απόγονοι και ταυτόχρονα την ομαλή αναπαραγωγή των σχέσεων της κοινότητας. Είναι λόγοι σχετικοί με τους όρους κοινωνικής συμβίωσης που εξηγούν γιατί, ας πούμε, στις μέρες μας η πολυγυνία εξακολουθεί να παραμένει νόμιμη ή έστω ανεκτή σχεδόν στο 1/3 του κόσμου (σε κράτη, κυρίως μουσουλμανικά, της Αφρικής, της Ασίας, της Νότιας Αμερικής) και η πολυανδρία είναι σε ισχύ σε περιοχές της Μογγολίας, του Θιβέτ, της Ινδίας, της Βραζιλίας κι αλλού. Ενώ η μονογαμία στη Δύση εγκαθιδρύεται ως κυρίαρχο μοντέλο από τον 11ο αιώνα, όταν η Χριστιανική Εκκλησία ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο στις ζωές των ανθρώπων και η ανάπτυξη των πόλεων επιβάλλει νέα πρότυπα (για μια συνοπτική παρουσίαση των πολλαπλών εκδοχών του φαινομένου βλ. «Η ιστορία του έρωτα»).

Στις δυτικές κοινωνίες, που μας ενδιαφέρουν περισσότερο εδώ, πριν το 1800 ο κανόνας ήταν ότι οι άνθρωποι δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις αν δεν ήταν βέβαιο ότι θα παντρευτούν, ενώ οι ερωτοτροπίες των νέων ήταν αυστηρά επιτηρούμενες από τους γονείς και γίνονταν δημοσίως – σε χορούς, γιορτές κ.ο.κ. Αυτό αφορούσε βέβαια περισσότερο τα λαϊκά στρώματα και λιγότερο τους ευγενείς και γενικότερα τις προνομιούχες τάξεις που γεύονταν περισσότερες σεξουαλικές ελευθερίες.

Ο Edward Shorter (βλ. «Σεξουαλικότητα, έρωτας και οικογένεια) εντοπίζει δύο σεξουαλικές επαναστάσεις. Την πρώτη τοποθετεί στα τέλη του 18ου αιώνα και τη συνδέει με τις προγαμιαίες σχέσεις που συνάπτονται από έρωτα, πέραν ή παρά τον έλεγχο των γονέων των εραστών, και οι οποίες αρχίζουν σταδιακά έκτοτε να απενοχοποιούνται. Τότε, σε πολλές περιοχές της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής σημειώνονται ακόμη και τριπλάσιες ή τετραπλάσιες εγκυμοσύνες εκτός γάμου, οι οποίες δικαιολογούνται από τις εγκύους ως αποτέλεσμα «πάθους» και «έρωτα», κάτι σχεδόν ανήκουστο παλαιότερα. Τη δεύτερη επανάσταση εντοπίζει βέβαια στη δεκαετία του 1960, οπότε η αναζήτηση της ηδονής στο σεξ παύει να συνοδεύεται (αναγκαστικά) από συναισθηματική πρόσδεση, πόσω μάλλον από όρκους αιώνιας πίστης ή να αναστέλλεται για οποιουσδήποτε λόγους άσχετους προς την επιθυμία των ατόμων. Εξ ου και η συχνή –και πάντως ασύγκριτα συχνότερη σε σχέση με το παρελθόν– εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται βέβαια με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό εκείνων των χρόνων, ενώ επιβοηθήθηκε από τη χρήση του αντισυλληπτικού χαπιού που κυκλοφόρησε το 1960 κι έδωσε στις γυναίκες έλεγχο στο σώμα τους που δεν διέθεταν ως τότε.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η σεξουαλικότητα δεν είναι ξεκομμένη από άλλες σφαίρες της ύπαρξης, αλλά διαπλέκεται αποφασιστικά με αυτές. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Μαξ Βέμπερ, κατά τους νεώτερους χρόνους η συνάρθρωση της προτεσταντικής ηθικής με το πνεύμα του αναδυόμενου καπιταλισμού –που επέτασσε τη συσσώρευση κεφαλαίου, κι όχι την κατανάλωση και το ξόδεμα– οδήγησαν στην επικράτηση ενός, κατά κάποιον τρόπο, εγκόσμιου ασκητισμού. Η απόλαυση των ηδονών δεν συνάδει με αυτόν, αντίθετα τον υπονομεύει. Επομένως, θα λέγαμε εμείς με μια δόση υπεραπλούστευσης, κράτος και εκκλησία αναλαμβάνουν την πάταξη της σεξουαλικής ελευθεριότητας. Οι σαρκικές ορέξεις είναι αποσταθεροποιητικές και πρέπει να τιθασευτούν. Άλλωστε, από τον Φρόιντ και μετά, είμαστε τουλάχιστον υποψιασμένοι ότι είναι στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού να «μετουσιώνει» τις –στη βάση τους σεξουαλικές– ορμές μας μετατρέποντάς τις σε δημιουργική εργασία και σε προϊόντα του πνεύματος.

Ο κατεξοχήν μελετητής του θέματος της ιστορίας της σεξουαλικότητας του οποίο το έργο εξακολουθεί να είναι σημείο αναφοράς, μολονότι έχουν εγερθεί και ισχυρές κριτικές σε βάρος του –βλ. ενδεικτικά Robert Muchembled, «Οργασμός και Δύση»– είναι ο Μισέλ Φουκώ (βλ. το τρίτομο έργο του «Ιστορία της σεξουαλικότητας»). Ο Φουκώ δεν θεωρεί ότι υπήρξε, με τη στενή έννοια, καταστολή κι απώθηση της σεξουαλικότητας τη νεώτερη εποχή. Τουναντίον, ισχυρίζεται, από τον 18ο αιώνα και μετά παρατηρείται μια αύξηση των λόγων (discours) περί των σεξουαλικών σχέσεων οι οποίοι τις φέρνουν έτσι εμφατικά στο προσκήνιο. Ωστόσο, ταυτόχρονα παράγεται αυτό που αποκαλεί βιοεξουσία στη βάση της οποίας ρυθμίζεται κι ελέγχεται η σεξουαλικότητα με τρόπους που είναι «παραγωγικοί» για το οικονομικό σύστημα και συντηρητικοί από πολιτική άποψη.

Οι επιστήμες αναλαμβάνουν να προσδιορίσουν τι είναι «φυσιολογικό» και τι «παθολογικό» με τις ανάλογες συνέπειες για όσους και όσες εμφανίζουν «παρεκκλίνουσες» τάσεις. Έτσι, η ιατρική ασχολείται με τις «υστερικές» γυναίκες, η παιδαγωγική με την εμπέδωση στους εφήβους της αντίληψης ότι ο αυνανισμός είναι ολέθριος, και λίγο-πολύ η ψυχιατρική αναλαμβάνει όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Μείζον είναι ότι με διάφορους παράλληλους μηχανισμούς επιτυγχάνεται η πειθάρχηση των σωμάτων και των συνειδήσεων κι αυτή η καθυπόταξη εσωτερικεύεται: τα ίδια τα άτομα την αντιλαμβάνονται ως κάτι το «φυσικό» στο οποίο οφείλουν να συμμορφωθούν.

Βεβαίως, αυτή η καθυπόταξη δεν είχε τις ίδιες συνέπειες για όλους, αλλά ευνοούσε την πατριαρχική εξουσία και πιο συγκεκριμένα τους ετεροφυλόφιλους παντρεμένους άντρες. Σύμφωνα με ορισμένους λόγους, οι γυναίκες θεωρούνταν σεξουαλικά «ψυχρές» από τη φύση τους, κάτι που παρείχε μια πρώτης τάξεως δικαιολογία να αναζητήσουν οι άντρες σεξουαλική συντροφιά σε πόρνες –οι οποίες βέβαια θεωρούνταν διεφθαρμένες–, ενώ οι παντρεμένες περιορίζονταν στα του οίκου τους.

Είναι ξεχωριστού ενδιαφέροντος εν προκειμένω ότι ο όρος «ομοφυλοφιλία» επινοήθηκε από έναν Ούγγρο γιατρό στα τέλη της δεκαετίας του 1860. Σύμφωνα με τον Φουκώ, αυτή η ονοματοδοσία δεν παραπέμπει απλώς σε ομοερωτικές πρακτικές. Αλλά πλέον (και) μέσω αυτής συγκροτείται ως τέτοια μια ολόκληρη ομάδα του πληθυσμού, μια νέα κοινωνική κατηγορία: οι «ομοφυλόφιλοι». Το καινούριο στοιχείο είναι ότι αναγνωρίζεται τόσο από τους άλλους όσο και από τους ίδιους ότι είναι κάτοχοι μιας ξεχωριστής ταυτότητας που τους προσδίδει η σεξουαλική τους συμπεριφορά. Αντίθετα, παλαιότερα δεν αποδιδόταν ανάλογο νόημα σε «σοδομιστικές» –όπως ήταν ο πλέον κοινόχρηστος όρος– πρακτικές, δηλαδή αυτές δεν προσδιόριζαν το ποιος είναι κάποιος, αυτός που τις ασκούσε δεν χαρακτηριζόταν από αυτές, δεν διακρινόταν από τους υπόλοιπους και βέβαια δεν στιγματιζόταν.

Μέχρι σχετικά πρόσφατα στη Δύση η ομοφυλοφιλία αντιμετωπιζόταν από πολλούς ως ασθένεια, ψυχική ή σωματική. Ακόμη και τη δεκαετία του 1950, ορισμένοι ψυχοθεραπευτές στις ΗΠΑ εφάρμοζαν τη «θεραπεία διά της αποστροφής». Μεταξύ των τεχνικών της ήταν και αυτή του ηλεκτροσόκ… (βλ. «Ομοφυλοφιλία. Μια παγκόσμια ιστορία»). Βέβαια, στο σημερινό θεοκρατικό Ιράν δεν αναγνωρίζεται θεραπεία. Οι ομοφυλόφιλοι απαγχονίζονται δημοσίως.

Το ότι το πεδίο της σεξουαλικότητας υπόκειται σε αυστηρό εξουσιαστικό έλεγχο επιβεβαιώνεται κι από την κατά περιόδους απηνή καταδίωξη όσων επιδίδονταν στις «κατά μόνας ηδονές». Στην Ισπανία του Μεσαίωνα μια τέτοια ομολογία μπορούσε να επισύρει τη θανατική ποινή. Τον 19ο αιώνα θα γλίτωνε κανείς με ξυλοδαρμό και καταναγκαστικά έργα. Όσο για τις γυναίκες, δαιμονοποιείται η κλειτορίδα. Κι αυτό διότι οι γυναικείες αυνανιστικές πρακτικές σημαίνουν ότι κι εκείνες διεκδικούν το δικαίωμα στην ηδονή και μάλιστα μπορούν να αναλάβουν τη σχετική πρωτοβουλία, χωρίς να είναι απαραίτητος ένας άντρας. Αυτή η πράξη λαμβάνει έτσι οιονεί επαναστατικό χαρακτήρα, εφόσον αμφισβητεί τη σχέση υποτέλειας προς τους άντρες. (βλ. «Εγκώμιο στον αυνανισμό»). Εξ ου και οι πρακτικές ακρωτηριασμού της κλειτορίδας, καθιερωμένες ακόμη και σήμερα σε πολλές χώρες της Αφρικής.

Ακόμη και στις μέρες μας –με κεκτημένη αφενός τη «σεξουαλική επανάσταση» του ’60– που υποτίθεται ότι οι γυναίκες είναι απελευθερωμένες κι έχουν κατακτήσει την ισότητα (και στο σεξ), εξακολουθούν να επιβιώνουν –στη συνείδηση όλων– τα παλαιότερα στερεότυπα. Έτσι, ακόμη κι όταν εκείνες αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να φλερτάρουν, χρησιμοποιούν συνήθως κώδικες που υποδηλώνουν μεν εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος, αλλά ταυτόχρονα παίρνουν μια θέση περισσότερο παθητική. Αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από σχετικές έρευνες, όσο κι από τη συγκριτική μελέτη των εγχειριδίων φλερταρίσματος που απευθύνονται, χωριστά, σε άντρες και γυναίκες (βλ. «Ιστορία της ερωτικής κατάκτησης»). Άλλωστε, δεν χρειάζεται κανείς παρά να σκεφτεί ότι ενώ οι άντρες με πολλές ερωτικές κατακτήσεις απολαμβάνουν συνήθως το θαυμασμό των άλλων, οι αντίστοιχες γυναίκες αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα (κι όχι μόνον από τις μέλλουσες πεθερές).

Ο Ζακ Αταλί οραματίζεται μια εποχή πολύ-ερωτική, κατά την οποία ο καθένας θα συνάπτει ελεύθερα σεξουαλικές και συναισθηματικές σχέσεις με όσα άτομα επιθυμεί και, στην περίπτωση των σταθερών δεσμών, κάνει λόγο για «πολύ-οικογένεια», όπου ο καθένας θα ανήκει ανοιχτά σε πολλές οικογένειες. Ήδη, πάντως, από το 2005 οι Βίκτορ και Μπιάνκα ντε Μπρέιν, παντρεμένο ζευγάρι Ολλανδών, συνήψαν ερωτικό δεσμό από κοινού με την Μίριαμ, τον οποίο κατόπιν επισημοποίησαν ενώπιον συμβολαιογράφου και που η ολλανδική νομοθεσία αναγνώρισε! (βλ. «Η ιστορία του έρωτα»).

 

Η ιστορία του έρωτα

Ζακ Αταλί, Στεφανί Μπονβισινί

Μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Εύη Σιούγγαρη

Μεταίχμιο 2009

ΣΕΛ. 239, ΤΙΜΗ €28,13

 

 

 

 

 

Ιστορία της σεξουαλικότητας

Τομ. 1: Η δίψα της γνώσης

Μισέλ Φουκώ

Μτφρ. Γκλόρυ Ροζάκη

Κέδρος 1978

ΣΕΛ. 195, ΤΙΜΗ €14,00

 

 

 

 

 

Σεξουαλικότητα, έρωτας και οικογένεια

Ευρώπη  και Βόρεια Αμερική 17ος-20ος αιώνας

Edward Shorter

Μτφρ. Ανδρέας Παππάς

Νεφέλη 2009

ΣΕΛ. 380, ΤΙΜΗ €27,63

 

 

 

 

 

Ομοφυλοφιλία. Μια παγκόσμια ιστορία

Επιμ. Robert Aldrich

Μτφρ. Μαργαρίτα Μηλιώρη

Πάπυρος 2008

ΣΕΛ. 385, ΤΙΜΗ €48,23

 

 

 

 

 

Οργασμός και Δύση

Ιστορία της σαρκικής απόλαυσης από τον 16ο αιώνα ως την εποχή μας

Robert Muchembled

Μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου

Μεταίχμιο 2008

ΣΕΛ. 388, ΤΙΜΗ €20,10

 

 

 

 

 

H ιστορία της ερωτικής κατάκτησης

Jean Claude Bologne

Μτφρ. Γιάννης Καυκιάς

Πολύτροπον 2009

ΣΕΛ. 350, ΤΙΜΗ €29,40

 

 

 

 

 

Πηγή: book press