women_science copy

της Jessica Nordell

Πενήντα χρόνια μετά το βιβλίο της Μπέτυ Φρίνταν The Feminine Mystique και σαράντα χρόνια μετά το TitleIX[1], το ερώτημα γιατί οι γυναίκες μένουν πίσω σε θέματα καριέρας βασανίζει τους ερευνητές και όχι μόνο. Αν και οι γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας σε ποσοστά αντίστοιχα με αυτά των αντρών, ανελίσονται πιο αργά και σπάνια φθάνουν στην κορυφή. Εκπροσωπούνται σε μικρότερα ποσοστά στην κορυφή της ιεραρχίας σε όλους τους τομείς από τις επιστήμες, έως τις τέχνες και τις επιχειρήσεις.

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει κάτι «διαφορετικό» στις γυναίκες – ότι οι γυναίκες μένουν στάσιμες εξαιτίας επιλογών τους ή των γνωσιακών και συναισθηματικών χαρακτηριστικών τους, έμφυτων ή κοινωνικών. Ως ένα άλλο ενδεχόμενο προτείνεται ότι τα εμπόδια για την πρόοδο των γυναικών βρίσκονται στο περιβάλλον τους – αντιμετωπίζουν εμπόδια αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του φύλου τους[2].

Παρά το γεγονός ότι προκαταλήψεις τέτοιου είδους έχουν αποδειχθεί πειραματικά, είναι δύσκολο να μελετηθούν στον πραγματικό κόσμο: με το ίδιο τρόπο που είναι δύσκολο να απομονωθεί η επίδραση ενός μόνο περιβαλλοντικού ρύπου στην ανθρώπινη υγεία, είναι σχεδόν αδύνατο να απομονώσουμε το φύλο ως μεταβλητή στον πραγματικό κόσμο και να παρακολουθήσουμε πως επηρεάζει την καθημερινή εμπειρία ενός ατόμου.

Αυτό ίσχυε μέχρι τώρα. Τα διεμφυλικά άτομα προσφέρουν εντελώς νέους τρόπους προσέγγισης του ζητήματος. Επειδή σήμερα τα διεμφυλικά άτομα παραμένουν στο ίδιο επάγγελμα (και μερικές φορές ακριβώς στην ίδια θέση εργασίας) μετά την επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου, έχουν τη μοναδική ικανότητα να σκιαγραφήσουν τη διαφορά μεταξύ του πώς οι άντρες και οι γυναίκες βιώνουν το χώρο εργασίας. Η εμπειρία τους είναι ότι πιο κοντινό μπορούμε να έχουμε στην επιστημονική μεθοδολογία: απομονώνοντας και αλλάζοντας τη μεταβλητή του φύλου και διατηρώντας σταθερές όλες τις άλλες μεταβλητές (δεξιότητες, επάγγελμα, προσωπικότητα και ταλέντα), τα άτομα αυτά αποκαλύπτουν πως ακριβώς η εξωτερική εμφάνιση του φύλου επηρεάζει τις καθημερινές σχέσεις. Εάν θέλουμε πραγματικά να καταλάβουμε τις γυναίκες στην εργασία θα πρέπει να ακούσουμε προσεκτικά τις τρανς γυναίκες και τους τρανς άντρες: μπορούν να μας πουν περισσότερα στο χώρο εργασίας από οποιονδήποτε άλλον.

Ο Ben Barres βιολόγος στο Stanfordο οποίος έζησε και εργάστηκε σαν Barbara Barres έως και μετά τα 40, στη μεγαλύτερη διάρκεια της καριέρας του υπέστη διακρίσεις αλλά δεν τους έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, θεωρώντας τες μικρά περιστατικά (όταν για παράδειγμα έλυσε ένα δύσκολο μαθηματικό πρόβλημα ένας καθηγητής είπε «μάλλον θα ζήτησες από τον φίλο να στο λύσει»). Όταν ωστόσο έγινε Ben παρατήρησε αμέσως μία διαφορά στην καθημερινή εμπειρία του: «οι άνθρωποι που δεν ξέρουν ότι είμαι διεμφυλικός μου φέρονται με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό», λέει. Τον άκουγαν με μεγαλύτερη προσοχή και αμφισβητούσαν λιγότερο συχνά το κύρος του. Έπαψαν να τον διακόπτουν στις επαγγελματικές συσκέψεις. Σε ένα συνέδριο, ένας άλλος επιστήμνας είπε «ο Ben έδωσε μία σπουδαία διάλεξη σήμερα – άλλωστε η δουλειά του είναι τόσο καλύτερη από της αδερφής του» (ο επιστήμονας δεν ήξερε ότι ο Ben και η Barbara ήταν το ίδιο πρόσωπο). «Αυτός είναι ο λόγος που οι γυναίκες δεν διακρίνονται στον ακαδημαϊκό χώρο σε αξιόλογα ποσοστά» έγραψε, απατώντας στην περίφημη γκάφα του Larry Summers ο οποίος είχε πει ότι οι γυναίκες είναι εγγενώς λιγότερο ικανές στις σκληρές επιστήμες. «Δεν είναι η φροντίδα των παιδιών. Δεν είναι οι οικογενειακές υποχρεώσεις» λέει. «Αυτή η σκέψη μου έχει έρθει εκατομμύρια φορές: με παίρνουν περισσότερο στα σοβαρά».

Η εμπειρία αυτή όπως αποδεικνύεται είναι συνηθισμένη για τους τρανς άντρες. Για το βιβλίο της Just One of the Guys? Transgender Men and the Persistence of Gender Inequality, η κοινωνιολόγος Kristen Schilt πήρε συνέντευξη από δεκάδες διεμφυλικούς FTM (γυναίκες που έγιναν άντρες). Ένας από αυτούς επεσήμανε ότι όταν εκφράζει μία άποψη σε μία επαγγελματική σύσκεψη, τώρα όλοι κρατούν σημειώσεις. Ένας άλλος παρατήρησε ότι «όταν ήμουν γυναίκα, όσα στοιχεία κι αν παρουσίαζα, οι άλλοι έλεγαν ‘είσαι βέβαιη γι’ αυτό;’. Είναι τόσο παράξενο να μην χρειάζεται να υπερασπιστείς τις θέσεις σου». Όταν πρότειναν γυναίκες για προαγωγές οι άλλοι άντρες έλεγαν «α δεν την είχα σκεφτεί αυτή» – μπορούσαν πλέον να δίνουν πλέον προαγωγές σε γυναίκες γιατί οι άλλοι έπαιρναν τη συμβουλή τους περισσότερο στα σοβαρά. Χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους  τα οποία οι άλλοι θεωρούσαν αρνητικά όταν ήταν γυναίκες, τώρα αντιμετωπίζονταν ως θετικά. «Με θεωρούσαν επιθετική» είπε ένας από τους ερωτώμενους. «Τώρα θεωρούν ότι ‘παίρνω τα ηνία’. Λένε ‘μου αρέσει το πώς παίρνεις τα ηνία’».

Οι επιπτώσεις της μετάβασης FTM (από γυναίκα σε άντρα) δεν είναι πάντα θετικές. Η φυλή, όπως φαίνεται, μπορεί να επισκιάσει τον παράγοντα του φύλου όσον αφορά το πόσο οι άλλοι σε εκτιμούν. Οι μαύροι τρανς άντρες για παράδειγμα, διαπίστωσαν ότι τους έβλεπαν ως «επικίνδυνους» μετά τη μετάβαση. Ένας είπε ότι «από ενοχλητική μαύρη» έγινε «τρομακτικός μαύρος» και πλέον του ζητούν πάντα να παίζει τον «ύποπτο» σε εκπαιδευτικές ασκήσεις.

Τι συμβαίνει όμως όταν γίνεται το αντίθετο, όταν ένας άντρας γίνεται γυναίκα;  Η Joan Roughgarden είναι βιολόγος στο Stanford που έζησε και εργάστηκε ως Jonathan Roughgarden μέχρι και λίγο μετά τα πενήντα και η εμπειρία της ήταν σχεδόν αντιδιαμετρικά αντίθετη από αυτή του Barres. Σύμφωνα με τα λόγια της «Οι άντρες θεωρούνται επαρκείς μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ενώ μία γυναίκα θεωρείται ανεπαρκής μέχρι εκείνη να αποδείξει το αντίθετο». Σε μία συνέντευξη, η Roughgarden επεσήμανε επίσης ότι αν αμφισβητούσε μία μαθηματική ιδέα οι άλλοι θεωρούσαν ότι αυτό συνέβαινε επειδή δεν την καταλάβαινε. Άλλες τρανς γυναίκες είδαν αλλαγές όχι μόνο στο πώς οι άλλοι αντιλαμβάνονταν τις ικανότητές τους αλλά και την προσωπικότητά τους. Στη δουλειά που κάνει η Schiltμε τρανς γυναίκες για ένα επόμενο βιβλίο της, είδε ότι οι συμπεριφορές που οι τρανς γυναίκες είχαν ως άντρες τώρα θεωρούνταν απωθητικές. Εκείνο που άλλοτε θεωρούνταν «αναλαμβάνω τα ηνία» τώρα ήταν «επιθετικό» και έπρεπε να προσαρμοστούν: οι τρανς γυναίκες γρήγορα μάθαιναν ότι το «να συνεχίσεις με τον ίδιο τρόπο βλάπτει την καριέρα σου».

Αντίθετα με όσους και όσες από εμάς έχουν εμπειρία του κόσμου μόνο από τη σκοπιά του ενός φύλου, όσοι και όσες συμμετείχαν στην έρευνα της Schilt μπόρεσαν να δουν πολύ καθαρά ότι «οι άντρες πετυχαίνουν στην εργασία σε υψηλότερα ποσοστά από τις γυναίκες εξαιτίας έμφυλων στερεοτύπων που δίνουν προτεραιότητα στην ‘αρρενοπώτητα’ και όχι επειδή έχουν περισσότερες ικανότητες ή δεξιότητες». Οι προκαταλήψεις είναι δύσκολο να αναγνωριστούν. «Μέχρι κάποιος να τις βιώσει» έγραψε ο Barresστην απάντησή του στον Summers, «απλώς δεν πιστεύει ότι υπάρχουν». Και ο κόσμος τείνει να πιστεύει ότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: «όλοι θεωρούν ότι υπάρχουν προκαταλήψεις εκεί έξω ‘αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος’» λέει η Schilt.

Ωστόσο, λέει η Schilt, οι προκαταλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες και λιγότερο αντιληπτές. Το να τις αντιμετωπίσουμε θα χρειαστεί περισσότερα από το να περιμένουμε απλώς την παλαιά φρουρά να αποσυρθεί. Η «φαντασίωση μίας δημογραφικής μεταβολής απλά δεν υπάρχει» λέει η ερευνήτρια. «Είναι θέμα κουλτούρας. Έχει να κάνει με την κοινωνική οργάνωση γύρω από τα φύλα και τους διαχωρισμούς με βάση αυτά -δωμάτια αντρών, δωμάτια γυναικών– είμαστε τόσο βέβαιοι για αυτές τις διαφορές. Και δεν είναι μόνο οι άντρες που έχουν αυτές τις ιδέες αλλά και οι γυναίκες». Οι εμπειρίες διεμφυλικών ατόμων αναδεικνύουν αυτούς τους παράγοντες με έναν εντελώς καινούργιο και ξεκάθαρο τρόπο.

Βεβαίως το δείγμα είναι πολύ μικρό και δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς το αίτιο-αιτιατό. Ο Chris Edwards ανώτερο στέλεχος διαφημιστικής εταιρίας λέει ότι μετά τη μετάβαση του ανέθεσαν περισσότερες ευθύνες – πιστεύει ωστόσο ότι η συμπεριφορά του άλλαξε εξαιτίας της τεστοστερόνης. Έγινε λιγότερο ντροπαλός και περισσότερο εξωστρεφής – και στη δουλειά θεωρούσαν πλέον ότι είχε ηγετικές ικανότητες. Όντως, κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι τρανς άντρες βιώνουν αυτά τα οφέλη στην εργασία, εν μέρη γιατί μετά τη μετάβαση νιώθουν πιο άνετα και είναι περισσότερο χαρούμενοι και η αυτοπεποίθηση που έχουν οδηγεί σε μεγαλύτερες επαγγελματικές επιτυχίες. Αν ωστόσο αυτή η θεωρία είναι σωστή, θα περίμενε κανείς ότι και οι τρανς γυναίκες οπλισμένες με την ίδια αυτοπεποίθηση θα απολάμβαναν τα ίδια οφέλη. Στην πράξη ωστόσο φαίνεται ότι ισχύει το αντίθετο.

Για να καταλάβουμε σε βάθος τις εμπειρίες των διεμφυλικών ατόμων σε σχέση με τις έμφυλες διακρίσεις στην εργασία, χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Τα περιθώρια ωστόσο μπορεί και να στενεύουν, αφού πλέον μπορεί κάποιος να αλλάξει φύλο σε όλο και μικρότερη ηλικία. Με τα κατάλληλα φάρμακα τα διεμφυλικά άτομα μπορούν σε σε νεαρή πλέον ηλικία να εμποδίσουν την ανάπτυξη των δευτερογενών έμφυλων χαρακτηριστικών. (Τέτοιες θεραπείες είναι προσβάσιμες στις ΗΠΑ από το 2009.) Ένα παιδί λοιπόν που ταυτίζεται με το αντίθετο φύλο από αυτό που έχει γεννηθεί και αναζητά θεραπεία, μπορεί πλέον να βιώνει τον κόσμο, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, από την σκοπιά αυτού και μόνο του φύλου.

Ο αριθμός ωστόσο των τρανς ατόμων που συζητά το θέμα των προκαταλήψεων και των διακρίσεων στην εργασία είναι ήδη σχετικά μικρός – αισθάνονται ότι υπάρχουν πολύ σοβαρότερα ζητήματα να ασχοληθούν. Όταν τη ρώτησαν πως αντιδρούν οι άνθρωποι όταν περιγράφει τη διαφορετική συμπεριφορά που δέχεται ως γυναίκα, η  Roughgarden απλά λέει «δεν θίγω το θέμα». Η Schilt υποστηρίζει ότι δεν είναι ευθύνη των τρανς ατόμων να διορθώσουν τις έμφυλες προκαταλήψεις. Η Roughgarden συμφωνεί. «Προσπαθούμε να έχουμε μια ζωή» λέει, «να ζήσουμε τους πραγματικούς μας ρόλους, δεν μπορούμε να καθόμαστε σε μια καφετέρια και να παραπονιόμαστε για το πως είναι ο κόσμος. Αυτός είναι ο κόσμος και πρέπει να ζήσουμε σε αυτόν».

μετάφραση: Βαγγελιώ Σουμέλη

Πηγή: NewRepublic

 

[1] Αναφορά στη μεταρύθμιση της νομοθεσίας για την εκαίδευση που έγινε στις ΗΠΑ το 1972, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες θα έχουν ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση.

[2] Έχει διαπιστωθεί, για παράδειγμα ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες αποδίδουν την επιτυχία των γυναικών συχνότερα στην τύχη, ενώ η επιτυχία των αντρών αποδίδεται συχνότερα στις ικανότητές τους. Οι γυναίκες επίσης ανταμείβονται λιγότερο όταν μοιράζονται τις απόψεις τους και αναλαμβάνουν ηγετικούς ρόλους. Μία μελέτη έδειξε ότι μία γυναίκα που κάνει αίτηση για υποτροφία έπρεπε να είναι 2,5 φορές περισσότερο παραγωγική από ότι ο μέσος άντρας για να θεωρηθεί εξίσου κατάλληλη.