της Ρένας Δούρου

«Οι γυναίκες είναι τα πολλαπλά θύματα της κρίσης». Μπορεί να ακούγεται κλισέ αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που και να ήθελα να την αγνοήσω, δεν θα τα κατάφερνα. Έχω πολλές φίλες που είτε με αποχαιρετούν τα τελευταία χρόνια εγκαταλείποντας τη χώρα προς αναζήτηση εργασίας είτε βουλιάζουν προοδευτικά στα φαινόμενα που προκαλεί ακριβώς η κρίση, δηλαδή την κατάθλιψη, την εγκατάλειψη, τη βύθιση σε μια κατάσταση δίχως αύριο, παρά μόνο ένα παρατεταμένο, ανυπόφορο από όλες τις απόψεις παρόν. Ένα αφόρητο παρόν που μου θύμισε το τηλεφώνημα της φίλης μου Μαίρης Β., που με τον χειμαρρώδη της λόγο, στάθηκε και η αφορμή για τούτο το μικρό σημείωμα.

Πράγματι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στην αγορά εργασίας ή στην οικογένεια, η γυναίκα είναι εκείνη που πληρώνει πολύ ακριβά μια κρίση που δεν περιορίζεται σε αριθμούς ή στο στενά οικονομικό πλαίσιο. Από τη μείωση των εισοδημάτων ως την επιστροφή στα πατριαρχικά πρότυπα, οι συνέπειες είναι και πολλές και καταλυτικές. Και δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς μάστερ ή διδακτορικό για να αντιληφθεί τη νέα κατάσταση που δημιουργείται με μια κρίση, που ξεκινά από την οικονομία και εξαπλώνεται μέχρι και σε δικαιώματα που τα θεωρούσαμε δεδομένες κατακτήσεις.

Η προώθηση της ισότητας των φύλων (και από κοντά και άλλα κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα) τείνει να χάσει τη δυναμική της ως κοινωνικός στόχος, μαζί με τις έμφυλες διαστάσεις μιας κρίσης, η οποία συνεχίζεται ακάθεκτη και τίποτε δεν δείχνει φως στην άκρη του τούνελ.

Δεν θα ήταν υπερβολή, να ισχυριστεί κανείς ότι οι γυναίκες είναι οι «πολυτραυματίες» μίας κρίσης που θερίζει. Και όχι μόνο αυτό. «Πολυτραυματίες» που δεν έχουν δικαίωμα στην προσοχή και το ενδιαφέρον που τους πρέπει, ανάλογα με την κατάστασή τους. Οι εργαζόμενες, οι νέες, οι άνεργες, οι φοιτήτριες, οι άνεργες μητέρες, εκείνες που πρέπει μόνες τους να κρατήσουν το νοικοκυριό, οι συνταξιούχες, όλες τους βιώνουν τον έκτο χρόνο ύφεσης και το βάθεμα της κρίσης πολύ εντονότερα από ό,τι οι άνδρες, καθώς της υφίστανται σε πολλαπλά και παράλληλα επίπεδα.

Έτσι, δεν υφίστανται μόνο τις αμιγώς οικονομικές συνέπειες, καθώς είναι «πρωταθλήτριες» σε πολλούς τομείς, όπως στην ανεργία (65%), την ανασφάλιστη εργασία, την κακοπληρωμένη εργασία, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, αλλά και τις ευρύτερα κοινωνικές. Όπως, λ.χ., την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας (ως απόρροια του οικονομικού αδιεξόδου των συντρόφων, συζύγων, αδελφών, κλπ). Ή, σε ένα άλλο επίπεδο, βιώνουν την επιστροφή, από την πίσω πόρτα, των πατριαρχικών προτύπων: η γυναίκα πρέπει να παραμένει κλεισμένη εντός των οικογενειακών τειχών, για αναπαραγωγικούς λόγους, να μην αναζητεί δουλειά στην αγορά εργασίας γιατί έτσι αυξάνει την ανεργία των ανδρών και επιπλέον «δεν επιτελεί και τον ρόλο της». Πέραν αυτού, παρατηρείται πλέον το φαινόμενο της μείωσης των γεννήσεων, όχι λόγω επιλογής, αλλά ως μια κατάσταση που επιβάλλεται από την οικονομική κρίση, σε αντίθεση π.χ. με ό,τι συνέβαινε κατά τη δεκαετία του 1980, όταν η μη απόκτηση παιδιού συνιστούσε συνειδητή, για συγκεκριμένους (ιδεολογικούς, φιλοσοφικούς) λόγους, επιλογή. Την ίδια στιγμή εκείνες που επιλέγουν να κάνουν παιδί, βρίσκονται μπροστά στα ανυπέρβλητα εμπόδια που δημιουργούν οι πολιτικές περικοπών και σκληρής λιτότητας, όπως, λ.χ., ο περιορισμός της λειτουργίας, όταν δεν υπάρχει πλήρης κατάργησή τους, των βρεφονηπιακών σταθμών των δήμων, το κλείσιμο των ολοήμερων σχολείων, της κατάργησης ΚΑΠΗ, της «συγχώνευσης» (ευφημισμός για το κλείσιμο) νοσοκομείων, δημοτικών, γυμνασίων, ΑΕΙ…

Όλα τούτα δεν είναι καινούργια. Τα έχει επισημάνει και αναλύσει πρόσφατα η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων Κατά των Γυναικών (CEDAW) του ΟΗΕ, κατά την 54η σύνοδό της στη Γενεύη, όπου εξέτασε την πορεία εφαρμογής από τη χώρα μας της αντίστοιχης σύμβασης. Τα συμπεράσματά της, που δόθηκαν στη δημοσιότητα φέτος τον Απρίλιο, δεν αφήνουν λόγους αισιοδοξίας. Δημιουργία παρατηρητηρίου για τις επιπτώσεις της κρίσης στις γυναίκες, ανάπτυξη ολοκληρωμένης πολιτικής για την ισότητα των φύλων, και άλλα σημαντικά μεν που όμως, επειδή χρειάζονται χρόνο για την εφαρμογή τους, είναι σίγουρο ότι δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στον Γολγοθά που βιώνουμε σήμερα ως «πολυτραυματίες» της κρίσης.

«Αυτή τη στιγμή αν δεν βρω άμεσα δουλειά, έστω και των 300 ευρώ το μήνα, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα κάνω». Τα λόγια της Μαίρης ηχούν στο μυαλό μου ως «καμπανάκι». Ένα «καμπανάκι» για δράση, οργάνωση των δικτύων έμπρακτης αλληλεγγύης, δράσεων, οργάνωσης διαμαρτυριών, αντίστασης μέσα από κάθε φορέα, συλλογικότητα, πρωτοβουλία, προσφέρει ανάλογη δυνατότητα. Πράγματα που γίνονται αλλά που πρέπει να επιταθούν καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε ραγδαία επιδείνωση των διακρίσεων, του ρατσισμού, του σεξισμού, σε βάρος των γυναικών, ως απότοκα της κρίσης ενός καπιταλισμού που γίνεται όλο και πιο βίαιος καθώς εισέρχεται σε αυτό που αρκετοί αναλυτές θεωρούν και το τέλος του.

Δεν έχουμε λοιπόν την πολυτέλεια να διυλίζουμε τον κώνωπα.

Βρισκόμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Ας δράσουμε ανάλογα.

ΥΓ.: Για την ιστορία του πράγματος: η Μαίρη μου ανακοίνωσε ότι μάζεψε ό,τι μπορούσε, άφησε τον μικρό στη μητέρα της, και φεύγει για Αυστραλία. Για έναν χρόνο τουλάχιστον…