της Μαρίας Καραμεσίνη*

Η ανάλυση της εργασίας των γυναικών στη σημερινή συγκυρία δεν μπορεί παρά να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της ιστορικής κρίσης που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία, της σκληρής πολιτικής λιτότητας χωρίς τέλος και των σαρωτικών νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας, των απολύσεων που τώρα πια απειλούν το σκληρό πυρήνα των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα, του ακρωτηριασμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της πτώσης των μισθών, των μονομερών μεταβολών στο εργασιακό καθεστώς των εργαζομένων από την πλευρά των εργοδοτών και της παραβίασης στην πράξη των εργασιακών τους δικαιωμάτων, της αύξησης του αριθμού των νοικοκυριών χωρίς κανένα εργαζόμενο και του πληθυσμού χωρίς πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, της δραματικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων, της εξάπλωσης της φτώχειας και της περιστολής των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Σ’ αυτήν τη συγκυρία εκρηκτικής ανεργίας και συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, που δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή  και παραπέμπει τα άτομα στην οικογένεια για οικονομική, συναισθηματική και ψυχολογική στήριξη,  συντελείται ταυτόχρονα, και πρέπει ως φεμινίστριες να το υπογραμμίζουμε, μία συντηρητικοποίηση και αναδίπλωση της κοινωνίας προς πιο παραδοσιακά πρότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων και μια δυσανεξία απέναντι στις φεμινιστικές διεκδικήσεις. Συντηρητικοποίηση που δεν περιορίζεται στον σεξισμό της Χρυσής Αυγής και την  ιδεολογία νέο-συντηρητικών και πατριωτικών κομμάτων και φορέων, αλλά διαπερνά οριζόντια το κοινωνικό σώμα και έχει διαβρώσει ακόμα και την ριζοσπαστική αριστερά. Στην καλύτερη περίπτωση, οι «δυσανεκτικοί» θεωρούν την ισότητα των φύλων σχεδόν κατακτημένη και τις εμμένουσες ανισότητες φύλου πρόβλημα «πολυτελείας» μπροστά στην καταβαράθρωση της κοινωνίας και της χώρας και την ανάγκη για αρραγές μέτωπο κοινωνικών αγώνων.

Το παράδοξο είναι ότι αυτή η συντηρητικοποίηση λαμβάνει χώρα μία ιστορική στιγμή που οι γυναίκες καλούνται να διαδραματίσουν έναν κεντρικό ρόλο στην κοινωνική αναπαραγωγή όχι μόνο μέσω της απλήρωτης εργασίας αλλά και της οικονομικής τους συμβολής στο οικογενειακό εισόδημα. Με την τεράστια υποχώρηση της ανδρικής απασχόλησης (22% μείωση μεταξύ 2008 και 2013), την εκτίναξη της ανεργίας των νέων στα ύψη και την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους οι γυναίκες καλούνται όχι μόνο να φροντίσουν συντρόφους, παιδιά και ηλικιωμένους αλλά και να τους στηρίξουν οικονομικά με τη δουλειά, τη σύνταξη ή το επίδομά τους.  Όπως δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία, σε πείσμα της παρατεταμένης ανόδου του γυναικείου ποσοστού ανεργίας, οι γυναίκες 30 έως 50 ετών αύξησαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό, την ίδια στιγμή που οι γυναίκες πάνω από τα 50 ωθούνταν στην πρόωρη συνταξιοδότηση και αποχώρηση από την αγορά εργασίας.

Αυτή η τεράστια κινητοποίηση των γυναικών προς αναζήτηση αμειβόμενης εργασίας – που δείχνει ότι οι γυναίκες αρνούνται να παίξουν ρόλο εφεδρικού στρατού εργασίας για το σύστημα – σημειώνεται τη στιγμή που η κρίση και οι ασκούμενες υφεσιακές πολιτικές έχουν επιφέρει δραματική συρρίκνωση της γυναικείας απασχόλησης (19% μείωση μεταξύ 2008 και 2013), αντιστρέφοντας πλήρως την ανοδική τάση των προηγούμενων δεκαετιών, και έχουν μειώσει το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών20-64 ετών κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες , επαναφέροντάς το στο επίπεδο του 1998. Οι γυναίκες δεν αποθαρρύνονται από τις απολύσεις, την μείωση των ευκαιριών απασχόλησης και την εκτίναξη  του γυναικείου ποσοστού ανεργίας (έφτασε  32% τον Νοέμβριο του 2013 από 12% τον Νοέμβριο του 2008). Διεκδικούν επίμονα το δικαίωμα στην αμειβόμενη εργασία.

Παράλληλα, οι γυναίκες που έχουν εργασία κινητοποιούνται δυναμικά για τη διατήρησή της. Οι καθαρίστριες του υπ. Οικονομικών δίνουν υποδειγματικό αγώνα και δεν διστάζουν να προκαλούν την τρόικα και την κυβέρνηση. Το ίδιο υποδειγματική ήταν η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων – στην πλειονότητά τους γυναίκες – ενάντια στη διαθεσιμότητα. Η διαθεσιμότητα των εκπαιδευτικών επαγγελματικών λυκείων είναι άλλο ένα παράδειγμα του πώς ο δημόσιος τομέας έχει πάψει πλέον να αποτελεί για τις γυναίκες εργοδότη που δημιουργεί θέσεις σταθερής απασχόλησης, με καλές συνθήκες εργασίας και δικαιώματα. Επίσης, η κατάργηση κυρίως «γυναικείων» ειδικοτήτων από τα επαγγελματικά λύκεια και η μεταφορά τους στα ΙΕΚ (όπου ισχύουν δίδακτρα) στερούν από κορίτσια των λαϊκών τάξεων το δικαίωμα στην δωρεάν παιδεία, που αποτέλεσε ιστορικά την απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική χειραφέτηση των γυναικών των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων μέσω της πρόσβασης στην απασχόληση.

Είναι λίγο-πολύ γνωστό ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσης η μείωση των θέσεων εργασίας έπληξε περισσότερο τους άνδρες από τις γυναίκες. Αυτό που όμως πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι, από τα μέσα του 2010 και την υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου μέχρι σήμερα, η γυναικεία απασχόληση μειώθηκε αναλογικά το ίδιο με την ανδρική απασχόληση. Συνεπώς, οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης πλήττουν το ίδιο άνδρες και γυναίκες, με τη διαφορά ότι οι γυναίκες στο σημείο αφετηρίας βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από τους άνδρες στην αγορά εργασίας, όπως και σήμερα. Έτσι οι ανισότητες φύλου στην απασχόληση και την ανεργία παραμένουν. Μάλιστα, τον τελευταίο χρόνο, η ψαλίδα μεταξύ του ανδρικού και γυναικείου ποσοστού ανεργίας διευρύνθηκε. Επίσης ενώ τα ποσοστά ανεργίας στους νέους έχουν φτάσει σε ιλιγγιώδη επίπεδα, τα ποσοστά στα κορίτσια 15-24 και 25-29 ετών (63% και 47%) είναι πολύ υψηλότερα αυτών των αγοριών (53% και 41%).

Η υπονόμευση της μονιμότητας της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα και οι προσλήψεις με το σταγονόμετρο έχουν υπονομεύσει τις επαγγελματικές προοπτικές κυρίως των μορφωμένων γυναικών και των νέων κοριτσιών που μπαίνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε επιστημονικούς κλάδους των οποίων οι απόφοιτοι έχουν ως κύρια επαγγελματική διέξοδο τον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, ένα άλλο μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού – το πιο ευάλωτο – απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα στον οποίο οι αμοιβές και τα εργασιακά δικαιώματα αφενός έχουν περιοριστεί με μνημονιακούς νόμους αφετέρου καταστρατηγούνται στην πράξη. Σε αυτόν τον τομέα οι γυναίκες θίγονται από την περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων και τον περιορισμό της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας περισσότερο από τους άνδρες. Η ασυμμετρία οφείλεται αφενός στο ότι οι γυναίκες υπερ-αντιπροσωπεύονται στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και στους εργαζόμενους που αμείβονται με τις κατώτατες αποδοχές και είναι χαμηλόμισθοι, αφετέρου στο ότι αυτές είναι πιο υποχωρητικές από τους άνδρες στις ατομικές διαπραγματεύσεις μισθών και στους εκβιασμούς των εργοδοτών για επιβολή όρων και συνθηκών εργασίας που καταστρατηγούν δικαιώματα. Τέλος, η μητρότητα τις καθιστά περισσότερο ευάλωτες στις απόπειρες των εργοδοτών για περικοπές κόστους.

Τα στοιχεία του ΣΕΠΕ για γενικές παραβιάσεις δικαιωμάτων δεν αναλύονται κατά φύλο. Οι ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων του παρέχουν στοιχεία μόνο για εργατικές διαφορές που αφορούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και την εργασία και τη νομοθεσία για τις γονικές άδειες. Αυτές οι διαφορές αυξήθηκαν από 11 το 2007 σε 79 το 2010, έπεσαν στις 38 το 2011 και ανέβηκαν στις 50 το 2012. Αυτές οι διαφορές, αποτέλεσμα καταγγελίας των εργαζομένων, αποτελούν πολύ μικρό μέρος των καταστρατηγήσεων δικαιωμάτων στην πράξη.

Η συντριπτική πλειονότητα των παραβιάσεων της νομοθεσίας αφορούν τη μητρότητα. Αφορούν τον απολύσεις εγκύων ή μητέρων κατά τη διάρκεια προστασίας της μητρότητας, τον εξαναγκασμό εγκύων σε παραίτηση, τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας σε προστατευόμενες μητέρες ή κατά την επάνοδο στην εργασία, τη μη χορήγηση της ειδικής παροχής προστασίας της μητρότητας κλπ.

Ο Συνήγορος του Πολίτη διερεύνησε τα τελευταία χρόνια ένα φαινόμενο που έχει πάρει διαστάσεις στην αγορά εργασίας: τη μονομερή επιβολή εκ περιτροπής και μερικής απασχόλησης σε εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση. Ειδική έκθεση του Συνήγορου έχει εντοπίσει συχνά κρούσματα εφαρμογής της εκ περιτροπής απασχόλησης σε εργαζόμενες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή που είχαν μόλις επιστρέψει στην εργασία τους μετά την άδεια μητρότητας.

Συμπερασματικά, η οικονομική κρίση χρησιμοποιείται από τους εργοδότες ως μοχλός πίεσης σε ήδη εργαζόμενους ή σε όσους αναζητούν εργασία να αποδεχθούν δυσμενέστερους όρους απασχόλησης και εργασίας. Η αναζήτηση και η διατήρηση της θέσης εργασίας φέρνει τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα τις γυναίκες σε εξαιρετικά αδύναμη θέση. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στις εγκύους, αυτές που επιστρέφουν από άδεια μητρότητας και, γενικότερα, σε όσες γυναίκες έχουν τις λιγότερες ευκαιρίες και τη μεγαλύτερη ανάγκη για δουλειά: γυναίκες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις, μετανάστριες που παλεύουν για να αποκτήσουν τα ένσημα για νόμιμη παραμονή κλπ.

Οι φεμινίστριες οφείλουμε να αναδεικνύουμε τόσο τις διαφορετικές συνθήκες που καθιστούν γυναίκες και άνδρες λιγότερο ή περισσότερο ευάλωτους στις ανατροπές που φέρνει η κρίση, αλλά και τις διαφορές  μεταξύ των γυναικών ως προς τους όρους εργασίας και διαβίωσης ανάλογα με την τάξη, τη φυλή και την εθνική προέλευση. Οφείλουμε επίσης να αναγνωρίσουμε ότι η κρίση αποτελεί κρίσιμη περίοδο αναδιαπραγμάτευσης των σχέσεων φύλου στην κοινωνία προς το καλύτερο ή το χειρότερο, υποχώρησης ή αναζωπύρωσης της ιδεολογίας της ισότητας. Αυτό είναι και το πεδίο παρέμβασης.

*Πανεπιστημιακός, Πάντειο. Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση στην εκδήλωση του Φύλου Συκής «Η εργασία των γυναικών στη σημερινή συγκυρία», που πραγματοποιήθηκε στις 4/3/2014