sabines1

της Ντίνας Βαΐου

Καθώς η πολύπλευρη κρίση στην Ελλάδα βαθαίνει, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η μικρή και περιφερειακή ελληνική οικονομία έχει αποτελέσει ένα εύκολο πεδίο νεοφιλελεύθερου πειραματισμού για τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, για την κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, για τη μετάλλαξη μιας οικονομίας που αρθρώνεται γύρω από τις μικρές επιχειρήσεις και την αυτό-απασχόληση, για την απονομιμοποίηση άτυπων πρακτικών επιβίωσης και τις διασυνδέσεις τους με οικογενειακές στρατηγικές, για την περιθωριοποίηση των δημοκρατικών θεσμών και την αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας. Στο ρευστό πεδίο των γρήγορων κυβερνητικών προσαρμογών σε μνημονιακές επιταγές και εσωτερικές ισορροπίες τρόμου διαμορφώνεται μεταξύ πολιτικών και σχολιαστών από όλο το πολιτικό φάσμα μια κυρίαρχη συζήτηση που εστιάζει στο μέγεθος και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την πιθανότητα Grexit, το μέγεθος και το χρόνο της επόμενης δόσης του δανείου κοκ. Αυτή η μακρο-οικονομική θεώρηση επιτρέπει να αναδυθούν και να γίνουν κεντρικές ορισμένες πλευρές της κρίσης ενώ άλλες αποκρύβονται ή θεωρούνται περιθωριακά ή ίσως «πολυτελή» ενδιαφέροντα.

Δεν είναι υπερβολή ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις[1], το φύλο απουσιάζει από τη συζήτηση αυτή, παρ’ όλο που πίσω από τα στατιστικά δεδομένα και τις μακρο-οικονομικές εκτιμήσεις, συγκεκριμένα ενσώματα και έμφυλα υποκείμενα ζουν με την ανεργία, την επισφάλεια, τις περικοπές μισθών και συντάξεων, τα συρρικνούμενα δικαιώματα και την αυξανόμενη καθημερινή βία στις γειτονιές της Αθήνας, μιας πόλης όπου «η λιτότητα δαγκώνει»[2] . Το ζήτημα του φύλου μοιάζει να αποτελεί ταμπού σε όλο το πολιτικό φάσμα, ακόμη και στην αριστερά κάθε απόχρωσης. Αντιμετωπίζεται ως «ειδικό», δηλαδή λιγότερο σημαντικό, θέμα που μπορεί να μας αποπροσανατολίσει από το «κύριο πρόβλημα». Οι ιστορίες (ή τα στιγμιότυπα) που ακολουθούν αφηγούνται γνωστά εν πολλοίς περιστατικά ή εξελίξεις. Βοηθούν όμως να σκεφτούμε πώς  έμφυλες εμπειρίες και σημαντικές ανατροπές της καθημερινότητας ταυτίζονται με ή αποκλίνουν από μια γενική εικόνα για «την» κρίση.

πέντε ιστορίες για την κρίση

σώματα σε διαθεσιμότητα 

Ένα σημαντικό πεδίο άσκησης των πολιτικών λιτότητας, όπως ξέρουμε, έχει να κάνει με τη μείωση του δημόσιου τομέα, πράγμα που πρακτικά σημαίνει χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι 595 καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών και οι 1699 διοικητικοί υπάλληλοι οκτώ πανεπιστημίων της χώρας που βρέθηκαν σε διαθεσιμότητα από τον περασμένο Οκτώβριο. Οι διοικητικοί υπάλληλοι αποδύθηκαν σε έναν σκληρό και ταυτόχρονα ευρηματικό αγώνα ενάντια στις απολύσεις, με συνολική απεργιακή κινητοποίηση το τελευταίο τρίμηνο του 2013 και βρίσκονται ακόμη σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με το Υπουργείο Παιδείας. Οι καθαρίστριες, που πρόσφατα δικαιώθηκαν από τα δικαστήρια, βρίσκονται σε συνεχή κινητοποίηση πολλούς μήνες τώρα, αποκρούοντας την αστυνομική βία, τις διαστρεβλώσεις του αγώνα και των αιτημάτων τους από τα ΜΜΕ και τις κυβερνητικές αυθαιρεσίες. Αυτό που σπάνια υπογραμμίζεται είναι πως τα συγκεκριμένα σώματα που αγωνίζονται είναι γυναικεία[3]  – γυναίκες με διαφορετική ηλικία, εμπειρία και τοποθέτηση που δεν δέχτηκαν παθητικά τις απαιτήσεις της τρόικας και διεκδίκησαν δημόσια το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή δουλειά και σε ανεκτές συνθήκες ζωής.

αποκλεισμένες από «την αγορά»

Στα χρόνια της λιτότητας, η καταγραμμένη ανεργία των νέων γυναικών (κάτω των 25 ετών) έχει φτάσει το 61%. Η εκτόξευση της ανεργίας, της οποίας οι επιπτώσεις είναι ορατές σε πολλές γειτονιές της Αθήνας, αποκλείει τις νέες γυναίκες από μια ολόκληρη γκάμα κοινωνικών δικαιωμάτων, ακόμη κι όταν έχουν υψηλά προσόντα. Περιορίζει τις επιλογές και τις προοπτικές ζωής τους και τις αποθαρρύνει ακόμη αι από τη διεκδίκηση της χειραφέτησης και του δικαιώματος σε μια αυτόνομη ζωή. Οι επισφαλείς και περιστασιακές δουλειές και οι εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές εμποδίζουν την οικονομική χειραφέτηση, περιορίζουν συναισθηματικές και σεξουαλικές επιλογές, υποσκάπτουν την αυτό-εκτίμηση και την σωματική και ψυχική υγεία. Η επιστροφή σε «παραδοσιακούς ρόλους» και καταμερισμούς εργασίας καραδοκεί ενώ η μετανάστευση, που γίνεται όλο και πιο δύσκολο εγχείρημα, μοιάζει σαν η μόνη διέξοδος για τις πιο δυναμικές, ακόμη και όταν κατευθύνεται σε τόπους «δύσκολους» (πχ γυναίκες μηχανικοί στις χώρες του Κόλπου).

ξανα-πέφτοντας στην «παρανομία»

Οι περικοπές μισθών και συντάξεων, παράλληλα με την αποδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών, υπογραμμίζονται συχνά στην κριτική της αριστεράς για τις μνημονιακές πολιτικές. Αυτό που δεν υπογραμμίζεται είναι πως η αποδιάρθρωση χτυπάει κυρίως γυναίκες: γυναίκες-αποδέκτριες υπηρεσιών για τις ίδιες και για άλλα μέλη των νοικοκυριών τους, ντόπιες γυναίκες εργαζόμενες στις υπηρεσίες όπου συγκεντρωνόταν το 79% της γυναικείας απασχόλησης προ κρίσης, και μετανάστριες εργαζόμενες στη φροντίδα κατ’ οίκον, έναν τομέα που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά-το-1989, χάρη στην άνοδο του οικογενειακού εισοδήματος και την παράλληλη μαζική έξοδο των ντόπιων γυναικών στην αγορά εργασίας[4]. Η απώλεια της απασχόλησης στην κατ’ οίκον φροντίδα για τις μετανάστριες δεν σημαίνει μόνο δυσκολία επιβίωσης. Σημαίνει και απώλεια «νομιμότητας», μια και αυτή συναρτάται με την απασχόληση και την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών. Και ακόμη σημαίνει δυσκολία επιβίωσης των οικογενειών που έχουν αφήσει «πίσω» – πράγμα που συνδέει την ελληνική κρίση με διάφορους «άλλους» τόπους της Ευρώπης κι όχι μόνο.

ζώντας με την καθημερινή βία

Οι ανασφάλειες της ανεργίας, των περικοπών και της επισφάλειας εντείνονται από τον καθημερινό φόβο, ιδιαίτερα σε περιοχές της Αθήνας όπου η ΧΑ διεκδικεί εδαφοκυριαρχία και έλεγχο του χώρου. Οι πρακτικές και ο λόγος μίσους, πέρα από την άμεση βία, οδηγούν και σε μια αποδοχή της επιθετικότητας και σε μια διολίσθηση προς πιο συντηρητικές στάσεις – μέρος των οποίων είναι ο σεξισμός, η υιοθέτηση και προβολή ακραίων σεξιστικών προτύπων, συμπεριφορών και λόγων. Σε ένα πλαίσιο όπου η βία γενικεύεται, η βία εναντίον των γυναικών, μέσα στην οικογένεια και στο δημόσιο χώρο, αυξάνεται επίσης – αν και είναι καλά κρυμμένη σε μια συνωμοσία σιωπής. Τα στοιχεία είναι σπάνια αλλά πολύ χαρακτηριστικά: τα τελευταία τρία χρόνια μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία από τον σύντροφό της, μία στις δύο έχει εμπειρία σεξουαλικής βίας συμπεριλαμβανομένου και του βιασμού, μία στις δέκα σοβαρό τραυματισμό, ενώ η λεκτική και οικονομική βία αυξήθηκαν κατακόρυφα[5].

στηρίζοντας πρωτοβουλίες αλληλεγγύης

Οι πρακτικές επιβίωσης και αντίστασης στην κρίση δεν περιορίζονται στον ιδιωτικό χώρο, όπου οι γυναίκες επωμίζονται έναν αυξανόμενο όγκο όλο και πιο βαριάς οικιακής εργασίας και φροντίδας. Επεκτείνονται και στη δυναμική, αν και αφανή, δραστηριοποίηση των γυναικών στο πλήθος των πρωτοβουλιών αλληλεγγύης που έχουν αναδυθεί στις γειτονιές της Αθήνας και άλλων πόλεων. Συλλογικές κουζίνες, κοινωνικά παντοπωλεία, κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, ανταλλακτικά παζάρια, κοινωνικοί χώροι, τοπικές συνελεύσεις, συμβουλευτικά κέντρα, καταλήψεις δημόσιων χώρων, εγχειρήματα συλλογικής επιχειρηματικότητας και πολλά άλλα – ένα «αρχιπέλαγος κοινωνικών εμπειριών» – επιχειρούν να ανασυγκροτήσουν τον κοινωνικό ιστό. Ο γενικά θαυμαστικός λόγος για τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης παραλείπει μια σημαντική «λεπτομέρεια»: τα σώματα που προσφέρουν χρόνο και πάθος για την επιβίωση των πρωτοβουλιών αυτών είναι σε μεγάλο βαθμό γυναικεία, συχνά αποκλεισμένα από «την αγορά» αλλά με δυναμική αντίσταση στον ιδιωτικό και το δημόσιο χώρο της καθημερινότητας.

τι μας λένε οι ιστορίες;

Το πέρασμα από τα γενικά δεδομένα για «την ελληνική κρίση» στις εμπειρίες  συγκεκριμένων ενσώματων υποκειμένων – και πίσω – δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως αυτή η διάσχιση κλιμάκων προχωρεί τη σκέψη προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, βοηθάει να καταλάβουμε τους πολλαπλούς προσδιορισμούς μιας αναφοράς στην κρίση που συχνά παραμένει γενική και γενικόλογη. Δεύτερον, βοηθάει να συγκροτήσουμε μια προσέγγιση που συνειδητά παλινδρομεί μεταξύ επιπέδων αναφοράς τα οποία συνήθως διαχωρίζονται: από τη μια ο λόγος και οι ερμηνείες που οργανώνονται γύρω από τη «μεγάλη εικόνα» και τις παγκόσμιες αναλύσεις και από την άλλη τα ενσώματα υποκείμενα και οι καθημερινές πρακτικές πίσω από τις στατιστικές  – οι διαφορετικές γυναίκες και άνδρες που ζουν στις γειτονιές της πόλης, στους χώρους της καθημερινότητας όπου διαχέεται η αυξανόμενη γοητεία όλο και πιο συντηρητικών αντιλήψεων που συνδέουν την ξενοφοβία, τον σεξισμό, την ομοφοβία, τον ρατσισμό, τις ταξικές πολιτικές[6].

Οι αβεβαιότητες που δημιουργεί η κρίση μοιάζει να οδηγούν σε πιο συντηρητικές συμπεριφορές και έμφυλους καταμερισμούς εργασίας, σε πιο σκληρές έμφυλες ιεραρχίες και σε μια αυξανόμενη αποδοχή και «κανονικοποίηση» της υποβάθμισης των γυναικών. Ο σεξιστικός, ρατσιστικός και ομοφοβικός λόγος και οι επιθετικές μάτσο συμπεριφορές της ΧΑ βρίσκουν εύφορο έδαφος μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι προσωπικά και συλλογικά έχουν θιγεί από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που διαμορφώνουν οι πολιτικές λιτότητας. Στο πλαίσιο αυτό πραγματικές ή φανταστικές απειλές, ο φόβος και η ανασφάλεια επηρεάζουν τις καθημερινές πρακτικές και τους τρόπους συμβίωσης στις γειτονιές και τους δημόσιους χώρους της πόλης. Ταυτόχρονα όμως οι αγώνες ενάντια στη διαθεσιμότητα και την ανεργία και οι πρακτικές συμβίωσης στους χώρους που συγκροτούν οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης (μπορεί να) ανοίγουν χώρο για ενδυνάμωση και διαπραγμάτευση των ιεραρχιών φύλου – και πολλών ακόμη σχέσεων δύναμης.

Όπως μας μαθαίνουν οι ιστορίες καθημερινών γυναικών, το να ζήσουμε με την πολλαπλότητα και την αμοιβαιότητα δεν είναι μια θεωρητική σύλληψη[7]. Είναι ένα στοίχημα που περιλαμβάνει αντιφάσεις, απαιτεί επένδυση χρόνου και εργασίας, τόσο υλικής όσο και συναισθηματικής, την οποία προσφέρουν αφειδώς σώματα «χωρίς σημασία» – σώματα που βγαίνουν από την απομόνωση και την απελπισία του ιδιωτικού χώρου και παλεύουν με νέους τρόπους προσαρμογής αλλά και αντίστασης στην κρίση. Με την έννοια αυτή, οι ιστορίες καθημερινών γυναικών δεν είναι μια ιδιαιτερότητα που μπορούμε εύκολα να αγνοήσουμε όταν καταπιανόμαστε με «την» κρίση. Η αλλαγή εστίασης, όπως στη φωτογραφία, δεν σημαίνει διεύρυνση ή μείωση του αντικειμένου, σημαίνει αλλαγή οπτικής. Οι ιστορίες που συνδέουν συγκεκριμένα σώματα με παγκόσμιες διαδικασίες πλουτίζουν τις αναλύσεις μας με πιο σύνθετες και πιο ευέλικτες παραμέτρους και επηρεάζουν τη «μεγάλη εικόνα» – κι όχι μόνο το αντίστροφο. Αυτή η θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση είναι και πολιτικά σημαντική στη σημερινή συγκυρία: προσφέρει ένα σημείο θέασης των πραγμάτων από το οποίο μπορούμε να επανεξετάσουμε το περιεχόμενο και τις πρακτικές που υπονοεί το «κάνω πολιτική», επαναξιολογώντας αιτήματα πρόσβασης, ορατότητας και συμμετοχής σε διαφορετικούς χώρους, υλικούς και συμβολικούς.

 

[1] Βλ. πχ Αβδελά Ε. (2011) Το φύλο στην (σε) κρίση ή τι συμβαίνει στις γυναίκες σε χαλεπούς καιρούς, Σύγχρονα Θέματα, τ. 115: 17-26. Karamessini M (2013) Structural crisis and adjustment in Greece. Social regression and the challenge for gender equality. In Karamessini M and Rubery J (eds) Women and Austerity. The economic crisis and the future for gender equality. London: Routledge: 165-185. Vaiou D (2014) Tracing aspects of the Greek crisis in Athens. Putting women in the picture. European Urban and Regional Studies online first

[2] Peck J. (2012) Austerity urbanism. American cities under extreme economy. City 16 (6): 626-655. Harvey D (2012) Rebel Cities. From the right to the city to the urban revolution.London and New York: Verso

[3] Μόνο μία καθαρίστρια και λιγότερο από 25% των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων είναι άνδρες. Σημειώνω επίσης πως «καθαρίστρια» είναι μια επαγγελματική κατηγορία που έχει αρσενικό μόνο όταν αποκτήσει πρόσθετο προσδιορισμό (πχ «οδοκαθαριστής»).

[4] Βλ. μεταξύάλλων Vaiou D. (2013) Transnational city lives: changing patterns of care and neighbouring. In Peake L and Rieker M (eds) Rethinking Feminist Interventions into the urban. London and New York: Routledge pp. 52-67

[5] Βλ. Πρόσφατη έρευνα (2013) του Ανδρολογικού Ινστιτούτου για τη σεξουαλική συμπεριφορά των ανδρών, καθώς και την επεξεργασία των στοιχείων από τη Γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας

[6] Αθανασίου Α. (2012) Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», Αθήνα: Σαββάλας.

[7] Βλ και Massey D. (1994) Space, place and gender. Cambridge: Polity Press