της Άννας Κοντοθανάση*

Θεσμοί και δράσεις πρόληψης σωματικών και ψυχικών νοσημάτων λόγω συντροφικής βίας

Πλήθος λόγων, ψυχολογικοί, κοινωνικοί, θεσμικοί, οικονομικοί, ακρωτηριάζουν τόσο την αίσθηση του εγώ μας όσο και τα κίνητρα των σχέσεών μας με το άλλο φύλο και διαμορφώνουν τις σχέσεις μας σε κατάσταση κάποιες φορές ανισοτιμίας. Ας δούμε τους θεσμικούς εκείνους φραγμούς, που σε συνάρτηση με τους άλλους δυσκολεύουν τόσο την απόδραση από τις βίαιες σχέσεις όσο και την αυτόνομη ύπαρξη και επιβίωσή μας.

Ακόμη και μετά την τυπικά ισότιμη οικογένεια του νέου οικογενειακού δικαίου, δηλαδή μετά το 1983, οπότε και ψηφίστηκε ο νόμος που κύρωνε τη Διεθνή Σύμβαση για την εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου, ακόμη και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, οπότε και ψηφίστηκε το άρθρο 116 παρ. 2, που προβλέπει τις θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών, για την επίτευξη της ουσιαστικής ισότητας, υπάρχουν θεσμικές προβλέψεις που ευνοούν την εσωτερίκευση της βίας του ανωτέρου θεωρώντας τη μάλιστα ως ψυχικά επωφελή. Έτσι, παρατηρούμε στον Ποινικό Κώδικα, στο άρθρο 344, που α­φο­ρά στη δίωξη του αδικήματος του άρθρου 336, για το βιασμό, ότι δύναται να σταματήσει η ποινική δίωξη που αρχίζει αυτεπάγγελτα, εφόσον δηλώσει η γυναίκα-θύμα ότι θα τραυματιστεί ψυχικά από τη διαδικασία. Αυτή η περίπτωση του ψυχικού τραυματισμού κρύβει από πίσω απειλές, πιέσεις, εξαγορές χρηματικές και σε κάθε περίπτωση είναι έωλη, καθώς:

Με δεδομένο ότι όπως προκύπτει από τη βιβλιογραφία, το μετατραυματικό σύνδρομο του βιασμού είναι έντονο μεν, ιάσιμο όμως, εφόσον παρασχεθεί εντατική ψυχολογική φροντίδα στο θύμα, υποχρέωση της πολιτείας είναι η δίωξη του δράστη και όχι η παροχή δυνατότητας στο δράστη να απειλήσει ή με άλλο τρόπο επηρεάσει το θύμα να υπαναχωρήσει από την καταγγελία.

Εξάλλου, σημαντική πρόοδο στη θεραπεία του θύματος αποτελεί η καταγγελία και η τιμωρία του βιαστή, όπως παρατηρούν οι ψυχολόγοι και εγκληματολόγοι, όχι η αποσιώπηση της πράξης. Επιπλέον, αποτελεί ανεπίτρεπτη ρύθμιση η δυνατότητα της δικαιοσύνης να απέχει από αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα, καθώς αυτά ι­δίως αφορούν όλη την κοινωνία και δεν αποτελούν δικαίωμα διάθεσης του θύματος, πολλώ δε μάλλον που, όπως έχει αποδειχθεί, το θύμα επιθυμεί την τιμωρία του δράστη και την άρση της αυτοενοχοποίησης που συχνά αισθάνεται συνεπεία του μετατραυματικού συνδρόμου.  Άλλες περιπτώσεις εσωτερίκευσης της βίας έχουν να κάνουν με τη στάση της αστυνομίας, τη στάση των εισαγγελέων και δικαστών κ.λπ.

Ενδοοικογενειακή βία

Η βία κατά των γυναικών ποτέ δεν υπήρξε πρόβλημα υψίστης προτεραιότητας για την Ελλάδα. Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση του ΟΗΕ στο Πεκίνο για την εξάλειψη κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών το 1983. Όμως, πρώτη φορά που ασχολήθηκε το κράτος ήταν το 1988, οπότε άνοιξε και το πρώτο καταφύγιο για γυναίκες θύματα κακοποίησης, χωρίς να υπάρξει καμία αλλαγή στο νομο­θετικό πλαίσιο. Η ψυχική βία στο ζευγάρι δεν θεω­ρεί­το αδίκημα, ούτε ο βιασμός της συντρόφου-συζύγου. Αλλά και λίγες περιπτώσεις καταγγέλλονταν, ακόμη και σε σοβαρά ζητήματα σωματικής βίας.

Το 2006 και μετά πολλές προσπάθειες των μελών του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα και διεθνώς, ψηφίστηκε ο νόμος 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Παρόλο, που προβλέπει την κατάργηση της λέξης «εξώγαμη» συνουσία στο αδίκημα του βιασμού, δηλαδή δέχεται και το βιασμό μέσα στο γάμο, παρόλο που προβλέπει επαύξηση των ποινών των βασικών εγκλημάτων όταν γίνονται μέσα στο ζευγάρι, παρόλο που προβλέπει αναμόρφωση του δράστη και συμβουλευτική του από ειδικούς, στα χαμηλά πλημμελήματα, παρόλα αυτά, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη όπως πρέπει και αυτό διότι, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική του έκθεση: «Ο νόμος προτίθεται να προστατεύψει, εκτός των γυναικών, και ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων, όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, τα ΑΜΕΑ κ.λπ.), χωρίς να επεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των προσώπων της οικογένειας και χωρίς να θίγει τα ήθη, τις αξίες και τις αρχές της ελληνικής κοινωνίας. Την ίδια στιγμή, μολαταύτα, αναγνωρίζει ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι ένα ιδιωτικό γεγονός, αλλά μία σοβαρή κοινωνική παθολογία, που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδιαίτερα των γυναικών, που πλήττονται ιδιαίτερα από το φαινόμενο».

Η ελληνική κοινωνία

Παρακολουθούμε την αγωνία του νομοθέτη να μη θιγούν οι αρχές, οι αξίες και τα ήθη της ελληνικής κοινωνίας και η προσωπικότητα των μελών της οικογένειας και τη συμπλήρωσή της με μία ρητορική περί δικαιωμάτων της γυναίκας. Είναι εύκολο επομένως και έτσι έχει γίνει, να σκεφτεί κάθε φορά οι αστυνομικοί, οι εισαγγελείς, οι δικαστές, τα ήθη, τις αξίες, τις αρχές της ελληνικής κοινωνίας και να θεωρήσει ορισμένες καταγγελίες ως ήσσονος σημασίας. Αναφορικά μάλιστα με την ποινική διαμεσολάβηση, που προβλέπει ο νόμος αυτός, δηλαδή την παύση της ποινικής δίωξης αν ζητήσει συγγνώμη ο δράστης και υποσχεθεί να μην το ξανακάνει, καθώς και να μπει σε κατάλληλο θεραπευτικό μέτρο, ο τότε υπουργός κ. Παπαληγούρας είχε πει στη συζήτηση του νομοσχεδίου, στα πρακτικά της βουλής, ότι από αυτό το μέτρο δεν θα ωφεληθεί κανείς, είναι θέμα δημόσιας τάξης και αποσυμφόρησης των προσωρινών κρατήσεων. Ο δε κ. Κοσμίδης, βουλευτής της ΝΔ, είχε πει ότι ο βιασμός στο γάμο δεν είναι ίσης βαρύτητας με το βιασμό εκτός γάμου.

Ακόμη και η θετική παραδοχή του νομοθετήματος ότι υπάρχει ψυχολογική βία στο γάμο που πρέπει να καταγγέλλεται, δεν έχει εφαρμοστεί στην πρά­ξη. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αξιοσημείωτες αποφάσεις για βιασμό μέσα στο γάμο και για προσβολές της προσωπικότητας αναφορικά με το διαζύγιο, στη διαδικασία δηλαδή των πολιτικών δικαστηρίων.

Δομές στήριξης των γυναικών

Το 2011, με πρωτοβουλία της τότε ΓΓΙ Μαρίας Στρατηγάκη, συστάθηκε νομοπαρασκευαστική επιτροπή, προκειμένου να προσαρμοστεί η νομοθεσία μας στη νομοθεσία της Ισπανίας, στον νό­μο 35/2004, που σύμφωνα με όλες τις γυναικείες οργανώσεις είναι ο πληρέστερος στην προστασία των γυναικών.

Μάλιστα ο νόμος αυτός προβλέπει αφενός ειδικά δικαστήρια για τις υποθέσεις βίας κατά των γυναικών, τα οικογενειακά δικαστήρια, καθώς και εκπαίδευση στην ισότητα των δύο φύλων σε όλες τις φάσεις της εκπαίδευσης και στα ΑΕΙ, στους ειδικούς γιατρούς, δικαστές, εισαγγελείς, αστυνομικούς, εκπαιδευτικούς που εμπλέκονται στο ζήτημα, καθώς και συντονισμό όλων των υπηρεσιών μεταξύ τους για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Όμως, το νομοθέτημα δεν προχώρησε ποτέ λόγω έλλειψης χρημάτων, όπως επικαλέστηκε η τότε κυβέρνηση.

Σήμερα, υπάρχουν 12 δομές -ημερήσια κέντρα συμβουλευτικής γυναικών, ενώ βρίσκονται υπό δημιουργία 19 ξενώνες φιλοξενίας γυναικών και ήδη υπάρχουν 2 ξενώνες του ΕΚΚΑ ένας στην Αθήνα και ένας στη Θεσσαλονίκη.

Λειτουργεί ακόμη το 15900, συμβουλευτική γραμμή τηλεφώνου, όμως μόνο στα ελληνικά και αγγλικά. Έτσι, μεγάλος αριθμός γυναικών που δεν μιλούν αυτές τις γλώσσες μένει χωρίς συμβουλές, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις γυναίκες ρομά και τις πομάκες και μουσουλμάνες της Θράκης, που πέραν των άλλων προβλημάτων έχουν και το νόμο της σαρία, που αν και αντισυνταγματικός και εναντίον της ΕΣΔΑ συνεχίζει να ισχύει, ενώ έχει καταργηθεί από το τουρκικό κράτος.

*Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση της Άννας Κοντοθανάση και της Μαρίας Πενταράκη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Προγράμματος Ανταλλαγής Καλών Πρακτικών μεταξύ των χωρών μελών της Ε.Ε. 

Πηγή: Εποχή