της Νέλας Δεσπολλάρι

Είναι αυτές οι στιγμές που η συζήτηση ανάμεσα σε φίλους, γνωστούς ή αγνώστους, σου καίει τα  σωθικά των ιδεών σου με τέτοιο τρόπο που το κάψιμο από το καυτό λάδι μοιάζει ένα μικρό φλερτ μεταξύ του τηγανιού και εσένα. Είναι αυτές ακριβώς οι στιγμές που επιβεβαιώνεις κάθε θεωρία περί μεταφυσικών γεγονότων καθώς η επιχειρηματολογία μοιάζει να έχει προέλθει από ένα παράλληλο σύμπαν, από το σύμπαν του παραλογισμού. Κοιτάζεις το ταβάνι, ύστερα το πάτωμα, δεξιά, αριστερά και αποκλείεις πως αυτός δεν είναι ο κόσμος που ήδη ξέρεις. Μπορείς να ηρεμήσεις είσαι ακόμα στη γη, στον πλανήτη σου!

Χέρια κουνιούνται με ορμή και ακανόνιστο ρυθμό. Οι κινήσεις δείχνουν πως στο τέλος κάποιος θα είναι νικητής και κάποιος ηττημένος. Αν το σκεφτείς για μια στιγμή, τα χέρια θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα μικρά ανθρωπάκια έτοιμα να διαγωνιστούν, έτοιμα να παλέψουν για την επικράτηση του δικού τους βασιλείου. Πάντα η συζήτηση αρχίζει από έναν αστεϊσμό, από μια δήλωση, από μια αντίδραση, από ένα απλό γεγονός. Πάντα οι συνδιαλεγόμενοι στο τραπέζι αποτελούν ένα πάζλ μικρόκοσμων. Δεν έχει μεγάλη σημασία να ενώσεις τα κομμάτια. Ακόμα και με την σωστή σειρά η εικόνα χαρακτηρίζεται από μια πελώρια σύγχυση. Θα έλεγες είναι πίνακας του Πικάσο!

«Από τότε που η γυναίκα αποφάσισε να δουλέψει τα διαζύγια αυξήθηκαν, ο θεσμός της οικογένειας κατέρρευσε». Γυρνάω σε αργή αλλά επιτακτική κίνηση το κεφάλι, τόσο ατσούμπαλα που νιώθω μια τούφα από τα μαλλιά μου να έχει εισχωρήσει στο στόμα μου. Ο κύριος είναι αδύνατος σχεδόν καχεκτικός, κάτω από το μουστάκι του υπάρχει ένα στόμα. Κουνάει μόνο το ένα χέρι, γεγονός που δείχνει πως κάνει διάγγελμα, μονόλογο, άλλωστε όπως η κυβέρνηση των ΗΠΑ,ο κύριος δεν διαπραγματεύεται με «τρομοκράτες αρχών». Σηκώνω και τα δύο χέρια, γεγονός που δείχνει άμυνα ή και επίθεση. Ο διάλογος μετατρέπεται σε ντουέτο μονολόγων.

«Ποια ίσα δικαιώματα, είπαμε ισότητα αλλά όχι να υπερβάλουμε. Η γυναίκα ανήκει στην κουζίνα. Είναι μητέρα, σύζυγος και νοικοκυρά. Μας έφαγαν οι μοντερνιές, οι αμερικανιές. Σηκώσατε κεφάλι και καταστράφηκε η κοινωνία. Ολόκληρες παραδόσεις που οι παππούδες μας κράτησαν ζωντανές ανατρέφοντας ολόκληρες γενιές εσείς τις θεωρείται μπούρδες. Πάντα φταίει μια γυναίκα….», κάπου εδώ ή με εγκατέλειψε η ακοή ή η δυνατότητα κατανόησης της γλώσσας κατέστη αδύνατη. Να κάπου εδώ μεταφέρθηκα στο παράλληλο σύμπαν. Έτσι απλά, σαν η ψυχή μου να μεταφέρθηκε δίπλα στις πρώτες φεμινίστριες, στους αγώνες για την κατάκτηση της ψήφου, στις διαδηλώσεις τους, στις φυλακές τους, στην συνεχόμενη δράση τους…

Διακρίνω την Alice Paul, την πλησιάζω, την σκουντάω, πρέπει να της μιλήσω! Δεν μ’ακούει, σχεδόν με σπρώχνει. Μπερδεύομαι στο άσπρο φόρεμα της καθώς η ίδια πάλλεται δυναμικά φωνάζοντας για τα δικαιώματα της γυναίκας. Την περιεργάζομαι, επιθυμώ να βρω την πηγή της δύναμης της, θέλω να διακρίνω ένα ψήγμα κούρασης. Στέκεται αγέρωχη, θαρρείς πως το μπόι του χαρακτήρα της δεν εξαντλείται στα ανθρώπινα όρια. Γύρω της οι σουφραζέτες, οι αγωνίστριες με την σιδερένια δύναμη. Οι φωνές τους, οι ενδυμασίες τους, οι κινήσεις του κορμιού τους δείχνουν να έχουν σχηματίσει την πιο παθιασμένη μάχη, τον πιο αποφασιστικό πόλεμο…

Γύρω υπάρχουν άνθρωποι, μερικοί δείχνουν πολύ αγριεμένοι. Φωνάζουν κάτι αλλά δεν μπορώ να ακούσω καθαρά. Το πρόσωπο τους έχει μεταμορφωθεί, δεν θυμίζει ανθρώπινο χαρακτηριστικό ή ίσως είναι από αυτά τα χαρακτηριστικά που επιμελώς κατευνάζουμε μέσα μας. Οι περισσότεροι έχουν μπαστούνια στα χέρια, σηκωμένα στον αέρα. Η απειλή είναι ξεκάθαρη, τα μπαστούνια δεν χρησιμεύουν μόνο για υποστήριξη στο περπάτημα. Δίπλα τους οι κυρίες τους! Γαντζωμένες σαν την ψείρα στο κεφάλι από τα μπράτσα των συζύγων τους δείχνουν μια ικανοποίηση που δεν είναι οι ίδιες στόχος των μπαστουνιών. Δεν μιλούν ωστόσο το συγκαταβατικό βλέμμα δείχνει πως συμφωνούν με τον σύζυγο. Είναι αυτός ο σεβασμός που πηγάζει από τον φόβο!

Μέσα στα μάτια τους διακρίνεις την επιθυμία να απαλλαγούν από το βάρβαρο βίο τους, διακρίνεις μια ζήλια για τις μαχόμενες ελεύθερες γυναίκες στο δρόμο, ύστερα σαν διακόπτης ρεύματος, κλείνουν αυτήν την αδυναμία αντίδρασης καθησυχάζοντας τον εαυτό τους πως η ευτυχία τους είναι αυτή ακριβώς που τους έμαθαν. Είναι υπηρέτης και ιδιοκτησία του άντρα τους, είναι τίμιες και υπάκουες όπως ακριβώς ορίζει ο κώδικας της σωστής γυναίκας. Αυτή εναλλαγή των συναισθημάτων που αντικατοπτρίζεται στα μάτια τους, είναι τόσο έντονη που τώρα διακρίνω μια λύπηση για τις γυναίκες της διαδήλωσης που δεν θα βρουν ποτέ έναν καλό άντρα.

Μεταφέρομαι ξανά στο τραπέζι μου στο σύμπαν που ήδη ξέρω, σχεδόν σαν να εξαϋλώνομαι. Δίπλα στον κύριο που φωνάζει βρίσκεται η σύζυγος του. Είναι νέα, το πρόσωπο της είναι ψυχρό, δεν διακρίνω συναίσθημα, δεν κατανοώ αν συμφωνεί ή διαφωνεί. Πίνει αργά και θηλυκά τον μονό ελληνικό καφέ, σχεδόν αθόρυβα. Λες ο κύριος να ήρθε από την διαδήλωση που ήμουν και εγώ; Λες να έχει κάποια χρονομηχανή; Έχω την πελώρια ανάγκη να πιστέψω αυτή την θεωρία. Θέλω να καθησυχάσω τον εαυτό μου πως οι δεκαετίες που μεσολάβησαν άλλαξαν την προκατάληψη περί κατωτερότητας της γυναίκας. Θέλω να επιβεβαιώσω πως οι απαρχαιωμένες ιδέες που γενιές ολόκληρες αντιλαμβάνονταν την γυναίκα ως παθητικό στοιχείο ανίκανο να διαχειριστεί παρά μόνο την κουζίνα και τις μητρικές υποχρεώσεις, είναι μια θεωρία που μόνο ως κακό αστείο θα μπορούσε να ειπωθεί.

Ξαφνικά, συνειδητοποιώ πως αυτή είναι η πραγματικότητα και τίποτα μεταφυσικό δεν δικαιολογεί τις απόψεις του κυρίου. Του μιλάω, βάζοντας επιμελώς την ικανότητα επιχειρηματολογίας μου στην δυνατότερη της ένταση. Του εξηγώ την κατασκευή των δύο φύλων, του εξηγώ πως οι βιολογικές διαφορές δεν δικαιολογούν την ανισότητα, του εξηγώ, του εξηγώ και συνεχίζω να του εξηγώ… Τίποτα δεν τον ικανοποιεί, τίποτα, τίποτα, τίποτα… σωπαίνω! Τελικά αναρωτιέμαι, μπορεί μια μπάλα ποδοσφαίρου να χωρέσει σε ένα μπουκάλι μπύρας; Όχι, δεν μπορεί! Έτσι όπως δεν μπορεί να πείσεις αυτόν τον κύριο που από την ημέρα της γέννησης του έχει μεγαλώσει τρώγοντας λαίμαργα αυτές τις ιδέες έχοντας πασαλείψει τον εαυτό του με μεγάλους λεκέδες αρρενωπότητας.

Αποχωρώ από το τραπέζι! Δεν νιώθω ηττημένη! Νιώθω λύπη και μια ελεγχόμενη οργή! Για τον κινούμενο μουστάκι και την αποκρουστική χροιά της φωνής του, για τον χαμένο μέσα στις απαρχαιωμένες ιδέες κόσμο του, για την διακοσμητική κυρία δίπλα του και την ασφυκτική νοητή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό της, για την χαμένη της ζωή που χάθηκε σαν την βελόνα μέσα στις αχυρένιες ιδέες που άλλοι φρόντισαν να της μάθουν, για τα παιδιά τους που ενδέχεται να κληρονομήσουν αυτή τη σχέση αφεντικού-σκλάβου στις μελλοντικές επιλογές τους, για την διαιώνιση των «φυλακισμένων» από το σπήλαιο του Πλάτωνα.

Η λύση, σκέφτομαι είναι μια… αποκλείεις με θράσος αυτές τις ιδέες, αν δεις ότι μπορείς να σώσεις τον ασθενή από την γάγγραινα των ιδεών του αξίζει να προσφέρεις όλη σου την ενέργεια, αν όχι, τότε απέφυγε να χαραμίσεις την δύναμη που χρειάζεται ένας άλλος άνθρωπος. Η μάχη που άρχισε αιώνες πριν, με στιγμές παύσης, με μικρές ήττες, με μεγάλες νίκες, με θυσίες, με θύματα, με θύτες… συνεχίζεται μέχρι σήμερα με ίδια δεδομένα ελαφρώς διαφοροποιημένα. Είναι μια μάχη με διάρκεια, θέλει δύναμη και επιμονή, γιατί όταν μιλάμε για δικαιώματα η χρήση του «αλλά…» δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση ακόμα και λόγω ποιητικής αδείας!