Συνέντευξη στην Αλίκη Κοσυφολόγου

Στο πλαίσιο των προγραμμάτων απεξάρτησης του 18 ΑΝΩ λειτουργούν και ξεχωριστά προγράμματα για γυναίκες (κέντρο υποδοχής και ειδικής διαμονής πρόγραμμα γυναικών). Ειδικότερα, το κέντρο υποδοχής, εκτός από τη συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη που παρέχει, επιτελεί έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνική επανένταξη των θεραπευόμενων γυναικών. Συχνά, η θεραπευτική διαδικασία μπορεί να είναι μία ευρύτερα χειραφετησιακή διαδικασία συμβάλλοντας καταλυτικά στην κατάρριψη των στερεοτυπικών προκαταλήψεων και των ευρύτερων κοινωνικών αποκλεισμών που «αυτές» συντηρούν.

Συζητήσαμε με την Κατερίνα Μάτσα, ψυχίατρο και επιστημονική υπεύθυνη της μονάδας απεξάρτησης 18 ΑΝΩ -της μεγαλύτερης μονάδας απεξάρτησης του ΕΣΥ, με 32 δομές σε όλο το λεκανοπέδιο Αττικής- για την επίδραση της έμφυλης διάστασης σε συνδυασμό με την ταξική προέλευση στο φαινόμενο της εξάρτησης, όπως επίσης και για την αναγκαιότητα της συνέχισης αγώνων -συνδικαλιστικών, πολιτικών, κοινωνικών, ιδεολογικών- για την υπεράσπιση της κοινωνικής πολιτικής, αλλά και ευρύτερα της δημόσιας υγείας απέναντι στον ακραιφνή νεοφιλελευθερισμό και την αντικοινωνική λιτότητα που επιβάλλεται.

 

Για ποιους λόγους θεωρείται αναγκαίο οι γυναίκες -ειδικότερα οι μητέρες- να παρακολουθούν ξεχωριστά προγράμματα;

Κατερίνα Μάτσα: Oι γυναίκες, βάσει και της διεθνούς βιβλιογραφίας, αποτελούν το 40% με 60% επί του συνόλου του πληθυσμού των τοξικοεξαρτημένων. Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό, ωστόσο οι γυναίκες υποαντιπροσωπεύονται σταθερά στα θεραπευτικά προγράμματα. Η αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών θεραπευόμενων είναι περίπου έξι άνδρες προς μία γυναίκα. Οι γυναίκες δεν εντάσσονται εύκολα σε θεραπευτικά προγράμματα και γι’ αυτό η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να προσελκυστούν στη θεραπεία. Προφανώς, οι αιτίες αυτής της «δυσκολίας» είναι κοινωνικής προέλευσης και πολύ λιγότερο σχετίζονται με ατομικές στάσεις και συμπεριφορές τοξικοεξαρτημένων γυναικών. Το ίδιο το κοινωνικό πλαίσιο θέτει εμπόδια και δημιουργεί αποκλεισμούς. Πρώτα απ’ όλα γιατί αρκετές από αυτές τις γυναίκες είναι και μητέρες, επομένως βαρύνονται και με -την αποκλειστική τις περισσότερες φορές- ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών.

Επιπλέον, η θέση των γυναικών ως κοινωνικής κατηγορίας στον κοινωνικό καταμερισμό, στο πλαίσιο της κοινότητας των τοξικομανών τις τοποθετεί σε υποτελείς ρόλους. Οι γυναίκες μετατρέπονται σε αντικείμενα εκμετάλλευσης από τους άντρες τοξικοεξαρτημένους, ακόμη κι από τους ίδιους τους συντρόφους τους. Επιπλέον, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η κοινωνική απαξίωση είναι πολύ εντονότερη για τις τοξικοεξαρτημένες γυναίκες απ ό,τι για τους άντρες. Και βέβαια, όταν αυτές οι γυναίκες έχουν και παιδιά, τότε ο φόβος της απώλειας της επιμέλειας των παιδιών τις αποτρέπει από την ένταξη σ’ ένα θεραπευτικό πρόγραμμα. Γιατί, όταν μία γυναίκα εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα, αυτομάτως αποκτά την ταυτότητα της τοξικοεξαρτημένης και εύλογα αυτό γεννά φόβους. Επίσης, είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα της απεξάρτησης, όπως είναι δομημένα, συχνά δεν καλύπτουν τις ανάγκες των γυναικών, κι αυτό όχι γιατί υπάρχει διάκριση μεταξύ «γυναικείας» και «ανδρικής» τοξικοεξάρτησης, αλλά κυρίως γιατί οι γυναίκες έχουν κάποιες ιδιαίτερες ανάγκες, οι οποίες μπορεί και να προέρχονται από τους διάφορους κοινωνικούς ρόλους που τους αποδίδονται. Επίσης, οι «ιδιαίτερες» αυτές ανάγκες σχετίζονται με διάφορα τραυματικά βιώματα που κουβαλούν οι τοξικοεξαρτημένες γυναίκες, πολύ πιο συχνά σε σχέση με τους άντρες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι τοξικοεξαρτημένες γυναίκες έχουν τραυματικές εμπειρίες από κακοποίηση, σωματική και ψυχολογική, την οποία έχουν βιώσει σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολύ συχνά, η κακοποίηση είναι σεξουαλική και έχει «ασκηθεί» από πρόσωπο του οικείου περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικά μπορούμε να πούμε ότι το ποσοστό των τοξικοεξαρτημένων γυναικών που έχουν υποστεί τέτοιου είδους κακοποίηση αγγίζει το 40 με 45%. Είναι λοιπόν, όλοι αυτοί οι παράγοντες και ίσως σε συνδυασμό με μία κακή ψυχολογική κατάσταση, που κάνει τις γυναίκες αυτές απρόθυμες στο να ζητήσουν θεραπευτική βοήθεια.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, κρίθηκε λοιπόν χρήσιμη και απαραίτητη η δημιουργία θεραπευτικών προγραμμάτων για γυναίκες. Εμείς στο 18 ΑΝΩ ήρθαμε πρώτη φορά σε επαφή με τέτοια προγράμματα κατά τη δεκαετία του ενενήντα, όταν μέσα από την πίεση που ασκήθηκε από φεμινιστικά κινήματα σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, τόσο για τα θέματα ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών όσο και ευρύτερα για την αμφισβήτηση του κυρίαρχου έμφυλου καταμερισμού, άρχισε να αναπτύσσεται η πιο στοχευμένη στις γυναίκες και στις ιδιαίτερες ανάγκες τους θεραπευτική προσέγγιση. Την ίδια εποχή, λοιπόν, μας είχε δοθεί ένα κτήριο στο Παλαιό Ψυχικό, το οποίο αρχικά προοριζόταν να λειτουργήσει ως ξενώνας στο πλαίσιο προγράμματος αποασυλοποίησης, κάτι που τελικά δεν έγινε. Έχοντας λοιπόν αυτό το κτήριο στη διάθεσή μας, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε τον πρώτο ξενώνα για γυναίκες, ενώ προηγουμένως είχαμε παρατηρήσει ότι στο κλειστό μεικτό Πρόγραμμα Ψυχολογικής Απεξάρτησης που λειτουργούσε στο Δαφνί, οι γυναίκες διέκοπταν τη θεραπεία σε μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τους άντρες. Κατέληγαν δηλαδή στο “drop out” από τη θεραπεία πιο συχνά από τους άνδρες. Από την άλλη, είχαμε δει ότι οι γυναίκες που κατάφερναν να ολοκληρώσουν τη θεραπεία είχαν πολύ επιτυχημένη και πολύ πιο σταθερή πορεία.

Θεωρούσαμε, λοιπόν, τότε ότι η συνύπαρξη ανδρών και γυναικών στο ίδιο πρόγραμμα δημιουργούσε ορισμένα προβλήματα, γιατί ήταν πιθανό στο πλαίσιο της κοινότητας των τοξικοεξαρτημένων οι γυναίκες να είχαν βιώσει κακοποιητικές συμπεριφορές -ξύλο, βιασμούς- από τους άντρες, με τους οποίους έπρεπε να παρακολουθήσουν από κοινού ένα θεραπευτικό πρόγραμμα. Προφανώς, αυτό ανατροφοδοτούσε ανασφάλειες και γεννούσε δυσπιστία και έλλειμμα εμπιστοσύνης και ως προς το ίδιο το πρόγραμμα. Έχοντας λοιπόν δει τα ευρωπαϊκά παραδείγματα των gender sensitive προγραμμάτων, σκεφτήκαμε κι εμείς να δοκιμάσουμε να δημιουργήσουμε ένα μοντέλο θεραπευτικής απεξάρτησης με ευαισθησία για τις ιδιαίτερες ανάγκες των γυναικών, έστω κι αν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κάποιο αντίστοιχο διεκδικητικό φεμινιστικό κίνημα που να πιέζει σε μία τέτοια κατεύθυνση. Βασικός μας στόχος τότε ήταν να κρατήσουμε τις γυναίκες στο πρόγραμμα, αφού, σε κάθε περίπτωση, η διακοπή της διαδικασίας μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα και να οδηγήσει τις γυναίκες πίσω στα ναρκωτικά, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους. Το πρόγραμμα αυτό λειτουργεί από το 1997, δηλαδή 15 ολόκληρα χρόνια, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το πρόγραμμα είναι εξ ολοκλήρου gender sensitive, αφορά αποκλειστικά γυναίκες, ενώ η θεραπευτική ομάδα επίσης αποτελείται μόνο από γυναίκες.

Υπήρχε όμως και το ζήτημα των παιδιών. Κατά τη δεκαετία του ενενήντα, ήταν πιο υποστηρικτική η στάση της οικογένειας σε αυτό το ζήτημα. Δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις η οικογένεια αναλάμβανε τη φροντίδα των παιδιών μέχρις ότου η κοπέλα ολοκλήρωνε τη θεραπευτική διαδικασία. Εδώ και αρκετά χρόνια όμως, ειδικότερα όσο προχωρούσαμε προς την «κρίση», εξαιτίας της επεκτεινόμενης φτώχειας, καθώς και της διάρρηξης των κοινωνικών σχέσεων που αυτή προκαλεί, κάτι τέτοιο πολλές φορές δεν ήταν δυνατό. Διαπιστώσαμε, λοιπόν, ότι υπήρχε η ανάγκη δημιουργίας ενός χώρου όπου οι εξαρτημένες μητέρες θα μπορούσαν να παίρνουν μαζί τους τα παιδιά. Δημιουργήσαμε λοιπόν ένα πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ανάγκες των μητέρων. Πρόκειται για γυναίκες, που είτε εντάσσονται στο πρόγραμμα ενώ είναι έγκυες, είτε έρχονται με τα παιδιά και τα μεγαλώνουν εκεί παρακολουθώντας παράλληλα το θεραπευτικό πρόγραμμα. Σαφώς, αυτή η δυνατότητα βελτιώνει την ποιότητα της ζωής και των ίδιων των παιδιών, καθώς βρίσκονται σε ένα προστατευμένο και ασφαλές περιβάλλον μακριά από τραυματικές εμπειρίες του κόσμου των ναρκωτικών στον οποίο βρίσκονταν οι μητέρες τους. Τα προγράμματα απεξάρτησης που απευθύνονται ειδικά σε μητέρες αναγνωρίζονται και ως προγράμματα πρόληψης για τα παιδιά τους, καθώς ένα παιδί που μεγαλώνει σε κοινότητες ναρκωτικών έχει μεγάλες πιθανότητες στο μέλλον, να στραφεί στα ναρκωτικά και το ίδιο.

Έχουμε διαπιστώσει πάντως ότι τα παιδιά τους είναι πολύ σημαντικό κίνητρο για προσπάθεια στη διαδικασία της απεξάρτησης, κι αυτό μας απαντά σε μεγάλο βαθμό και στο ερώτημα που μας ταλάνιζε από την αρχή της δημιουργίας αυτών των ειδικών προγραμμάτων, για το αν δηλαδή θα εξυπηρετήσουν υπαρκτές ανάγκες ή θα εκπέσουν στον κίνδυνο της δημιουργίας πλαισίων απομόνωσης των εξαρτημένων γυναικών και μητέρων. Βέβαια, για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι γυναίκες ναι μεν παρακολουθούν το ειδικό πλαίσιο για την ψυχολογική απεξάρτηση, όμως συμμετέχουν από κοινού με τους άντρες στην τελευταία φάση του προγράμματος, δηλαδή στις διαδικασίες της κοινωνικής επανένταξης. Διαπιστώσαμε μάλιστα ότι, έχοντας περάσει τη θεραπευτική διαδικασία σε αυτό το ειδικό πλαίσιο, ότι οι γυναίκες είναι πιο έτοιμες να δώσουν τη μάχη της κοινωνικής επανένταξης και να δουν τους άνδρες από μία άλλη σκοπιά, καθώς μέχρι πρότινος οι σχέσεις τους διαμεσολαβούνταν από τις ουσίες. Είναι γεγονός ότι από την πλευρά των ανδρών τοξικοεξαρτημένων εκδηλώνονται ρατσιστικές και βίαιες συμπεριφορές σε βάρος των γυναικών, ενώ συχνά τις μεταχειρίζονται ως αντικείμενα. Παράλληλα, οι γυναίκες, επειδή έχουν εσωτερικεύσει την υποτέλεια που τους αποδίδεται, παίρνουν εύκολα τον ρόλο του θύματος. Προφανώς, μέσα σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να δημιουργηθούν σχέσεις.

Η υπέρβαση των ανασφαλειών, η ανάκτηση της αυτοεκτίμησης, αλλά και η δημιουργία σχέσεων ποιοτικής επικοινωνίας με τους άλλους μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία, ανατρέπει το «παγιωμένο» μέχρι πρότινος σύστημα έμφυλων σχέσεων και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία δεσμών αλληλεγγύης και την αναζήτηση ενός συλλογικού δρόμου για την επίλυση των προβλημάτων.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, η θεραπευτική διαδικασία μπορεί να είναι μία ευρύτερα χειραφετησιακή διαδικασία;

Κ.Μ.: Ακριβώς. Η διαδικασία της απεξάρτησης είναι μία διαδικασία κοινωνικοποίησης και χειραφέτησης. Γι’ αυτό και δεν θεωρούμε ότι είναι απεξάρτηση η συντήρηση με τα υποκατάστατα, εφόσον η εξάρτηση και όλες οι ψυχολογικές και κοινωνικές της συνέπειες παραμένουν. Ακόμη και στην περίπτωση της χρήσης υποκαταστάτων, η συνείδηση του υποκειμένου παραμένει χειραγωγημένη, ή ακόμη «διαμεσολαβημένη». Στο επίκεντρο της ζωής εξακολουθούν να βρίσκονται οι ουσίες.

Στο εκπαιδευτικό σεμινάριο «Γυναίκα και χρήση ουσιών» έχετε συμπεριλάβει και θεματική που αφορά τα διατροφικά προβλήματα. Αν και είχα την εντύπωση ότι η αντίληψη ότι οι διατροφικές διαταραχές είναι «γυναικείο πρόβλημα» αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό την κυρίαρχη ιδεολογία για τα έμφυλα στερεότυπα, ωστόσο οι αριθμοί δείχνουν ότι πλειοψηφικά οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα.

Κ.Μ: Ναι, υπάρχει ξεχωριστό τμήμα τόσο για τις διατροφικές διαταραχές όσο και για την εξάρτηση από την χρήση του διαδικτύου. Οι διατροφικές διαταραχές ανήκουν στην κατηγορία των εξαρτησιακών διατροφικών, μάλιστα διεθνώς αποκαλούνται “addictions”. Τα στοιχεία που τις κάνουν εξαρτήσεις είναι ότι, αφενός έχουν ένα καταναγκαστικό χαρακτήρα και αποσπούν το άτομο από οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα, αφετέρου, γιατί ενώ αυτή η «πρακτική» δεν αποδίδει κανενός είδους ικανοποίηση στο άτομο, τελικά βιώνεται ως καταναγκαστική η άσκηση της. Αν και οι διατροφικές διαταραχές πλήττουν συγκριτικά περισσότερες γυναίκες -είναι περίπου δέκα κορίτσια προς ένα αγόρι η αναλογία- είναι αλήθεια ότι διατροφικές διαταραχές αντιμετωπίζουν και οι άντρες.

Πάντως, διατροφικές διαταραχές εμφανίζουν με μεγάλη συχνότητα και τοξικοεξαρτημένες γυναίκες, δηλαδή η λεγόμενη «διεξαρτητικότητα» είναι συχνή στις γυναίκες. Μάλιστα, το τμήμα για τις διατροφικές διαταραχές δημιουργήθηκε και με αφορμή τα πολλαπλά περιστατικά νευρογενούς ανορεξίας ή βουλιμίας που εμφανίζονταν σε γυναίκες που μόλις είχαν ολοκληρώσει προγράμματα απεξάρτησης. Προφανώς και η κυρίαρχη κουλτούρα παίζει κάποιο επιδραστικό ρόλο σε αυτά τα προβλήματα, όχι όμως τον μοναδικό.

Αναλύοντας προηγουμένως τους λόγους που μπορεί να είναι αποτρεπτικοί για μια γυναίκα να συμμετέχει σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, αναφερθήκατε στον φόβο της απόκτησης της ταυτότητας της τοξικοεξαρτημένης και κατά συνέπεια στον φόβο της απώλειας της επιμέλειας των παιδιών τους αν είναι μητέρες. Είναι αλήθεια ότι αυτή η αγωνία τροφοδοτείται από υπαρκτά ενδεχόμενα, καθώς το δικαστικό σύστημα μεταχειρίζεται με μεγάλη αυστηρότητα τα τοξικοεξαρτημένα άτομα.

Κ.Μ: Προφανώς κι έχει αντικειμενική βάση αυτός ο φόβος. Πράγματι, το νομικό πλαίσιο είναι εξαιρετικά αυστηρό και επιβάλλει ποινές εξοντωτικές ορισμένες φορές κι επιπλέον αυτό το νομικό πλαίσιο, όπως είναι αυστηρά οριοθετημένο δεν αναγνωρίζει καθόλου τη θεραπευτική προσπάθεια. Μπορώ να σας αναφέρω παραδείγματα παιδιών, που όχι μόνο έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία το θεραπευτικό πρόγραμμα, αλλά μέσα από την εκπαίδευση έχουν γίνει τα ίδια θεραπευτές κι όμως κινδυνεύουν από να μπουν φυλακή από καταδίκες που τους είχαν επιβληθεί όταν ακόμη αντιμετώπιζαν προβλήματα εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Σε πολλές περιπτώσεις, οι δικαστές δεν αναγνωρίζουν τη θεραπευτική προσπάθεια, τους αντιμετωπίζουν σα να έκαναν τώρα τα μικροαδικήματα για τα οποία κατηγορούνται και βεβαίως δεν αναγνωρίζουν τη θεραπευτική διαδικασία ως μία διαδικασία αλλαγής. Ειδικά στις πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες η αστυνομία συλλαμβάνει και αυθαίρετα χαρακτηρίζει ένα τοξικοεξαρτημένο άτομο έμπορο, τότε, ακόμη κι αν το άτομο αυτό έχει περάσει δύο χρόνια σε θεραπευτική διαδικασία απεξάρτησης, όταν θα έρθει η ώρα για να εκδικαστεί η υπόθεση του, τότε θα δικαστεί ως έμπορος.

Αυτή η πολιτική αντιμετώπισης από τον νόμο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εως και φασιστική απέναντι στους τοξικοεξαρτημένους/ες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα επιδεικνύεται απέναντι στις γυναίκες. Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα φασιστικής μεταχείρισης τοξικοεξαρτημένων γυναικών, αποτελεί η υπόθεση που υποκίνησε ο Λοβέρδος, ο οποίος για μικροπολιτικούς και ιδιοτελείς σκοπούς διαπόμπευσε τις τοξικοεξαρτημένες γυναίκες και τις έστειλε στη φυλακή. Εδώ, αξίζει να σημειώνεται κάθε φορά, ότι οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες δεν γνώριζαν ότι ήταν οροθετικές και ότι έφαγαν πάρα πολύ ξύλο για να πειστούν να υπογράψουν ένα χαρτί που έλεγε ότι είχαν γνώση αυτής τους της κατάστασης. Τέτοια είναι και η περίπτωση μίας νεαρής κοπέλας, η οποία ήταν μεταξύ των γυναικών που συνελήφθησαν τότε και η οποία σήμερα έχει ενταχθεί στο θεραπευτικό πρόγραμμα του 18 ΑΝΩ, και μάλιστα πηγαίνει πολύ καλά.

Μπορούμε να εναποθέσουμε προσδοκίες στο πρόσφατο νομικό πλαίσιο για την αποποινικοποίηση της χρήσης και την ελάφρυνση των κυρώσεων για την κατοχή;

Κ.Μ.: Σε ό,τι αφορά την πρώτη εκδοχή του νόμου, που έτσι κι αλλιώς έχει αλλάξει τώρα, είχα σημαντική διαφωνία ως προς το ζήτημα της νομιμοποίησης της χρήσης της κάνναβης, καθώς θεωρούσα ότι σε συνθήκες εκτεταμένης κοινωνικής κρίσης, η νεολαία που βιώνει πολλαπλά αδιέξοδα μπορεί πιο εύκολα να στρέφεται στη χρήση των ναρκωτικών. Ότι δηλαδή περνούσε το μήνυμα ότι δεν είναι σοβαρό να κάνει κανείς χρήση της ουσίας αυτής. Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, στην περίπτωση των ουσιών το ζήτημα δεν είναι φαρμακευτικό, αλλά κοινωνικό και απ’ αυτή την άποψη η προοπτική λύσης που πρέπει να ανοίξει, δεν περνά μέσα από νομικές λύσεις αυτού του τύπου. Χρειάζεται πολλά να γίνουν στο επίπεδο της πρόληψης. Από την άλλη, θεωρώ ότι είναι πολύ θετικό είναι το κομμάτι που παραμένει στην επικαιροποιημένη εκδοχή του νόμου και το οποίο αφορά τα απεξαρτημένα άτομα, καθώς θα απελευθερώσει πάρα πολλά παιδιά από τις φυλακές στις οποίες έχουν βρεθεί τόσο άδικα, ή θα τα απαλλάξει από τον κίνδυνο φυλάκισης εξαιτίας μίας καταδίκης που τους είχε επιβληθεί την εποχή της εξάρτησης τους. Επομένως, έχει πολλά θετικά ο νόμος από αυτή τη σκοπιά, καθώς εισάγει μια πιο ανθρωπιστική νομική προσέγγιση αυτών των ζητημάτων. Προφανώς, θα συμβάλλει καταλυτικά και στην πρακτική και ανθρωπιστικά αναγκαία αποσυμφόρηση των ελληνικών φυλακών.

Μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, μέσα στον κυκεώνα διάλυσης της κοινωνικής πολιτικής το μέλλον των δομών για την απεξάρτηση στην Ελλάδα μοιάζει ζοφερό, ποια είναι η γνώμη σας;

Κ.Μ: Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Κι αυτός είναι και ο βασικός λόγος που θα βγούμε προς τα έξω και θα ζητήσουμε την στήριξη της κοινωνίας, διοργανώνοντας εξωστρεφείς δράσεις που θα μας φέρνουν σε επαφή με την κοινωνία, καταρρίπτοντας προκαταλήψεις και αποκλεισμούς, αλλά και συνεντεύξεις τύπου όπου θα εκθέτουμε τα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Τώρα πλέον κινδυνεύουν όλα τα στεγνά προγράμματα. Μόνο τις φτηνές λύσεις των υποκαταστάτων θα προωθούν πια, όπως ακριβώς γίνεται στην Ευρώπη, όπου η χορήγηση υποκαταστάτων είναι φτηνό μέσο.

Αυτή είναι η λύση του νεοφιλελευθερισμού, πιστεύετε;

Κ.Μ: Βεβαίως, καθώς και στην Ευρώπη κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα προγράμματα που παρέχουν ψυχοκοινωνική υποστήριξη και που κατά συνέπεια δημιουργούν τις προοπτικές ουσιαστικής κοινωνικής επανένταξης του ατόμου. Πιστεύω λοιπόν, ότι το μέλλον είναι δυσοίωνο. Από την άλλη, επειδή είμαστε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, όπου από την πρώτη ημέρα που ένα άτομο εντάσσεται σ’ αυτό, αρχίζει να εξοικειώνεται με την ιδέα του αγώνα και της μαχητικότητας -σε αυτές τις αξίες εκπαιδεύονται τα παιδιά-, έχουμε από την πλευρά μας την υποχρέωση να κρατήσουμε μία αγωνιστική στάση και να αντισταθούμε συλλογικά. Βέβαια, σε αυτό το σημείο που έχουμε φτάσει, αυτό δεν αρκεί. Σήμερα, νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε τη μάχη για την απεξάρτηση μέσα στο πλαίσιο της υπεράσπισης της δημόσιας υγείας και βέβαια της υπεράσπισης της ίδιας της ποιότητας της ζωής που απειλείται από αυτή την πολιτική.

ΜΟΤΟ

Όταν μία γυναίκα εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα, αυτομάτως αποκτά την ταυτότητα της τοξικοεξαρτημένης και εύλογα αυτό γεννά φόβους. Επίσης, είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα της απεξάρτησης, όπως είναι δομημένα, συχνά δεν καλύπτουν τις ανάγκες των γυναικών

Τα προγράμματα απεξάρτησης που απευθύνονται ειδικά σε μητέρες αναγνωρίζονται και ως προγράμματα πρόληψης για τα παιδιά τους, καθώς ένα παιδί που μεγαλώνει σε κοινότητες ναρκωτικών έχει μεγάλες πιθανότητες στο μέλλον, να στραφεί στα ναρκωτικά και το ίδιο.

Πηγή: Αυγή