Ο καλλιτέχνης οφείλει να μην ξεχνά ποτέ ότι υπηρετεί την τέχνη κι όχι τον ξεμοναχιασμένο εαυτό του. Πρέπει να έχει οξύτητα στην αντίληψη, αλάθευτη διαίσθηση, συγκινησιακή ευαισθησία και δημιουργική φαντασία. Ο καλλιτέχνης «θα ’θελε να ζήσει όλες τις ζωές και να έχει θέση μέσα σ’ όλες τις καρδιές». Μικρός διάλογος με την εικαστικό Λίνα Δημητροπούλου, που παραμένει πιστή στην ιερή σιωπή του εργαστηρίου της.

του Χρήστου Ν. Θεοφίλη

Είναι η εποχή της «Νέας Μεγάλης Ουτοπίας», που οδηγεί στην αναζήτηση μορφών έκφρασης. Τα αιτήματα της τέχνης αναπτύσσονται στα έγκατα των μεγάλων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αναταράξεων. Το σήμερα εστιάζεται στη δύναμη και στο όραμα των τεχνολογικών εξελίξεων. Σε αυτή τη νέα θεωρητική και αισθητική άποψη θα καταγραφεί ιστορικά η εποχή μας ως έργο-καρπός μιας παγκόσμιας γενιάς με ψυχισμό και όραμα την ανατροπή των απαρχαιωμένων δομών και την ανάδειξη των νέων ιδεολογικών προσανατολισμών και των νέων οπτικών εμπειριών. Η ουτοπική επιδίωξη της αλλαγής του κόσμου λειτουργεί μέσα από καλλιτεχνικές διαδικασίες που ξεπερνούν και αυτά τα όρια της τέχνης και επεκτείνονται στις κοινωνικές και πολιτικές δομές…

Η τέχνη αποτελεί μια ξεχωριστή μορφή της κοινωνικής συνείδησης, που στεριώνει και αναπτύσσει στον ψηλότερο βαθμό τις αισθητικές σχέσεις του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Στεριώνει τις δημιουργίες της πάνω σ’ ένα ιδανικό, που δεν αποτελεί αιώνιο και απλησίαστο κανόνα ομορφιάς, ούτε μυστικό φανέρωμα κάποιας a priori τελειότητας, αντιληπτής από τη νόηση μονάχα των εκλεκτών.

Βγαίνει μέσα από την ίδια τη ζωή και τις αλήθειες της, από την παντοδύναμη φύση, που είναι το βασικότερο πρότυπό της, κι έπειτα ξεκαθαρίζεται από τη γενική έννοια που χρειάζεται να εκφράσει. Δεν γεννήθηκε σαν πνευματική πολυτέλεια, πρόβαλε, αντίθετα, σαν ανάγκη για το κέρδος της  γνώσης, με τη γενίκευση μιας γνώσης η οποία στηρίχτηκε πάνω στη συνείδηση κοινωνικών φαινομένων και στην ικανότητα του ανθρώπου να ερμηνεύσει και να ξεχωρίσει τα θετικά τους στοιχεία, που θα του χρειάζονταν για τις λυτρωτικές του αναζητήσεις. Δεν μπορεί να δικαιωθεί αν δεν υπηρετεί την προσμονή της απολύτρωσης του ανθρώπου, για να ζήσει. Αυτό το μήνυμα της απολύτρωσης μέσα στην τέχνη, που δεν μπορεί στα σοβαρά κανείς να το αμφισβητήσει, δεσμεύει απόλυτα τον ίδιο τον καλλιτέχνη, τον στρατεύει και τον βαραίνει με ξεχωριστές υποχρεώσεις απέναντι στους άλλους, χωρίς παράλληλα να του αφαιρεί και τη δική του χρειαζούμενη ελευθερία. Άλλωστε η αληθινή ελευθερία δεν σμίγει ποτέ το φώναγμα το δικό της με τις απελπισμένες κραυγές του ξεμοναχιασμένου ατόμου, που πασχίζει να σπάσει τις αλυσίδες που το δένουν με τις συμβατικότητες της ζωής και να κερδίσει την προσωπική του ανεξαρτησία, αντικριστά με όλους τους ενάντιους ανέμους.

Η τεχνολογία και οι εικαστικές τέχνες χρησιμοποιούν ως όχημα ό,τι ενδιαφέρον είχε υπάρξει, το έργο των Τάτλιν, Πέβσνερ, Γκαμπό, Μάλεβιτς, τον θεωρητικό λόγο του Αλεξέι Γκαν, σε μια προσπάθεια να ορίσουν τις αναζητήσεις της τέχνης των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα. Ο διάλογος αυτός αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην παγκόσμια καλλιτεχνική πρωτοπορία, αναδεικνύοντας στο έπακρο τη δυναμική των νέων τεχνολογιών. Στο πλαίσιο του διαλόγου της τεχνολογίας με το έργο της ρωσικής «Μεγάλης Ουτοπίας», δημιουργούνται έργα με συγκρότηση και λογική στην πληρέστερη μορφή τους. Η σχέση αυτή προκαλεί διαφορετικά ερεθίσματα, με στόχο τη δημιουργία μιας σημειολογίας μέσα από την αλλαγή των αρχικών νοημάτων…

Η ελευθερία του καλλιτέχνη είναι εκείνη ακριβώς του στρατηλάτη, που έχει το δικαίωμα οποιονδήποτε δρόμο να ακολουθήσει, μα που πάντα τον δένει η απόφασή του να φτάσει τελικά στον προορισμό του, προτού τον πιάσει το νυχτιάτικο σκοτάδι. Στον δρόμο του μπορεί να συναντήσει κρυμμένες πηγές και να σταθεί και να ξεδιψάσει, μπορεί να σμίξει τον στοχασμό του προσωρινά με το πέταγμα των ανήσυχων πουλιών του δάσους. Μα πάντα η συνείδηση του προορισμού του δεν θα του επιτρέπει να αποξεχαστεί μ’ όλη εκείνη τη συγκεκριμένη ομορφιά, που μονάχα στις προσωπικές προτιμήσεις του αναφέρεται – γιατί κάποιοι τον περιμένουν και τον χρειάζονται τώρα, γιατί κι ο ίδιος τους θέλει και τους έχει ανάγκη, για να μπορέσει να ζήσει και να χαίρεται.

Το επίκεντρο σήμερα των «πολυμεσιακών καλλιτεχνών» είναι η τεχνολογία, με στόχο τη σύνδεσή της με την τέχνη. Καλλιτέχνες εκπρόσωποι της παγκόσμιας πρωτοπορίας προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν την εικαστική γλώσσα, τις δομές της, αλλά και τη σχέση της με τις υπόλοιπες τέχνες, με απώτερο σκοπό να δημιουργήσουν ριζοσπαστικά έργα που θα ανταποκρίνονται στις δυνατότητες της νέας τεχνολογικής εποχής. Ο φυσικός γόνος αυτής της ένωσης σήμερα είναι οι νέες τεχνολογίες ως σύνθεση των τεχνών, ως ριζική αναμόρφωση των κωδίκων αναπαράστασης και επικοινωνίας. Η πλήρης κατάργηση της τέχνης, απαλλαγμένης από κάθε είδους χθες, δεν είναι η αλήθεια. Πάντα ο καλλιτέχνης αποφασίζει και ποτέ ο αστικός φιλοσοφικός λόγος που άπτεται των επιστημών. Απλά, τα αιτήματα του σήμερα δηλώνουν τον πρωτεύοντα ρόλο της τεχνολογίας έναντι του περιεχομένου, δηλώνουν ότι η τεχνολογία είναι αυτή που προσδίδει το περιεχόμενο και όχι το αντίθετο…

Η απολύτρωση που πρέπει η τέχνη να μας προσφέρει και που γι’ αυτή, σε τελευταία ανάλυση, υπάρχει και η ίδια κι απ’ αυτή αποκλειστικά δικαιώνεται δεν είναι οπωσδήποτε δυνατό να συσχετιστεί μ’ όλες εκείνες τις εγωιστικές τάσεις που χαρακτηρίζουν ορισμένους φτασμένους δημιουργούς. Αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα είχε υποχρεωτικά απόλυτο δίκιο ο Όσκαρ Ουάιλντ, που διατείνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει ηθικές προτιμήσεις. Μια ηθική προτίμηση θα ήταν γι’ αυτόν, καθώς ισχυρίζεται, «μια ασυγχώρητη επιτήδευση ύφους».

Το νέο ουτοπικό πείραμα μπορεί να γίνει πραγματικότητα, καταργώντας κάθε είδους πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και αισθητικές συμβάσεις. Η ουτοπία, όμως, θα τελειώσει και θα επιχωματωθεί οριστικά όταν αφήσει τους πειραματισμούς, σιωπήσει και περάσει στο περιθώριο υπό τη βία του τεχνολογικού ολοκληρωτισμού.

Η αληθινή τέχνη δουλεύει πάντα πάνω στο πρόβλημα της απολύτρωσης του ανθρώπου από την κοινωνική και την πνευματική του υποδούλωση. Αυτό αποτελεί θεμελιακό της χρέος και απαραίτητη προϋπόθεση για την καταξίωσή της σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους τόπους. Και πιο πολύ ασφαλώς στην εποχή της εμφάνισης και της κυριαρχίας του καπιταλισμού, μια εποχή που ο κόσμος έγινε πιο σύνθετος και πιο δυναμικός, η κοινωνική ζωή ιδιαίτερα αντιφατική και η ψυχολογία του ατόμου περισσότερο μπερδεμένη.

Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτή τη συνθετότητα και τη δυναμικότητα των κοινωνικών πραγματικοτήτων, που οδηγούν την τέχνη μπροστά σε ένα πλήθος από στόχους και θέματα και που την υποχρεώνουν στην αναζήτηση της μοναδικής διεξόδου, που έχει ανάγκη ο άνθρωπος και δεν μπορεί εντούτοις ακόμα ξεκάθαρα να την εντοπίσει. Έτσι, προβάλλει μέσα από την τέχνη αυτής της εποχής μια ποικιλία απόψεων, που έχουν σαν πυρήνα τους χαμένα ονειροπολήματα, ελπιδοφόρες ανατάσεις, ειρωνικές αμφισβητήσεις ή πικρές αποκαρδιώσεις. Ο καλλιτέχνης όμως συχνά ονειρεύεται, με την έννοια ότι, πίσω από τα συγκεκριμένα γεγονότα που τον εμπνέουν, ξεδιπλώνει θέσεις που δεν αντιστοιχούν πάντοτε στις υπάρχουσες αλήθειες. Πρέπει βέβαια να ονειρεύεται, αλλά τα όνειρά του να ριζοπιάνονται από το κατακάρδι της αλήθειας του συγκεκριμένου καιρού του και ν’ απλώνονται κατόπιν σε προοπτικές του, που θα μπορέσουν ν’ αλλάξουν αργότερα σε αντικειμενικές καταστάσεις.

Ο καλλιτέχνης οφείλει να μην ξεχνά ποτέ ότι υπηρετεί την τέχνη κι όχι τον ξεμοναχιασμένο εαυτό του κι ότι η τέχνη, καθώς γράφει ο Μπαλζάκ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη συμπύκνωση της φύσης, συμπύκνωση όμως όχι μορφική, αλλά πάντα αναφερόμενη στην κοινωνική και ανθρώπινη ουσία των καταστάσεων. Ο αληθινός καλλιτέχνης πρέπει να έχει πολυεδρικότητα και μεγάλη οξύτητα στην αντίληψη, αλάθευτη διαίσθηση, συγκινησιακή ευαισθησία και δημιουργική φαντασία. Ο Μπαρμπίς, μιλώντας για τον καλλιτέχνη που τον χαρακτηρίζει απόλυτα η συνείδηση της μεγάλης αποστολής του, γράφει στην «Κόλαση» για τον εαυτό του ότι «θα ’θελε να ζήσει όλες τις ζωές και να έχει θέση μέσα σ’ όλες τις καρδιές».

Ο πραγματικός καλλιτέχνης οφείλει να βρίσκει και να προβάλλει σωστά, λυτρωτικά μηνύματα για τους άλλους. Κάθε φορά να δένει την τέχνη του με τις πραγματικότητες των τριγυρινών τους όντων, με τις εσώτερες αλήθειες τους και με τις προεκτάσεις τους μέσα στο μέλλον, συντροφεμένες στις δημιουργίες του από τους ήρωες της καθημερινότητας, που σήμερα αλλάζουν για μια ακόμα φορά την πέτσα της πανάρχαιας γης κι άλλοτε πελεκήσανε το κάτασπρο μάρμαρο, για να χτιστεί ο Παρθενώνας.

* Η Λίνα Δημητροπούλου κινείται στη δημιουργική ανασυγκρότηση πληροφοριών, σε διαρκή έσω αισθητική συνομιλία με το έργο των Μάλεβιτς, Μοντριάν, Τάτλιν, Πέβσνερ, Γκαμπό, Καντίνσκι, Ζόζεφ Μπόις, Μαρκ Ρόθκο και στις υπαρξιακές αναζητήσεις του Ντοστογέφσκι. Όλα στο έργο της χωρίς ρητορεία, με εσωτερικευμένο, απόκρυφο τρόπο. Ο ποιητικός εικαστικός λόγος των μορφών της δεν είναι μέσο αφοσίωσης σε κανέναν -ισμό, απλά ικετεύει για μνήμη και εξιλέωση. Ασχολείται με προσωπικό τρόπο με την εξερεύνηση του υπερβατικού.

Υ.Γ.: Το άγχος δημιουργίας βιογραφικού δεν έχρισε ποτέ κανέναν καλλιτέχνη. Η Λίνα Δημητροπούλου παραμένει για μια εικοσαετία στην ιερή σιωπή του εργαστηρίου της.

 

Πηγή: Art22