της Άμπρα Πίρρι[1]

Η κατάργηση της καύσης των Ινδών γυναικών μαζί με τον νεκρό σύζυγό τους από τους Βρετανούς αποικιοκράτες· ο αμερικάνικος πόλεμος για την «απελευθέρωση» των Αφγανών γυναικών από τη μπούργκα· η απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας στη Γαλλία: Η σύγκρουση ανάμεσα στη Δύση και τον υπόλοιπο κόσμο στο εννοιολογικό και κριτικό λεξιλόγιο της Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ, μετααποικιοκρατικής φεμινίστριας, οργανικής διανοούμενης του πλανήτη.    

Η Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ, μετααποικιοκρατική φεμινίστρια και μελετήτρια της συγκριτικής λογοτεχνίας, μπορεί να μας βοηθήσει να στοχαστούμε γύρω από τα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Δύση και στον υπόλοιπο κόσμο, ανάμεσα σε μας και τον Άλλον. Στο [..] βιβλίο της Death of a Discipline[2] [Θάνατος μιας Επιστήμης]  [..], η Σπίβακ με δύναμη προτείνει εκ νέου –όπως επισημαίνει η Τζούντιθ Μπάτλερ- «ένα εννοιολογικό πλαίσιο ριζοσπαστικά ηθικό ως προσέγγιση στη μελέτη της διαφορετικότητας». Γιατί, ίσως, δεν μας μένει παρά να καταφύγουμε στην ηθική, εάν πραγματικά θέλουμε να αποπειραθούμε να έχουμε μια σχέση με την Άλλη, με τον Άλλον. Η Σπίβακ, που γεννήθηκε και σπούδασε στην Ινδία και ποτέ δεν απαρνήθηκε την ινδική υπηκοότητα και, έχοντας πράσινη κάρτα, διαμένει μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Νέα Υόρκη, όπου διδάσκει στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οργανική διανοούμενη του πλανήτη. Γι’ αυτό ακριβώς ξεκινά πάντα από τον διεθνή καταμερισμό εργασίας  και από την παγκοσμιοποίηση που, με τις σχέσεις της εξουσίας ανάμεσα στον Πρώτο και τον Τρίτο Κόσμο, έχει παγιδευτεί στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ιστορία του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.

Η ανάλυση των πολιτισμικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αποικιοκρατίας, στο παρελθόν και το παρόν, στα κράτη και στα αποικιοκρατούμενα υποκείμενα είναι ένας από τους στόχους των μετα-αποικιοκρατικών σπουδών. Αλλά, διαφέροντας από τους άλλους μετααποικιοκρατικούς διανοούμενους που αντιπροσωπεύουν τις Subaltern Studies [Σπουδές Υπεξουσίων Τάξεων], η Σπίβακ έχει στραμμένη την προσοχή της πάντα στο έμφυλο θηλυκό υποκείμενο που είναι διπλά περιθωριοποιημένο: από την οικονομία και από την υποβάθμιση του φύλου. Για να γίνει κατανοητή η έμφυλη διαφορά στο εσωτερικό ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου, η Σπίβακ χρησιμοποιεί ένα εννοιολογικό και κριτικό λεξικό που σχεδόν πάντα επινοεί η ίδια. Γεννιούνται έτσι σημαντικοί όροι όπως η epistemic violence, η βία που ο ιμπεριαλισμός επέβαλε στις μορφές της γνώσης και εξακολουθεί να επιβάλει στους κάποτε αποικιοκρατούμενους λαούς και ειδικά στις γυναίκες.

Η epistemic violence είναι η βίαιη ρήξη που συντελείται στο σύστημα των σημείων, των αξιών, στις αναπαραστάσεις του κόσμου, στον πολιτισμό, στην οργάνωση της ζωής και της κοινωνίας των χωρών που χθες ήταν αποικίες και που σήμερα είναι, όχι τυχαία, ο νότος του κόσμου. Εξαιτίας της epistemic violence, ο αποικιοκρατούμενος χώρος απεχθώς μετασχηματίστηκε με τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορεί να μεταφερθεί στο εσωτερικό ενός κόσμου κατασκευασμένου από τον ευρωκεντρισμό. Αυτήν τη διαδικασία, μέσω της οποίας η Δύση εδραιώθηκε και συγκροτήθηκε ως κυρίαρχο υποκείμενο σε όλο τον πλανήτη γεμίζοντάς τον με το δικό της τρόπο μάθησης, με τις δικές της αναπαραστάσεις, με το δικό της σύστημα αξιών, η Σπίβακ την ονομάζει worlding of a world. Σε αυτήν τη διαδικασία, η Δύση δημιούργησε τους Άλλους της ως αντικείμενα προς ανάλυση, αναλαμβάνοντας έτσι  την εξουσία/γνώση να τους αναπαριστά και να τους ελέγχει. Αυτοί οι Άλλοι, υπενθυμίζει η Σπίβακ, δεν είναι πραγματικά ανθρώπινοι: κατασκευασμένοι ως κατώτεροι από τότε που η Ευρώπη κατέκτησε σχεδόν όλο τον κόσμο,  εξακολουθούν να είναι το ίδιο και σήμερα γιατί δεν θεωρούνται αρκετά αναπτυγμένοι ή αρκετά δημοκρατικοί. Υπάρχει ένα μοναδικό καθολικό υποκείμενο, και μάλιστα σχεδόν τέλειο, που αντιπροσωπεύει την κανονικότητα: ο λευκός άνδρας· και η Δύση είναι η μεγάλη επέκταση του.

Ότι ο Άλλος εξακολουθεί να κατασκευάζεται και να αναπαριστάται ως ένα κατώτερο ον, χωρίς ιστορία και πολιτισμό, στα όρια ανθρώπου και κτήνους, και με τον οποίο δεν υπάρχει λόγος να συνομιλούμε γιατί ο μόνος δυνατός  λόγος είναι η ταπείνωση ή η βία, ποτέ δεν ίσχυε περισσότερο. Μας το επανέλαβαν για μια ακόμη φορά, στην περίπτωση που δεν το είχαμε αντιληφθεί, εκείνοι οι άντρες κι εκείνες οι γυναίκες που τους είδαμε να γελούν, να καπνίζουν, να σηκώνουν τον αντίχειρα σε όρθια θέση, ενώ τραβούσαν φωτογραφίες του Άλλου, γυμνού με το λουρί του σκύλου δεμένο στο λαιμό του ή νεκρού από τα βασανιστήρια. Η Σπίβακ, σε μια συνέντευξη της, το 1984, ομολογεί στην Elisabeth Grosh ότι την συνεπήρε η σκέψη του Ντεριντά όταν ανακάλυψε ότι ο Γάλλος φιλόσοφος διέλυε από τα μέσα την παραδοσιακή δυτική φιλοσοφία, της οποίας ήρωας ήταν ο καθολικός άνθρωπος. «Σε μας –λέει η Σπίβακ, μιλώντας για το βρετανικό αποικιακό εκπαιδευτικό σύστημα– δίδασκαν ότι αν μπορούσαμε ν’ αρχίσουμε να μοιάζουμε με κείνο το καθολικό ανθρώπινο ον, τότε κι εμείς θα γινόμασταν ανθρώπινοι». Ανθρώπινοι, συνεπώς υποκείμενα. Ή, μάλλον, υποκείμενα και συνεπώς ανθρώπινοι. Αλλά είναι στ’ αλήθεια έτσι; Υποκειμενικότητα[3] και ανθρωπισμός[4] ταιριάζουν πράγματι μαζί και στην πράξη ή μόνο στη δυτική σκέψη;

Σε ένα κείμενο τού 1985, που θεωρείται το πιο διάσημο, πιο παρανοημένο αλλά και το πιο μνημονευμένο δοκίμιό της, το Can the Subaltern speak? [Μπορεί ο Υπεξούσιος να μιλήσει;], το οποίο ασκεί πολεμική  στην ομάδα των Subaltern Studies αλλά και σε μερικούς μεταδομιστές και μεταουμανιστές διανοούμενους (Φουκώ και Ντελέζ), η Σπίβακ επισημαίνει πώς το ενδιαφέρον των δυτικών διανοουμένων απέναντι στο υποκείμενο των αποικιών καταλήγει πάντα να είναι «ευμενές»· η στάση τους και η οπτική τους γωνία, τελικά, συμπίπτει με την ιμπεριαλιστική αφήγηση γιατί αυτό που υπόσχεται στους ιθαγενείς είναι η «απελευθέρωση». Σε αυτό το δοκίμιο, η Σπίβακ αναρωτιέται εάν η υπεξούσια γυναίκα μπορεί να μιλήσει και να ακουστεί ή εάν υπάρχει πάντα κάποιος που το κάνει στη θέση της και που την αναπαριστά με παραποιημένο τρόπο: οι Βρετανοί,  καταργώντας τον νόμο που επέβαλε οι χήρες να θανατώνονται στην πυρά με τον νεκρό σύζυγό τους (1827), ανέλαβαν την υποχρέωση να μιλούν για την καταπιεσμένη από την τοπική πατριαρχική κοινωνία ιθαγενή γυναίκα. Με αυτό τον τρόπο, νομιμοποίησαν τους εαυτούς τους ως απελευθερωτές και τον ιμπεριαλισμό ως αποστολή εκπολιτισμού.

Οι Βρετανοί απέδωσαν στην υπεξούσια γυναίκα μια ελεύθερη φωνή, τέτοια που να διεκδικεί την απελευθέρωσή της από τον λευκό άνδρα, από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Από την άλλη μεριά, και ενάντια στη βρετανική αναπαράσταση, υπήρχε η τοπική πατριαρχική κοινωνία, ο ιθαγενής άνδρας που υποστήριζε ότι η χήρα ήταν ευτυχισμένη να ανέβει στην πυρά με το πτώμα τους άνδρα της. Κατά τη Σπίβακ, ούτε η μια ούτε η άλλη εκδοχή παρουσιάζει την «αληθινή» φωνή της υπεξούσιας γυναίκας: και στις δυο αφηγήσεις η φωνή της είναι «εγγαστριμυθοποιημένη» και η ίδια εξαφανίζεται μέσα σε αυτό το βίαιο πήγαινε-έλα, ανάμεσα στην παράδοση και την εκμοντερνοποίηση, ανάμεσα στην πατριαρχία και τον ιμπεριαλισμό. Να, λοιπόν, που η θέση του υποκειμένου της ιθαγενούς γυναίκας κατασκευάζεται από τη Δύση και χρησιμεύει μόνο για να ενδυναμώνει το γόητρο του ευμενούς-διανοουμένου-ερμηνευτή της υπεξούσιας λειτουργίας.

Ή χρησιμεύει για να ενδυναμώνει τις λαϊκές και εθνικιστικές αξίες του έθνους: είναι αυτό που συνέβη στη Γαλλία με την ισλαμική μαντήλα. Ξαφνικά, η πατρίδα, τόσο συμβατή με την πατριαρχία και τις μιλιταριστικές και  σεξιστικές της αξίες, μετατρέπεται σε φεμινιστική και χρησιμοποιεί τον φεμινισμό ενάντια στις άλλες κουλτούρες· πριν δυο χρόνια παρακολουθήσαμε το παράδοξο: τον πολέμιο των εκτρώσεων Μπους να βομβαρδίζει το Αφγανιστάν για να απελευθερώσει τις γυναίκες από τη μπούργκα,  και σήμερα έχουμε τον άλλον[5] στη Γαλλία που απελευθερώνει τις μουσουλμάνες από την μαντήλα. Είναι γεγονός ότι η μαντήλα εξακολουθεί να εξάπτει τις  διεγερμένες φαντασιώσεις του δυτικού άνδρα που δεν ανέχεται να τον κοιτάζουν αλλά να μη μπορεί να κοιτάζει ο ίδιος· μόνο αυτός έχει το δικαίωμα να παρατηρεί, να αναλύει, να αξιολογεί, να κρίνει.

Το «imperial I-eye» του δεν πρέπει να συναντά εμπόδια: η έκφραση, που παίζει με τους πανομοιότυπους στα αγγλικά ήχους, που σημαίνει τόσο το Εγώ όσο και το ιμπεριαλιστικό μάτι, είναι της μετααποικιοκρατικής μελετήτριας Mary Louise Pratt· περιγράφει το επίμονο βλέμμα του λευκού άνδρα που «απανθρωποποιεί, παραλύει και δολοφονεί», όπως έγραφε ο Φανόν[6] με αφορμή την Αλγερία, τη γαλλική αποικιοκρατία και τη μαντήλα. Στην Αλγερία, στη διάρκεια των 130 χρόνων κατοχής, οι Γάλλοι επιχείρησαν να «φανερώσουν» τις γυναίκες, να καταστήσουν το σώμα τους διαθέσιμο στο δυτικό I-eye, ως μέσο για να κατακτήσουν πολιτισμικά ολόκληρη τη χώρα. Να που η μαντήλα μετατρέπεται σε διακύβευμα μιας μεγαλειώδους μάχης ανάμεσα στη Δύση και τον Άλλον, ενώ η Άλλη χρησιμοποιείται ως σύμβολο και έδαφος προς κατάκτηση και από τις δυο πλευρές. Το να κατακτήσεις αυτήν σημαίνει να εκμηδενίσεις αυτόν. Το να της επιβάλεις ή να της απαγορεύσεις τη μαντήλα σημαίνει να την εγγράψεις σε μια πατριαρχική κοινωνία ή σε μια άλλη. Σήμερα, στην εποχή της γυναικείας χειραφέτησης –που ωστόσο λίγο ή και καθόλου έχει να κάνει με την απελευθέρωση των γυναικών–, μετατρέπεται στο αντίθετο-όμοιό της: αυτή, η δυτική, που τραβάει αυτόν, τον μουσουλμάνο, με το λουρί του σκύλου: η σεξουαλική μεταφορά, άνδρας-εξουσιαστής, είναι η ίδια.

Αλλά η Σπίβακ ασκεί κριτική και στον διεθνή φεμινισμό που εξακολουθεί να τοποθετεί στο κέντρο τη Δύση –ή ένα δυτικό πρόσωπο, σε αυτή την περίπτωση τη φεμινίστρια– που αυτοπροσδιορίζεται ως υποκείμενο γνώσης, σωτηρίας, βοήθειας, ακριβώς γιατί κατασκεύασε την Άλλη ως αντικείμενο της πεφωτισμένης συμπόνιας της. Το να αναπαριστούμε την Άλλη, από την άλλη πλευρά του κόσμου, ως μειονεκτική αδελφή χρησιμεύει στο να μας κάνει να αισθανόμαστε απελευθερωμένα υποκείμενα, να μας επιστρέφει μια εικόνα εμάς των ιδίων μεγεθυμένη. Έτσι είναι που γινόμαστε υποκείμενα, με την αντρική έννοια, κατασκευάζοντας ένα αντικείμενο, ένα υπεξούσιο Άλλο. Ο δυτικός φεμινισμός άσκησε κριτική στο κυρίαρχο αντρικό υποκείμενο αλλά, στη συνέχεια, κινδυνεύει να κάνει με τις γυναίκες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου ακριβώς το ίδιο που έκαναν οι άντρες επί 2.500 χρόνια. Και εξακολουθεί να θέτει με εμμονή αυτάρεσκες ερωτήσεις όπως, για παράδειγμα, «τι μπορώ να κάνω εγώ γι’ αυτές;».

Εάν θέλουμε ν’ αποφύγουμε να ζημιώσουμε τις γυναίκες του Τρίτου Κόσμου, θα πρέπει ν αποφύγουμε να κοιτάζουμε τα πράγματα από την οπτική γωνία εκείνου που, ως υποκείμενο, κάνει την ανάλυση: θα πρέπει να αποφύγουμε το κέντρο να είναι καθορισμένο, διασαφηνισμένο –ως συνήθως– από την ερευνήτρια. Το υποκείμενο δεν μπορεί να αποκεντρωθεί, διαφορετικά δεν είναι πια υποκείμενο, αλλά αυτό το κέντρο θα πρέπει διαρκώς να κριτικάρεται και να αποδομείται: «Η αποδόμηση –ισχυρίζεται η Σπίβακ σε μια συνέντευξή της στον Alfred Arteaga τo 1993– δεν λέει ότι δεν υπάρχει  το υποκείμενο, ότι δεν υπάρχει η αλήθεια, ότι δεν υπάρχει η ιστορία: απλά θέτει σε αμφισβήτηση την προνομιακή μεταχείριση της ταυτότητας ως συνώνυμο της αλήθειας.  Η αποδόμηση δεν είναι η έκθεση ενός λάθους. Διαρκώς και επίμονα κοιτάζει τον τρόπο με τον οποίο έχει παραχθεί η αλήθεια. Να γιατί η αποδόμηση δεν λέει ότι ο λογοκεντρισμός[7] είναι παθολογία. Η αποδόμηση είναι, μεταξύ άλλων, μια διαρκής κριτική όσων κάποιος δεν μπορεί να μη θέλει». Τι είναι αυτό που κάποιος  δεν μπορεί  να μη θέλει (και που προέρχεται από τη Δύση);

Για παράδειγμα, η ίδια η υποκειμενικότητα ή ο φεμινισμός. Εάν, ωστόσο, δεν επιθυμεί να γίνει εκείνο το επιτελεστικό υποκείμενο που είναι (ήταν) ο λευκός άνδρας, η μόνη δυνατότητα είναι μια διαρκής κριτική στον τρόπο που τοποθετείται στο κέντρο της αφήγησης. Να έχουμε αυτεπίγνωση, να ασκούμε κριτική, να αποδομούμε: αυτή είναι η «διαδρομή» της σκέψης της Σπίβακ που, πράγματι, δεν πιστεύει στις μεγάλες θεωρητικές κατασκευές που εξηγούν τα πάντα και που θέλουν να είναι συνεπείς με την απαίτησή τους να αφηγηθούν την απόλυτη και οριστική αλήθεια. Η Σπίβακ δεν πιστεύει στις μεγάλες αφηγήσεις [master narratives], τις αφηγήσεις των Δασκάλων αλλά και των κυρίαρχων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες αφηγήσεις πρέπει να δαιμονοποιούνται όταν κάποιος πιάνεται να αφηγείται: πρέπει να αποδεχτούμε την παρόρμηση να σκεφτούμε τα αίτια και τον σκοπό, να καταστρώσουμε προγράμματα κοινωνικής δικαιοσύνης, έχοντας επίγνωση, όμως, την ίδια στιγμή, ότι πρόκειται για μια δική μας ανάγκη, δεν πρόκειται για την πορεία προς την αλήθεια, ούτε αποτελεί «λύση των προβλημάτων του κόσμου».

Η προειδοποίηση για τις μεγάλες αφηγήσεις, που υπάρχει κίνδυνος να πάρουν το επάνω χέρι και να παρουσιαστούν σε μας σαν να ήταν πραγματικές, ισχύει και για τις λέξεις τις οποίες οι αφηγήσεις χρησιμοποιούν: η Σπίβακ τις αποκαλεί masterwords, λέξεις των δασκάλων αλλά και, πάλι, των κυρίαρχων. Λέξεις όπως «ο εργάτης» ή «η γυναίκα» είναι λέξεις παρακινδυνευμένες γιατί οδηγούν στο να δημιουργηθούν και, στη συνέχεια, να κατασκευαστούν μεγάλες αφηγήσεις: κι ωστόσο είναι λέξεις που δεν έχουν καμιά  κυριολεκτική αναφορά, γιατί δεν υπάρχουν «αληθινά» παραδείγματα του «αληθινού» εργάτη ή της «αληθινής» γυναίκας που είναι «αληθινά» έτοιμοι να παλέψουν για τα ιδανικά που εμείς κατασκευάσαμε και για τα οποία κινητοποιήθηκαν. Αυτές οι σκέψεις θα έπρεπε να μας βάλουν σε επιφυλακή σχετικά με τις παγκόσμιες απαιτήσεις, για παράδειγμα του μαρξισμού ή του δυτικού φεμινισμού,  στο να μιλούμε στο όνομα των μεν και των δε.

Και η δυτική φεμινιστική στράτευση με τον νότο του κόσμου συχνά καλύπτει μια πατερναλιστική ανωτερότητα στο όνομα των περισσότερο μειονεκτικών αδελφών μας (που τις κατασκευάζουμε, συνεπώς έτσι τις θεωρούμε). Θα πρέπει να πάψουμε να αισθανόμαστε σε προνομιακή θέση, κατά συνέπεια καλύτερες, λέει η Σπίβακ, η οποία έτσι «καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση»[8]· ριψοκινδυνεύει, δηλαδή, τα αναρίθμητα προνόμια της: το ότι είναι διανοούμενη μεγάλης αξίας της αμερικάνικης ακαδημαϊκής κοινότητας που εμπλέκεται στη νεοαποικιοκρατική παραγωγή, το ότι διδάσκει τους πιο εξασφαλισμένους και καλομαθημένους ανθρώπους της γης και  ζει στην πιο πλούσια και καταναλωτική πόλη του πλανήτη. Το να «καταλαμβάνω μια ιδιαίτερη θέση» σημαίνει να μην επιδιώκω την καθολικότητα, δηλαδή την ουσία, ακόμα κι όταν, ανεξάρτητα αν το αναγνωρίζουμε ή όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς καθολικεύσεις. Το σημαντικό είναι να είμαστε ενσυνείδητοι και να χρησιμοποιούμε τις καθολικεύσεις παρά να τις απορρίπτουμε: είναι αυτό που εκείνη αποκαλεί στρατηγική ουσιοκρατία [strategic essentialism] γιατί, σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, δεν είναι δυνατό να  αναλύουμε και να ασκούμε φεμινιστική πολιτική παρά μόνο –ακόμα και αν κινδυνεύουμε από την ουσιοκρατία-  «ως γυναίκες»

Ακόμα και το προνόμιο αποδομείται γιατί δεν εμπλέκει, πάντα και απαραίτητα, εξυπνάδα, κατανόηση και δυνατότητα σχέσης. Συχνά, μάλιστα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η Σπίβακ μας παροτρύνει να «ξεμάθουμε τα προνόμια μας γιατί είναι χασούρα» [unlearn one’s privilege as one’s loss]. Ο ρατσισμός –για παράδειγμα–, μαθαίνουμε, είναι μια οπτική γωνία και μια συμπεριφορά επίκτητη μου μας εμποδίζει να βλέπουμε, να καταλαβαίνουμε και να επικοινωνούμε με όποιον είναι διαφορετικός από μας: αποδίδουμε στην/ον Άλλη/ον στερεότυπα, την/τον ερμηνεύουμε μέσω προκαταλήψεων ενώ, στην πραγματικότητα, σφαλίζουμε το μυαλό μας, την πιθανότητα που έχουμε να επικοινωνήσουμε, να μάθουμε, να ανταλλάξουμε και να σχετιστούμε: να που το προνόμιο μας –σε αυτήν την περίπτωση το να ανήκεις στη λευκή φυλή– μετατρέπεται σε αδυναμία, σε ανικανότητα. Το να ξεμάθουμε το προνόμιο μας σημαίνει να αρχίσουμε να έχουμε μια «ηθική σχέση» με την/ον Άλλη/ον. Είναι ένας τρόπος να σκεπτόμαστε, να αντιλαμβανόμαστε την ταυτότητα τη δική μας και της Άλλης διαφορετικά.

Όχι πλέον η Άλλη που, από την άλλη πλευρά του κόσμου, λειτουργεί ως καθρέφτης που μεγεθύνει την εικόνα μας, αλλά η δυνατότητα να επικοινωνούμε διαμέσου αδύνατων αποστάσεων και διαφορών. Είναι ένα εναγκάλισμα, μια πράξη αγάπης στο εσωτερικό της οποίας και τα δυο πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να μάθει το ένα από το άλλο.

 


[1]  Η Ambra Pirri  (Παλέρμο, 1949) σπούδασε κοινωνιολογία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος  σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά  όπως Paese Sera, Rinascita, Indice del Libro, Il Manifesto, DWF κα. Μετά από ένα μάστερs στο Σαν Φραντσίσκο, στις Women Studies, τα τελευταία χρόνια  ασχολείται με την μετααποικιοκρατική κριτική από τη φεμινιστική σκοπιά ενώ έχει επιμεληθεί την ιταλική έκδοση βιβλίων της Γκαγιάτρι Σπίβακ καθώς και το Who Sings the Nation-State?, διάλογο ανάμεσα στην Γκαγιάρτι Σπίβακ και την Τζούντιθ Μπάτλερ (2009).

[2] Τίτλοι και όροι που είναι αγγλικά στο κείμενο διατηρούνται και εδώ –  σε αγκύλη αν υπάρχει δόκιμη μτφ.

[3] Υποκειμενικότητα: συνείδηση εαυτού σε σχέση με τον αντικειμενικό κόσμο – συνείδηση ότι εγώ δεν είμαι αντικείμενο, είμαι φορέας σκέψεων, συναισθημάτων, θυμικών καταστάσεων.

[4] Ανθρωπισμός: μια ιδεολογία περί του υποκειμένου που το αναδεικνύει ως το πρωτεύον σημείο αναφοράς για την κατανόηση του κόσμου. Ο ανθρωπισμός ως ιδεολογία της μοναδικότητας της υποκειμενικότητας δεν υπάρχει σε πολλούς  πολιτισμούς της Ανατολής, καθώς δεν υπάρχει το εγώ από μόνο του αλλά εντάσσεται σε ένα «όλο» που δεν συνιστά  υποκείμενο. 

[5] Εννοεί τον Νικολά Σαρκοζί, όταν αυτός ήταν υπουργός Εσωτερικών (2002-2004)

[6] Frantz Fanon (1925-1961): Ψυχίατρος, συγγραφέας, φιλόσοφος από τη Μαρτινίκα, εργάστηκε πολλά χρόνια στην Αλγερία. Διεισδυτικός διανοητής των φυλετικών μηχανισμών επηρέασε τις μετααποικιοκρατικές μελέτες. Πιο διάσημο βιβλίο του «Της γης οι κολασμένοι».

[7] «Η μεταφυσική πάντα απέδιδε μεγαλύτερη αξία στον προφορικό λόγο αντί στον γραπτό με το επιχείρημα ότι στην προφορική επικοινωνία δεν μεσολαβεί καμιά απόσταση μεταξύ ομιλητή, ακροατή και ομιλητικού ενεργήματος.[…] ομιλητής, ακροατής και προφορική εκφορά του λόγου συν-παρίστανται. […] Η δυνατότητα μιας “πλήρους“ επικοινωνίας και κατανόησης αντιστοιχεί, τελικά, σ’ ένα νόημα τέλεια παρόν στον εαυτό του και συνιστά, ως “ιδεώδες”, θεμέλιο της δυτικής σκέψης και του δυτικού πολιτισμού, ανεξάρτητα από την επίτευξη της “πληρότητας” και της “τελειότητας” της επικοινωνίας στην πράξη. Η αυτονόητη εκ μέρους μας αποδοχή και πίστη ενός τέτοιου “ιδεώδους”, είτε στον καθημερινό, είτε στο δυτικό μας λόγο (φιλοσοφία) συνιστά ό,τι ο Ντεριντά αποκαλεί λογοκεντρισμό».(Σημειώσεις μεταπτυχιακού μαθήματος Φιλοσοφία και Επιστήμες στον 20ο αιώνα. Ντεριντά, [σελ. 11]. Διδάσκων: Αριστείδης Μπαλτάς).

[8] Στα ιταλικά  situarsi: το να βρίσκεσαι «εν τόπω». Αποδόθηκε περιφραστικά προκειμένου να τονιστεί η αντίθεση της «ιδιαίτερης θέσης» της Σπίβακ με τη καθολίκευση/γενίκευση.

 

Μετάφραση: Σοφία Ξυγκάκη

Πηγή: meltemi editore