της Jane Eisner

Η νέα ταινία της Ράμα Μπερστάιν Στο κενό της διαδραματίζεται σε ένα περιβάλλον ανοίκειο στους περισσότερους θεατές: στον περιορισμένο κόσμο των θρησκευόμενων στο Ισραήλ. Σε αυτό το σύμπαν, οι έμφυλοι ρόλοι είναι αυστηρά καθορισμένοι και όλες οι πτυχές της ζωής, από την πνευματική έως την κοσμική, διέπονται από μια περίπλοκη σειρά νόμων και εθίμων σχεδιασμένων με τρόπο τέτοιο ώστε να υπερισχύουν οι ανάγκες της κοινότητας έναντι των προσωπικών.

Οι γάμοι είναι κανονισμένοι. Η κοινωνική συναναστροφή ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι περιορισμένη και ρυθμισμένη. Στην κάθε οικογένεια την εξουσία την έχει ο πατέρας και στην κάθε κοινότητα ο ραβίνος. Παρόλα αυτά, η ταινία Στο κενό της της Ράμα Μπερστάιν είναι μια ιστορία αγάπης στην οποία ένα 18χρονο κορίτσι είναι σε θέση να καθορίσει τη μοίρα του, σε μεγάλο βαθμό.

Το ότι μια τέτοια ταινία, η πρώτη μεγάλου μήκους της Ράμα Μπερστάιν, γυρίστηκε από μία Ορθόδοξη Εβραία σκηνοθέτιδα, αποτελεί απόδειξη ωρίμανσης του ισραηλινού κινηματογράφου.

«Ούτε για μια στιγμή δεν επιδιώκει να είναι κάποια άλλη» λέει ο  Isaac Zablocki, διευθυντής του Israel Film Center στο JCC Manhattan, ένα κοινοτικό κέντρο στο Άπερ Γουεστ Σάιντ. Είναι ένα σημάδι ότι η Ισραηλινή κουλτούρα βρίσκει τον εαυτό της. Σκηνοθέτιδες όπως η Ράμα Μπερστάιν έχουν αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αφηγηθούν μια ιστορία από τα μέσα και να ξέρουν πως θα αποκτήσει κοινό. Να κατανοήσουν οι Ισραηλινοί τις εμπειρίες τους – αυτό αποτελεί επανάσταση για τον Ισραηλινό κινηματογράφο»

Η Ράμα Μπερστάιν, 45 ετών, δύσκολα χαρακτηρίζεται επαναστάτρια· αντίθετα, κρίνοντας τουλάχιστον από την εξωτερική της εμφάνιση, θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει ως χαρακτήρας της δικής της ταινίας.

Ακολουθώντας την παράδοση των παντρεμένων γυναικών στις θρησκευτικές Εβραϊκές κοινότητες, καλύπτει τα μαλλιά της – ένα μαντήλι, τυλιγμένο με σπειροειδή κίνηση, πλαισιώνει το πρόσωπό της και αποκρύπτει όλα τα μαλλιά. Φορά ρούχα με μακριά μανίκια και, με την απαλή φωνή της και το συγκρατημένο χαμόγελο που εμφανίζεται συχνά στο πρόσωπό της, οι τρόποι της αποτελούν μοντέλο σεμνότητας.

Η Ράμα Μπερστάιν, δεν γεννήθηκε σε ορθόδοξο περιβάλλον· το επέλεξε. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και, όταν ήταν ενός έτους, με την οικογένειά της μετακόμισε στο Τελ Αβίβ. Παρακολούθησε τη Sam Spiegel Film and Television School στην Ιερουσαλήμ, που θεωρείται η καλύτερη σχολή στο είδος της στη χώρα, και ποτέ δεν ήταν στις προθέσεις της να γίνει θρησκευόμενη. «Αλλά πάντοτε ήμουν σε πνευματική αναζήτηση» είπε πρόσφατα σε μια συνέντευξή της μέσω skype από το Τελ Αβίβ όπου ζει.

Αυτή η αναζήτηση την οδήγησε στο να ενταχθεί στον Χασιδισμό, δηλαδή την  υπέρ-Ορθόδοξη κοινότητα, στο Τελ Αβίβ∙ να παντρευτεί έναν θεραπευτή, τον Ααρόν Μπερστάιν, ο οποίος είχε ακολουθήσει ένα παρόμοιο θρησκευτικό μονοπάτι∙ και μαζί του να κάνει 3 γιους και μία κόρη, ηλικίας τώρα από 11 έως 16 ετών.

Στην αρχή η Ράμα Μπερστάιν γύριζε ταινίες μόνο για τις Χασιδικές γυναίκες, όπου εμφανίζονταν μόνο γυναίκες και στις οποίες δεν υπήρχε σεξ, βία και αχρειολογία. Αυτές χρησίμευσαν, ωστόσο, ως ασκήσεις που την προετοίμασαν γι’ αυτό το περισσότερο φιλόδοξο σχέδιο που απευθύνεται σε κοσμικό κοινό.

Η ταινία Στο κενό της, που έγραψε και σκηνοθέτησε, παρουσιάστηκε στο περυσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, αποσπώντας επαίνους από κριτικούς που δεν ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν στο κόκκινο χαλί (στη Βενετία) μια σκηνοθέτιδα να εμφανίζεται με τον γενειοφόρο σύζυγο με το μακρύ μαύρο παλτό του υπέρ-Ορθόδοξου Εβραίου. Η Manohla Dargis, στους New York Times, χαρακτήρισε την ταινία «ένα συναρπαστικό, συγκινητικό παραμύθι» σκηνοθετημένο «με αυτοπεποίθηση, ευαίσθητο βλέμμα και αίσθηση οικειότητας».

Η Ράμα Μπερστάιν θεωρεί ότι βρίσκεται στην ιδανική θέση προκειμένου να παρουσιάσει σε ένα ευρύτερο κοινό το πορτρέτο του κόσμου στον οποίο ζει. «Το προνόμιό μου είναι» λέει «ότι γνωρίζω και τους δυο κόσμους».

Η ιδέα για την ταινία προέκυψε από μια συζήτηση, χρόνια πριν, με έναν φίλο που τη σύστησε σε μια νέα γυναίκα η οποία ήταν αρραβωνιασμένη με τον χήρο της αδελφής της. Γοητευμένη από αυτή την ιστορία, η Ράμα Μπερστάιν μίλησε με πολλές γυναίκες της κοινότητάς της, που είχαν παντρευτεί για να εκπληρώσουν οικογενειακές και θρησκευτικές υποχρεώσεις, και διαπίστωσε ότι τέτοιες σχέσεις εξελίχθηκαν σε έρωτα.

Άρχισε ν’ αναρωτιέται: «Πώς κάνεις τη μετάβαση στην οικογένεια; Και τι βρίσκεται στην καρδιά;». Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έγιναν η υπόθεση της ταινίας.

Η ιστορία επικεντρώνεται στη δεκαοχτάχρονη Σίρα, τη μικρότερη σε ηλικία κόρη μιας Ορθόδοξης οικογένειας που είναι εγκατεστημένη στο Τελ Αβίβ. Τη Σίρα ενσαρκώνει η Χαντάς Γιαρόν που πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά σε ταινία μεγάλου μήκους, αποσπώντας το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ της Βενετίας. Στην αρχή της ταινίας, βλέπουμε τη Σίρα ενθουσιασμένη, με κοριτσίστικο σχεδόν τρόπο, στην προοπτική ενός κανονισμένου γάμου μ’ έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό καλής οικογένειας. Πριν ωστόσο  οριστικοποιηθεί ο αρραβώνας, η Εσθήρ (Renana Raz), η μεγάλη αδελφή της Σίρα, πεθαίνει στη γέννηση του πρώτου της παιδιού ανήμερα της εβραϊκής γιορτής του Πουρίμ, βυθίζοντας την οικογένεια σε ανείπωτη θλίψη.

Όπως λέει και η ίδια η σκηνοθέτις, η σύνδεση με την Εβραϊκή γιορτή του Πουρίμ* γίνεται σκόπιμα. Την ημέρα αυτή, οι Εβραίοι διαβάζουν το βιβλίο της Εσθήρ, τη βιβλική ιστορία για τη σωτηρία των Εβραίων στην αρχαία Περσία. Η Εσθήρ, μια όμορφη γυναίκα, κρύβει την ιουδαϊκή της καταγωγή για να παντρευτεί έναν βασιλιά. Με τις οδηγίες του θείου της Μορδοχάι, ο οποίος με τόλμη λέει την αλήθεια στους κυβερνώντες, η Εσθήρ καταφέρνει να αποκαλύψει την πλεκτάνη που θα οδηγούσε στο θάνατο τον Εβραϊκό πληθυσμό. Με σκοπό να εμβαθύνει τη σύνδεση της ιστορίας της με αυτή τη βιβλική ιστορία, το ορφανό βρέφος στην ταινία ονομάζεται  Μορδοχάι.

«Για μένα το Πουρίμ είναι  μια γιορτή πολύ πνευματική, πολύ Εβραϊκή», εξηγεί η σκηνοθέτις. «Πρέπει να μεθύσεις και να δώσεις τζεντακάχ (tzedakah) – ελεημοσύνη – σε όποιον τη ζητήσει. Συνυπάρχουν δύο συναισθήματα, η χαρά και η λύπη, να αισθάνεσαι χαμένος και να έχεις ελπίδα». Το ίδιο συμβαίνει και στην ταινία: η βαθειά θλίψη της οικογένειας για το θάνατο της Εσθήρ απαλύνει από την αφοσίωσή τους στο παιδί που αυτή έχει αφήσει πίσω.

Αυτός ο ισχυρός δεσμός απειλείται όταν ο Γιοχάι (Yiftach Klein), ο χήρος σύζυγος της Εσθήρ, υποκύπτοντας στην πίεση της οικογένειας του συμφωνεί να παντρευτεί μια γυναίκα που ζει στο Βέλγιο και να μετακομίσει με το μικρό του γιο. «Πες μου πως θα ζήσω μετά απ΄ αυτό;»  ρωτάει η Ρίβκα, η θλιμμένη μητέρα της Εσθήρ, στο ενδεχόμενο να φύγει το μωρό, που είναι ό, τι έχει απομείνει από την κόρη της. Απελπισμένη  η Ρίβκα απαντά η ίδια στην ερώτησή της προτείνοντας ο Γιοχάι να παντρευτεί τη Σίρα.

Παρά τον περιορισμένο ρόλο των γυναικών στην υπέρ-Ορθόδοξη ιεραρχία,  παρουσιάζοντας την Ρίβκα ως καταλύτη και αφήνοντας τη Σίρα ν’ αποφασίσει η ίδια για τον αν θα παντρευτεί τον Γιοχάι, η σκηνοθέτις επιτρέπει στις ηρωίδες της να ελέγχουν σε ένα βαθμό τη ζωή τους.

«Είναι πραγματικά απόφαση της Σίρα» εξηγεί η σκηνοθέτις. «’Ολη η ταινία τοποθετείται στην καρδιά της. Η μητέρα αφήνει τη Σίρα να πραγματοποιήσει το ταξίδι μέχρι τέλους».

Η προσέγγιση αυτή  αντανακλά το πώς η ίδια η σκηνοθέτις αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως γυναίκα και ως σύζυγος. Όπως λέει «δεν χρειάζεται να είμαι βασιλιάς». «Για μένα είναι πολύ καλό που είναι ο άνδρας μου βασιλιάς. Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχω. Ζούμε χαμηλόφωνα. Δεν χρειάζεται να είμαστε θορυβώδεις για να υπάρξουμε ως γυναίκες».

Στα μάτια κάποιων κριτικών, είναι βέβαιο ότι η ταινία περνάει ένα μήνυμα στον αντίποδα του σύγχρονου φεμινισμού. Περιγράφει, ωστόσο, γυναικείους χαρακτήρες που η δύναμη τους είναι ταυτόχρονα  περίπλοκη και πειστική.

Όπως λέει η Annette Insdorf διευθύντρια των προπτυχιακών κινηματογραφικών σπουδών στο Columbia University, «τις παρατηρώ στα δικά τους συγκείμενα που είναι η αποδοχή των παραδοσιακών ρόλων. Μπορεί ενδεχομένως να μην συμφωνώ με τις επιλογές τους αλλά τις σέβομαι. Η ταινία είναι περισσότερο μια αυθεντική απεικόνιση παρά μια κριτική, είναι περισσότερο η στοργική παραδοχή ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής παρά ο εγκωμιασμός του».

Η ταινία περιγράφει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής μέσα από μικρές αλλά εύστοχες κινηματογραφικές λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, ενώ είναι ο σύζυγος της Ρίβκα αυτός που μοιράζει την ελεημοσύνη την ημέρα του Πουρίμ, είναι η Ρίβκα αυτή που γνωρίζει πού βρίσκονται τα χρήματα και τι ποσό είναι διαθέσιμο. Μία λεπτομέρεια που περνάει μέσα από έναν πολύ σύντομο διάλογο, το νόημα ωστόσο είναι ξεκάθαρο.

Χρησιμοποιώντας τέτοιες μικρές πινελιές, η σκηνοθέτις εξυφαίνει τις μύχιες λεπτομέρειες της Χασιδικής ζωής στην πιο συμβατική υπόθεση γάμου, κύριο θέμα στο Hollywood. «Η Ορθόδοξη κοινότητα διατηρεί τη φόρμα μιας “ταινίας γάμου” γιατί έτσι διατηρεί  μια μορφή κοινωνικών σχέσεων παλαιότερου τύπου» εξηγεί η Jeanine Basinger, ιστορικός κινηματογράφου στο Wesleyan University. Για το καινούργιο της βιβλίο “Δέχομαι, Δεν δέχομαι: Μια Ιστορία του Γάμου στον Κινηματογράφο” η Jeanine Basinger έχοντας  παρακολουθήσει χιλιάδες ταινίες με θέμα το γάμο, από πολλές χώρες και πολιτισμούς, ανακάλυψε με έκπληξη ότι οι αφηγηματικές γραμμές είναι σχεδόν πανομοιότυπες και «αφορούν ζητήματα αναγνωρίσιμα σε όποια και όποιον έχει υπάρξει σε σχέση». Κατά την άποψή της «η πρόκληση κάθε φορά είναι να βρεις τη μικρή δράση που θα εξηγήσει το βαθύτερο νόημα».

Στην απόφασή της να επικεντρωθεί στο στενό πλαίσιο ενός οικογενειακού δράματος, η σκηνοθέτις αναγνωρίζει ότι έχει επηρεαστεί από τα μυθιστορήματα της Τζέιν ‘Οστιν που διάβαζε σε μικρότερη ηλικία. Αυτή η απόφαση ωστόσο έχει και συμβολικό χαρακτήρα που αφορά την εξέλιξη του Ισραηλινού κινηματογράφου. Αντανακλώντας  εσωτερικευμένες τάσεις γύρω από την πολιτική ζωή, οι Ισραηλινοί/ές δημιουργοί, όπως η Ράμα Μπερνστάιν, δεν αρκούνται σε υπαρξιακές δηλώσεις σε ό,τι αφορά τα ευρύτερα θέματα των γεωπολιτικών και θρησκευτικών διενέξεων αλλά προκρίνουν ιστορίες της καθημερινής ζωής. Τυπικό παράδειγμα αυτού του στυλ είναι η ταινία «Ο Κόσμος είναι Αστείος» (2012) δημοφιλής Ισραηλινή ταινία αλληλένδετων ιστοριών.

«Προσπαθώ να μιλήσω για μένα» λέει η σκηνοθέτις. «Δεν υπάρχουν σημαίες, οι ώμοι μου είναι πολύ στενοί για να κρατάω σημαία. Αφηγούμαι απλά την ιστορία μου, περισσότερο με την καρδιά και το συναίσθημα παρά με το μυαλό. Πιστεύω στους κανόνες αλλά βρίσκω το πάθος μέσα τους».

* από την Εβραϊκή λέξη πουρ που σημαίνει πεπρωμένο ή μοίρα

Μετάφραση: Βαγγελιώ Σουμελή, Σοφία Ξυγκάκη

Πηγή: the New York times