Tην Τρίτη 14 Μαΐου, στις 8 το βράδυ, στην γκαλερί Astra, της Λένας Κουγέα, που τόσα και τόσο ωραία μας έχει προσφέρει, εγκαινιάζεται η έκθεση χαρακτικών και σχεδίων της Ζιζής Μακρή από τις Φυλακές Αβέρωφ (1960-1961). Τα έργα, καρπός της παραμονής της Μακρή στις φυλακές, μετά τη σύλληψή της για τη συμμετοχή της στην απόπειρα φυγάδευσης του στελέχους του ΚΚΕ Φώκου Βέττα, απεικονίζουν κυρίως τη ζωή των ποινικών κρατουμένων. Στην έκθεση παρουσιάζονται και άγνωστα αρχειακά τεκμήρια των γυναικών πολιτικών κρατουμένων (επιστολικά δελτάρια, χειροτεχνήματα, κάρτες) από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι την 1η Ιουνίου, στην γκαλερί Astra (Καρυατίδων 8, Ακρόπολη, τηλ. 210-9220236, www.astragalerie.gr). Παράλληλα, τα ΑΣΚΙ και οι εκδόσεις Θεμέλιο, εξέδωσαν το βιβλίο Μια μάντρα, ένα δέντρο, λίγος ήλιος. Στην έκδοση, η οποία εικονογραφείται με τα χαρακτικά της έκθεσης, περιλαμβάνεται το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες, αφιερωμένο στη Ζ. Μακρή (σε ψηφιακή αναπαραγωγή από την έκδοση της Επιθεώρησης Τέχνης, το 1963) και κείμενα της Αμαλίας Ατσαλάκη, του Βαγγέλη Καραμανωλάκη, της Φώφης Λαζάρου και της Ζιζής Μακρή (συγκέντρωση, επιλογή, επεξεργασία αρχειακού υλικού: Αγγελική Χριστοδούλου). Δημοσιεύουμε μικρά αποσπάσματα από τα κείμενα της Φ. Λαζάρου και της Ζ. Μακρή.

 

Aπό το Μεταγωγών στη Φυλακή

της Ζιζής Μακρή

Ήταν ένας φίλος του Μέμου [Μακρή], τον οποίο κατά σύμπτωση τον είχαν βάλει να κάνει κάτι διορθώσεις στην εκκλησία, είχαμε μια μικρή εκκλησία, Φέρτης λεγόταν, ζωγράφος από την Σχολή. Αυτός μου έφερνε [κρυφά] λινόλεουμ, ξύλα και κάτι εργαλεία, τι εργαλεία, ήταν μόνο ένα μαχαιράκι και με αυτά τα έκανα όλα. Το λινόλεουμ ήταν λεπτό και τα κρύβαμε κάτω από το στρώμα.

Τις γυναίκες, τις ποινικές, τις ζωγράφιζα έξω στην αυλή, με αφήναν οι φύλακες και μετά έκανα στον θάλαμο την ξυλογραφία, αυτό ήταν που έκανα κρυφά… Σχεδίαζα τις ποινικές γιατί οι πολιτικές δεν είχαν γραφικότητα, οι ποινικές, για μένα τουλάχιστον –το μαντήλι, όλη η στάση–, ήταν κάτι εντελώς καινούριο. Αυτό με τράβηξε πολύ. Οι πολιτικές κρατούμενες ήταν γυναίκες όπως όλες οι γυναίκες του κόσμου. Δεν επέμεναν να τις ζωγραφίσω, τους είχα εξηγήσει από την αρχή ότι με ενδιέφεραν περισσότερο οι ποινικές, αλλά έκανα ένα-δυο σκίτσα.

Τα έργα τα έδειχνα στις συγκρατούμενές μου και στο τέλος ήμουν και τυχερή, γιατί η διευθύντρια της φυλακής κάτι είδε, κάτι υποψιάστηκε και εγώ δεν είπα τίποτα, γιατί έκανα πως δεν μιλούσα ελληνικά. Ο Φέρτης, όμως, της εξήγησε ότι ναι, σχεδιάζει τη ζωή εδώ και τις γυναίκες και, δεν ξέρω πώς κατάφερε, να την πείσει ότι είναι καλό αυτό που κάνω. Γιατί, της έλεγε, σε λίγο θα γκρεμιστούν και οι φυλακές Αβέρωφ και ο φοίνικας, δεν λυπόσαστε να μην έχετε καμία εικόνα από τον φοίνικα; Και είπε τελικά η διευθύντρια εντάξει, ας κάνει, αλλά θα πάρω το πρώτο αντίτυπο. Εγώ δεν έπρεπε να εκδηλώσω τη χαρά μου και έκανα ότι δεν καταλάβαινα. Όταν μου μετέφρασε ο Φέρτης, της είπα ευχαρίστως. Λοιπόν το πρώτο αντίτυπο, τυλιγμένο σε χαρτί εφημερίδας, της το πήγα και είπε αυτό για την προίκα της κόρης μου. Ήρθε μετά στην έκθεσή μου, της έστειλα πρόσκληση, τι χαρά που είχα που την είδα, γνώρισε και τον Μέμο, ήταν πολύ περήφανη που χάρη σ’ αυτήν ζωγράφιζα.

Ξέρω ότι εκείνη τη στιγμή που έκανα τα έργα στη φυλακή έδωσα όλο τον εαυτό μου, ξέρω ότι καλύτερα δεν μπορούσα να κάνω εκείνη την εποχή. Όλα τα αισθήματα που είχα τα έβαλα, το καλλιτεχνικό ήρθε σε δεύτερη μοίρα, ούτε το σκέφτηκα, ήθελα να εκφραστώ, πάει τελείωσε. Δεν ήταν δουλειά του εργαστηρίου, ήταν μια έκφραση με πολύ περιορισμένα υλικά και αυτό μάλιστα βγήκε και θετικό, δηλαδή να παλεύει κανείς με όσες δυνατότητες έχει. Ήθελα να έχω μπροστά μου μια δυσκολία, λίγα υλικά και πρέπει με αυτά να τα βγάλεις πέρα, το ξύλο και δύο χρώματα που είχα στη φυλακή, το πράσινο και το κόκκινο. Είχα κάποτε και το κίτρινο, δεν θυμάμαι από πού. Ήθελα να δείξω και μια αισιοδοξία, ήθελα και μια θετική άποψη της ζωής στα έργα μου.

 

Το καινούργιο στοιχείο

της Φώφης Λαζάρου

Μπαίνοντας στη φυλακή [η Ζιζή Μακρή] άλλαξε τη ζωή μας με κάποιο τρόπο. Εκτός από τον αέρα της κοινωνίας, που αυτόν θα τον έφερνε οποιαδήποτε θα έμπαινε στη φυλακή, η Ζιζή είχε ορισμένα χαρίσματα, και πιστεύω ότι θα τα έχει ακόμα: διηγιόταν θαυμάσια, η διήγησή της ήταν θαυμάσια, δηλαδή σου δημιουργούσε αμέσως μια εικόνα. Ήξερε τη γλώσσα, αλλά επειδή ήταν από γαλλικά η προφορά της, είχε μια τέτοια γοητεία, μια τέτοια χάρη που σε συνάρπαζε. Αυτό το πράγμα μας ενθουσίαζε. Όταν ήρθε έκανε τη Γαλλίδα και τα μιλούσε μπροστά στις υπαλλήλους, αλλά σε μας ελληνικότατα, τραγούδαγε, όλα αυτά. Ως τη δίκη το κράτησε — ότι δήθεν δεν μίλαγε ελληνικά. Εμείς ξέραμε από την αρχή ποια είναι, το είχαμε διαβάσει στις εφημερίδες και στην Αυγή.

Η Ζιζή είχε χιούμορ, πολύ χιούμορ. Μας έφερε ανάμεσα σε όλα και τραγούδια, καινούρια τραγούδια, ελληνικά, που εμείς δεν τα ξέραμε. Εγώ ήμουν μέσα χρόνια και δεν τα ήξερα. Και τα τραγούδαγε τόσο ωραία! Θα σας πω ένα που έλεγε, που δεν θυμάμαι πως αρχίζει, κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς και αυτή το έλεγε δεκατγγγείς [με γαλλικό ρ], και όλα αυτά ήταν πάρα πολύ συναρπαστικά.

(Τα κείμενα προέκυψαν από τις συζητήσεις της Φώφης Λαζάρου και της Ζιζής Μακρή με τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη και την Αγγελική Χριστοδούλου)

Πηγή: ενθέματα