της Χριστίνας Τσουλφίδου*

Είναι ευρέως γνωστό ότι η παραγωγή των πληροφοριών δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοση μιας σειράς από γεγονότα. Αντίθετα, αποτελεί δυναμική διαδικασία η οποία αφορμάται από την κοινωνική πραγματικότητα, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα και εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες. Το γεγονός παραδίδεται στη δημοσιότητα ήδη τυποποιημένο και ενταγμένο σε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που δύσκολα αλλάζει, καθώς έχει τη δυνατότητα να μετασχηματίζεται ώστε να συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα που βρίσκονται ακόμα και εκτός πλαισίου. Το ερώτημα όμως που θέτει και η συγκυρία της βαθιάς κρίσης και της πολιτικής αστάθειας είναι το πώς ο ρόλος των ΜΜΕ μετασχηματίζεται. Πλέον ο παρεμβατισμός τους είναι πολύ πιο έντονος, καθώς δεν περιορίζεται στην απλή στήριξη των πολιτικών˙ πολύ περισσότερο μπαίνουν στη διαδικασία να διαμορφώσουν τις πολιτικές τοποθετήσεις και προσλήψεις της κοινωνικής πραγματικότητας από την πλευρά του ακροατή. Ως φορείς άσκησης πολιτικής, όχι μόνο ενισχύουν την κυβερνητική ατζέντα αλλά είναι ταυτόχρονα σε θέση να την διαμορφώσουν σε πιο δεξιές κατευθύνσεις.

Δημόσιος και ιδιωτικός χώρος: η εισαγωγή της γυναίκας στη δημόσια σφαίρα

Από τα πρώτα κιόλας ερμηνευτικά σχήματα των έμφυλων σχέσεων υπήρχε η τάση ταύτισης του άντρα με τον δημόσιο χώρο και της γυναίκας με τον ιδιωτικό, τον χώρο δηλαδή που έχει συνδεθεί κατά κύριο λόγο με το σπίτι, την οικογένεια και την προσωπική ζωή. Αυτή η τάση δεν οφειλόταν μόνο στην πολύ πιο έντονη ανισότητα των φύλων στα πεδία της έρευνας, αλλά και στην ίδια την αντίληψη των ερευνητών που ήταν έντονα ανδροκεντρική. Ωστόσο, τα κινήματα του ’60 και του ’70, καθώς και το φεμινιστικό κίνημα, συνέδραμαν τόσο στο κοινωνικό επίπεδο, στην αλλαγή δηλαδή των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων και του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, όσο και σε θεωρητικό επίπεδο. Η γυναίκα πλέον γίνεται ορατή στον δημόσιο χώρο.

Παρ’ όλα αυτά, η εισαγωγή της στον δημόσιο χώρο δεν πραγματοποιήθηκε με έμφυλα ουδέτερους όρους. Ο δημόσιος χώρος παραμένει βαθιά ανδροκρατούμενος μέχρι και σήμερα. Η παρουσία της γυναίκας, παρά τις διεκδικήσεις και τη στοχοθεσία των κινημάτων, νομιμοποιήθηκε ταυτόχρονα ενσωματώνοντας μια σειρά κοινωνικά στερεότυπα αλλά και δημιουργώντας νέα, όπως τη γυναίκα καριέρας. Η δημιουργία των νέων κοινωνικών αναπαραστάσεων αποτελεί μια διαδικασία έντονα διαδραστική, κατά την οποία τα ΜΜΕ αρθρώνουν τον κυρίαρχο λόγο. Θα ήταν μεγάλη αμέλεια εκ μέρους μας να ισχυριστούμε τι ο λόγος του μιντιακού χώρου αποτελεί απλή αντανάκλαση των κοινωνικής πραγματικότητας.

Αντίθετα, θεωρούμε ότι τα ΜΜΕ, ως ένας βασικός φορέας αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, καθορίζουν και διαμορφώνουν τα κοινωνικά στερεότυπα. Με αυτή την έννοια, η παρουσίαση της γυναίκας από τα μέσα αποτελεί μια ιδεολογική έγκλιση κατά την οποία το υποκείμενο οφείλει να ανταποκριθεί και να υιοθετήσει τα πρότυπα που του αποδίδονται. Τα ΜΜΕ, επομένως, συγκροτούν υποκείμενα και μάλιστα διπλά διαμεσολαβημένα. Τα πρότυπα που προβάλλει η συγκεκριμένη παρουσίαση της είδησης προκύπτουν ύστερα από την πρόσληψη του γεγονότος από την πλευρά του δημοσιογράφου, αλλά και ύστερα από την πρόσληψη, μέσω του τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού δέκτη, του αναπαριστώμενου γεγονότος από τη δέκτρια.

Οι αναπαραστάσεις της γυναίκας δεν ορίζονται ως κάτι ενιαίο και στατικό αλλά περισσότερο συνθέτουν εικόνες θραυσματικές, αντιφατικές και πολύσημες. Κάτι τέτοιο αφενός οφείλεται στην πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα και στην πολλαπλότητα των ταυτοτήτων, αφετέρου αξίζει να επικεντρωθούμε στο πώς η ίδια η πολλαπλότητα της έμφυλης ταυτότητας χρησιμοποιείται, διαμορφώνεται και αναπαράγεται από τα ιδία τα ΜΜΕ στον δημόσιο χώρο ανάλογα την πολιτική συγκυρία.

Αναπαραστάσεις της γυναίκας από τα μίντια

Ο ρόλος των μίντια στη διαμόρφωση στερεοτύπων είναι εξαιρετικά καθοριστικός. Η γυναικά στα διάφορα σίριαλ, talk shows ή reality παρουσιάζεται υποδεέστερη του άντρα, αφελής και εμμονική με την εμφάνιση της. Με αυτόν τον τρόπο αποσιωπώνται όχι μόνο οι διαφορετικοί λόγοι σεξουαλικότητας και έμφυλης ταυτότητας αλλά και η ίδια η καθημερινότητα των γυναικών. Η επίδραση των παραπάνω στερεοτύπων είναι εμφανής σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Πιο συγκεκριμένα, στις διαφημίσεις εκφράζονται μηνύματα γυναικείας παθητικότητας και υποτέλειας, καθώς γίνεται συστηματική χρήση του γυναικείου σώματος για την προώθηση των προϊόντων.

Η εικόνα του γυναικείου σώματος, κατά προτίμηση το στήθος, τα πόδια και τα οπίσθια, πουλά από γιαούρτια έως κινητή τηλεφωνία. Το γυναικείο σώμα στις διαφημίσεις αποσπάται από το ίδιο το υποκείμενο στερώντας την ανθρώπινη υπόσταση του και κάνοντας τη γυναίκα αντικείμενο-εργαλείο. Συνέπεια όλων αυτών δεν είναι μόνο η ταύτιση της γυναίκας με σημεία του σώματός της, κάτι που οδηγεί σε μια αρνητική αντίληψη των ατελειών του σώματος, της ηλικίας ή του βάρους της, και κατά συνέπεια του ίδιου του εαυτού της, αλλά πολύ περισσότερο συνεπάγεται την αναπαράσταση της γυναίκας και του σώματος της ως αντικειμένου προς τέρψιν του αντρικού βλέμματος.

Όταν η γυναικεία ταυτότητα δεν σκιαγραφείται βάσει του παραπάνω μοντέλου, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις περιπτώσεις οι οποίες προβάλλουν γυναίκες που ίσως «ξεφεύγουν» από τον κοινωνικό ρόλο που τους αποδίδεται. Μιλάμε, δηλαδή, για γυναίκες πολιτικούς, γυναίκες αθλήτριες και γυναίκες εγκληματίες. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις είναι χαρακτηριστικό ότι τα υποκείμενα παρουσιάζονται περισσότερο ως σταρ της τηλεόρασης παρά με την επαγγελματική τους ιδιότητα. Τα άρθρα στις κοσμικές στήλες και οι μεσημεριανές εκπομπές ασχολούνται με την προσωπική τους ζωή, τον αν έχουν ή όχι σύζυγο, παιδιά κ.λπ. Παραδείγματα αυτής της τάσης αποτελεί ένα από τα τελευταία ρεπορτάζ του Star για τα «συνολάκια» της Βουλής, καθώς και η συστηματική παρουσία αθλητριών όπως η Κατερίνα Θάνου στο ελληνικό κόκκινο χαλί, αλλά και άρθρα του τύπου «Οι 36 πιο sexy αθλήτριες» κ.λπ.

Ειδικά στην περίπτωση των πολιτικών προσώπων έχει πολύ ενδιαφέρον το πώς παρουσιάζονται ανάλογα με την τοποθέτησή τους. Μια βουλευτής της Ν.Δ., για παράδειγμα, θα ενταχθεί στην κατηγορία των σοβαρών, ανεξάρτητων γυναικών με δυναμισμό, που παλεύουν για το μέλλον του τόπου και κυρίως των παιδιών τους. Αντίθετα, μια βουλευτής αριστερών σχηματισμών θα παρουσιαστεί περισσότερο ως γραφική, ακόμα και υστερική, έξω από το πλαίσιο του κοινωνικά αποδεκτού. Δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να της στερηθεί ακόμα και η γυναικεία ιδιότητα. Είναι εμφανές, επομένως, ότι σε χώρους όπως η πολιτική και ο αθλητισμός, χώρους έντονα ανδροκρατούμενους, η γυναικεία παρουσία ενσωματώνεται και νομιμοποιείται με συγκεκριμένους και έντονα σεξιστικούς όρους.

Γυναίκα και ποιοτική στροφή στην παραγωγή της είδησης

Πέρα από τις πιο «διαχρονικές» κοινωνικές αναπαραστάσεις της έμφυλης ταυτότητας στη μιντιακή σφαίρα, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική ποιοτική αλλαγή στη στρατηγική του δημόσιου λόγου. Η προσπάθεια απόσπασης συναίνεσης δεν επιχειρείται πλέον με την «ωραιοποίηση» των πολιτικών επιλογών των εκάστοτε κυβερνήσεων. Η οικονομική και κοινωνική κρίση παρουσιάζεται με όρους «φυσικής καταστροφής» και οι πολιτικές επιλογές των μνημονιακών κυβερνήσεων ως λύση έκτακτης ανάγκης, καθώς «δεν υπάρχουν εναλλακτικές ρεαλιστικές προτάσεις». Η νομιμοποίηση των κυβερνώντων και η διατήρηση της πολιτικής εξουσίας περνά μέσα από την καλλιέργεια και τη διαχείριση του φόβου στο ακροατήριο. Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να εξετάσουμε πώς ακριβώς η έμφυλη ταυτότητα, και πιο συγκεκριμένα η γυναίκα ως θύμα ή ως εγκληματίας, χρησιμοποιείται από τα ΜΜΕ προκειμένου να αποσπαστεί η συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας στις κυβερνητικές επιλογές.

Τον τελευταίο χρόνο έχουν βγει στη δημοσιότητα μια σειρά από γεγονότα έμφυλης βίας και γυναικείας εγκληματικότητας, τα οποία μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την πολιτική συγκυρία της ελληνικής κοινωνίας και ότι χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά και στρατηγικά από τα ΜΜΕ, τα οποία αποσκοπούσαν στη διαμόρφωση μιας πολύ συγκεκριμένης και αρραγούς αντίληψης από την πλευρά του ακροατηρίου. Το παράδειγμα της γυναικείας εγκληματικότητας, μάλιστα, χρήζει μεγαλύτερης ανάλυσης, καθώς η αναπαραστάσεις των γυναικών-εγκληματικών τείνουν στην αποδόμηση της κοινωνικά κυρίαρχης αντίληψης περί του τι συνιστά «κοινωνικά πρέπουσα συμπεριφορά» βάσει των στερεοτύπων της καλής γυναίκας, συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας.

Η γυναικεία εγκληματικότητα αναπαριστάται ως ανατροπή της γυναικείας συμπεριφοράς, ως ένα γεγονός μη κοινωνικά προσδοκώμενο. Η γυναίκα εγκληματίας λειτουργεί παρά φύσιν κι αυτό γιατί στον κυρίαρχο λόγο ο έμφυλος χαρακτήρας της εγκληματικότητας είναι αντρικός. Η εγκληματική συμπεριφορά δεν είναι στη φύση της γυναίκας, γι’ αυτό άλλωστε και δεν χρειάστηκε ποτέ κάτι παραπάνω από έναν ήπιο κοινωνικό έλεγχο οικιακού τύπου. Παράλληλα, τα ποσοστά της γυναικείας εγκληματικότητας και συμμετοχής στον ποινικό πληθυσμό είναι αρκετά χαμηλά στις επίσημες στατιστικές. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι σταθερό ιστορικό δεδομένο αν λάβουμε υπόψη μας περιόδους με υψηλά ποσοστά γυναικών κατάδικων, καθώς και το γεγονός ότι τα ιδρύματα κράτησης γυναικών είχαν μάλλον χαρακτήρα αναμορφωτηρίου παρά φυλακής.

Στις περιπτώσεις λοιπόν που η γυναικεία εγκληματικότητα εμφανίζεται στον δημόσιο χώρο ως γεγονός μη κοινωνικά προσδοκώμενο, η εγκληματική πράξη σχετίζεται σχεδόν πάντα με έναν άντρα, τον οποίο η εγκληματίας αγαπούσε ή μισούσε παράφορα. Η εγκληματίας αναπαριστάται ως άτομο ελεύθερων ηθών, καταστροφικό, που έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τον άντρα και να τον θυματοποιεί. Συχνά αποδίδεται στο υποκείμενο ο χαρακτηρισμός «γυναίκα-αράχνη», μια κωδικοποίηση που αυτόματα δηλώνει ότι η γυναίκα-εγκληματίας ανατρέπει τον κοινωνικά προσδοκώμενο ρόλο της, ενσωματώνοντας χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, όπως είναι η βία, ο έλεγχος και η εξουσία.

Τον Μάιο του 2012 δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες οροθετικών γυναικών, που όπως διέδιδαν τα ΜΜΕ αποτελούσαν παγίδες θανάτου για χιλιάδες πολίτες και νοικοκυραίους. Η «υγειονομική βόμβα» που έσκασε την περίοδο των εκλογών αποσκοπούσε σε μια συντηρητική στροφή των Ελλήνων, καλλιεργώντας το φόβο για τις περιθωριακές ομάδες όπως οι τοξικομανείς και οι ιερόδουλες που «έχουν κατακλύσει το κέντρο της Αθήνας», σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο. Η διαπόμπευση των γυναικών αυτών έδωσε την ευκαιρία στους κυβερνώντες να διαδραματίσουν το ρόλο του σωτήρα της απειλούμενης υγείας της ελληνικής οικογένειας από την μία, αλλά και το ρόλο των τιμωρών των γυναικών αυτών που δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από μιάσματα και ανθυγιεινά στοιχεία για τον εθνικό κορμό, από την άλλη. Η συμπεριφορά των Ελλήνων πελατών παράνομης πορνείας παρουσιάστηκε φυσιολογική και κοινωνικά αποδεκτή, ενώ η πορνεία και τα ναρκωτικά προβλήθηκαν ως φαινόμενα που σχετίζονταν με την αρρωστημένη ψυχοσύνθεση κάποιων γυναικών και ατόμων, και όχι ως φαινόμενα που γεννήθηκαν από τις έντονες κοινωνικές ανισότητες.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο χρονικό διάστημα των εκλογών εθνικής σωτηρίας ο κυρίαρχος λόγος μέσω αυτής της είδησης επιχείρησε να αναδείξει την οικογένεια ως βασικό πυλώνα του έθνους, ο οποίος δεν πρέπει μόνο να προστατεύεται από ανάλογες παγίδες θανάτου, αλλά και ως τέτοιος οφείλει να προσέρχεται στις κάλπες. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο δημόσιος λόγος σε περίοδο κρίσης επιλέγει συνειδητά να διαμορφώσει και να οξύνει το φαντασιακό δίπολο «εμείς (οι καλοί) και οι άλλοι (οι κακοί)», όπου οι «άλλοι» συνεχώς θα πληθαίνουν: Το εν λόγω σχήμα δεν είναι στατικό, με αποτέλεσμα ως «άλλοι» να νοούνται όλοι όσοι είναι ενάντια στην κυβερνητική πολιτική και τις νεοφιλελεύθερες αξίες. Τέλος, ένα σημαντικό στοιχείο το οποίο διαφαίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το συχνό ερώτημα για το ποια ζωή αξίζει να βιωθεί. Εδώ η ζυγαριά προφανώς γέρνει υπέρ του γνωστού προτύπου του δυτικού, λευκού, πλούσιου άντρα.

Το καλοκαίρι του 2012, τη στιγμή που η κυβέρνηση είχε δώσει εντολή για «εκκαθάριση» του κέντρου των πόλεων από τους μετανάστες, βγήκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας ο βιασμός μιας ανήλικης κοπέλας στην Πάρο από έναν μετανάστη πακιστανικής καταγωγής. Η ιστορία είχε ως εξής: Η έφηβη είχε πάει διακοπές με τους γονείς της. Κάποια στιγμή απομακρύνθηκε από αυτούς, με συνέπεια να βρεθεί αντιμέτωπη με τον «Δράκο της Πάρου». Η κοπέλα βιάστηκε, υπέστη άγριο ξυλοδαρμό και μεταφέρθηκε στην εντατική για πολλές μέρες. Οι φωτογραφίες του δράστη δημοσιεύτηκαν, και τα ΜΜΕ σε κρίση πανικού βάλθηκαν να παρουσιάσουν το ψυχολογικό προφίλ του κατηγορούμενου.

Το σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι η ψυχοσύνθεση του βιαστή δεν αποτέλεσε τίποτα άλλο παρά «φυσική» συνέχεια της εθνικής του ταυτότητας. Εξάλλου ως στοιχείο αυτής της εθνικής ταυτότητας παρουσιάστηκε και το γεγονός ότι ο ίδιος επιχείρησε να αποκρύψει την πραγματική του ηλικία για να γλιτώσει την ποινή. Χωρίς να επιχειρείται κάποια προσπάθεια θυματοποίησης ενός βιαστή από μεριάς μας, οφείλουμε να εξετάσουμε το πώς ο κυρίαρχος λόγος έθεσε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για το συγκεκριμένο βιασμό προκειμένου να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση υπέρ συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.

Άλλο σημαντικό στοιχείο είναι και ο λόγος της Χρυσής Αυγής δια στόματος Η. Κασιδιάρη στη Βουλή. Χρησιμοποιώντας την παραπάνω συλλογιστική και αποκαλώντας το θύμα «κοριτσάκι 15 χρονών» και τον αλλοδαπό «σκουπίδι», ανάφερε ότι η Ελλάδα έχει καταντήσει «σκουπιδότοπος της Ευρώπης λόγω της εισβολής όλων αυτών των παράνομων στοιχείων που στόχο έχουν την κακοποίηση και την απαξίωση όλου του έθνους». Εδώ είναι μάλλον εμφανής ο έντονος παραλληλισμός μεταξύ του γυναικείου σώματος της κοπέλας-θύματος και της ίδιας της Ελλάδας, η οποία «βιάζεται» και «εμπαίζεται» καθημερινά από τους μετανάστες. Μια γενική αίσθηση που άφηνε η όλη αφήγηση του περιστατικού είναι πως ο βιασμός αποτελεί παράγωγο της κρίσης, πως τελικά ευθύνεται η κυβέρνηση που δεν έχει διώξει ακόμη όλους τους μετανάστες και πως, αν δεν γίνει κάτι γρήγορα, μόνο με βιασμούς, κλοπές και δολοφονίες θα ερχόμαστε αντιμέτωποι.

Ακόμη ένα περιστατικό έμφυλης βίας που απασχόλησε τα ΜΜΕ ήταν ο βιασμός της 34χρονης κοπέλας στην Ξάνθη από έναν Έλληνα, αυτή τη φορά, καταστηματάρχη. Μια συγκριτική προσέγγιση ανάμεσα στα δύο γεγονότα θα μας βοηθήσει να επεξεργαστούμε το πώς η έμφυλη ταυτότητα νοηματοδοτείται ανάλογα με την ηλικία του υποκειμένου-θύματος και το πώς δράστης ορίζεται σε σχέση με την εθνικότητα του. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Πάρου, το πρώτο ερώτημα που έθεσαν τα ΜΜΕ ήταν το πώς σχετιζόταν η γυναίκα με τον βιαστή και το ποια περιθώρια δόθηκαν στον δράστη˙ το πώς προκάλεσε η 34χρονη το συγκεκριμένο γεγονός. Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι μια ενήλικη γυναίκα δεν μπορεί να παρουσιαστεί ως παιδί-θύμα όπως η 15χρονη. Ως εκ τούτου, το υποκείμενο δεν μπορεί να είναι τελείως αθώο και βάσει αυτής της συλλογιστικής πολύ πιθανόν να σχετιζόταν ερωτικά με τον βιαστή της. Σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, το θύμα όφειλε να γνωρίζει τα όρια της πρέπουσας γυναικείας συμπεριφοράς.

Αντίστοιχα, αν και η βιαιότητα του συγκεκριμένου βιασμού σόκαρε την ελληνική κοινωνία, η αντιμετώπιση του δράστη στη μιντιακή σφαίρα ήταν τελείως διαφορετική. Τα στοιχεία του δεν δημοσιεύτηκαν αμέσως και παρά το γεγονός ότι είχε υποστεί επανειλημμένως καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση, ο συγκεκριμένος άντρας εμφανίστηκε ως εξαίρεση του κανόνα. Ο βιασμός και η δολοφονία της 34χρονης ήταν απλώς ακόμη ένα έγκλημα πάθους που ξέφυγε σε επίπεδο βαρβαρότητας από τον μέσο όρο λόγω της άρρωστης ψυχοσύνθεσης του δράστη. Ως αποτέλεσμα, η πράξη αποσυνδέθηκε πλήρως από τις κοινωνικές σχέσεις που γεννούν τον σεξισμό και την ανισότητα.

Πτυχή του πώς αρθρώνεται ο κυρίαρχος λόγος στα ΜΜΕ αποτελεί, επίσης, η επιλογή του ποιο γεγονός αξίζει «να γίνει είδηση». Προφανώς, τα κριτήρια είναι πολιτικά και είναι λάθος να υιοθετούμε λογικές συνωμοσιολογίας, ωστόσο η αφήγηση ή μη ενός γεγονότος αποτελεί εργαλείο στα χέρια των ΜΜΕ και των κυβερνώντων. Ο άγριος ξυλοδαρμός και διαπόμπευση μιας γυναίκας στην Εύβοια από τον σύζυγο της επειδή τον απατούσε δημοσιεύτηκε στα τοπικά μέσα και στον αριστερόστροφο Τύπο. Δεν αντιμετωπίστηκε ως κάτι που μας αφορά όλους πανελλαδικά. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι κάτι τέτοιο μάλλον οφείλεται και στην πολιτική θέση του συζύγου, ο οποίος είναι μέλος της Χρυσής Αυγής. Μια τέτοια ανάλυση όμως είναι αρκετά κοντόφθαλμη, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη ζητήματα όπως ότι η τιμή για τον άντρα στην ελληνική κοινωνία έχει ένα πολύ βαθύ έρεισμα και ότι η μοιχεία οδηγεί αυτόματα στην προσβολή και την απαξίωση του συζύγου.

Παράλληλα, η ίδια η μοιχεία είναι ένδειξη ότι η συγκεκριμένη γυναίκα δεν εκπληρώνει το ρόλο της ως καλής συζύγου και ότι εκθέτει την οικογένειά της ανεπανόρθωτα. Είναι, επομένως, υπεύθυνη, καθώς η ίδια προκάλεσε τον εξευτελισμό της. Συμπερασματικά, η πρακτική της διαπόμπευσης, αν και αποτελεί ακραία μορφή ψυχολογικής και σωματικής βίας, ήταν σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιημένη από τη μέση αντίληψη των κατοίκων, των ΜΜΕ και της ελληνικής κοινωνίας. Πολύ πιθανόν τέτοιες εικόνες να μας φαίνονται βγαλμένες από ένα πολύ μακρινό παρελθόν της ελληνικής επαρχίας και ίσως ταυτόχρονα να υποπτευόμαστε πως για όλα αυτά ευθύνονται οι ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων χρόνων, αλλά δυστυχώς οι πρακτικές έμφυλης βίας δεν είναι φαινόμενο της τελευταίας διετίας. Αντίθετα, έχουμε μετρήσει πολλές τέτοιες περιπτώσεις και στο παρελθόν.

Η έμφυλη ανισότητα και οι βίαιες πρακτικές που αυτή επιφέρει ενυπάρχει στην κυρίαρχη ιδεολογία και αναπαράγεται συστηματικά από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, όπως η εκπαίδευση και η οικογένεια. Παράγεται λοιπόν και αναπαράγεται από το ίδιο το σύστημα. Ίσως ένα διαχρονικό στοιχείο που αφορά τη γυναίκα στον δημόσιο χώρο είναι η απουσία του γυναικείου λόγου. Προφανώς, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι ο γυναικείος λόγος είναι πολυδιάστατος και όχι ενιαίος, ότι δεν είναι εκ φύσεως φορέας φεμινισμού, και ότι θα ήταν λάθος να γενικεύουμε συμπεράσματα σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο να δούμε πώς η απουσία ή, καλύτερα, η μερική απουσία του γυναικείου λόγου συντελεί στην κατασκευή των στερεότυπων και των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Δηλαδή, πώς οι γυναικείες φωνές, αν και αρχικά μπορεί να βρίσκονται εκτός ερμηνευτικού πλαισίου στη δημόσια σφαίρα, ενσωματώνονται έντεχνα από τον κυρίαρχο λόγο προκειμένου ο ίδιος να παραμείνει ηγεμονικός.

Πολύ περισσότερο, μπορούμε να διακρίνουμε και ταξικά στοιχεία στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς οι γυναίκες των ανώτερων στρωμάτων είχαν και έχουν πιο υπολογίσιμη τοποθέτηση σε θέματα που αφορούν τη θέση της γυναίκας (π.χ. το ζήτημα της μαντίλας). Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, το θεωρητικό και πολιτικό σχήμα που αποδίδεται σε αυτές τις γυναίκες είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αυτό του πολίτη β΄ κατηγορίας. Από την άλλη, ποτέ δεν δόθηκε από τα ΜΜΕ ο αντίστοιχος χώρος για να τοποθετηθούν γυναίκες άνεργες, ομοφυλόφιλες, εγκληματίες, γυναίκες απολυμένες, γυναίκες που εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, γυναίκες που έχουν υποστεί επανειλημμένως σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας τους, γυναίκες που πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στην εγκυμοσύνη ή την απόλυση τους, γυναίκες μετανάστριες, θύματα βιασμών ή trafficking. Η συγκεκριμένη λίστα προφανώς είναι πολύ μεγαλύτερη.

Τελικά, η απάντηση στο ερώτημα αν οι πρακτικές έμφυλης βίας προϋπήρχαν της κρίσης ή γεννήθηκαν από αυτήν είναι σχετικά εύκολη, χωρίς να είναι απαραίτητα απλουστευτική. Αρκεί να θυμηθούμε την επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, το βιασμό της μαθήτριας στην Εύβοια, ακόμα και γεγονότα από την ίδια την καθημερινότητά μας. Ο σεξισμός και η βία –συμβολική ή φυσική– που αυτός επιφέρει σίγουρα οξύνθηκαν λόγω των κοινωνικών μεταβολών και της έντασης των κοινωνικών ανισοτήτων. Ωστόσο, ως αντιλήψεις ενυπήρχαν και αναπαράγονταν ήδη πριν από την κρίση στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους.

Μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να μας γεμίζει αμηχανία και ούτε φυσικά να μας οδηγεί στην αδράνεια. Αν και αποτελεί κοινός τόπος η σχετική υποχώρηση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, οι απαντήσεις και οι διεκδικήσεις εκ μέρους του χώρου δίνονται και πρέπει να συνεχίσουν να δίνονται. Όχι μόνο επειδή δεν πρέπει να αφήνουμε έδαφος σε τέτοιες πρακτικές και στον ίδιο τον αντίπαλο, αλλά κυρίως γιατί μπορούμε να έχουμε υλικές νίκες σήμερα, με τρανό παράδειγμα την πρόσφατη αθώωση όλων των οροθετικών γυναικών.

Πηγές

Αφροδίτη Κουκουτσάκη, «Η γυναίκα εγκληματίας στον δημόσιο χώρο: αναπαραστάσεις της γυναικείας εγκληματικότητας» στο Μαριάννα Ψύλλα (επιμ.) Δημόσιος χώρος και φύλο, Αθήνα: Τυπωθήτω-Δαρδανός, 2009

Χριστίνα Κούρκουλα, «Η εικόνα της γυναίκας στα ΜΜΕ»

Δημήτρης Παπανικολάου, «Ομοφοβία, ρατσισμός και θανατοπολιτική»

Αλίκη Κοσυφολόγου, «Έμφυλη βία στο φόντο μιας πολύπλευρης κρίσης»

 

*Το κείμενο προέρχεται από την ομώνυμη εισήγηση στην εκδήλωση «Κρίση, έμφυλη βία και Αριστερά», η οποία πραγματοποιήθηκε στην πολιτική-πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής το Σάββατο 16 Μαρτίου 2013. Στην εκδήλωση συμμετείχαν ως εισηγήτριες η  Ειρήνη Γαϊτάνου, διδακτορική φοιτήτρια Πολιτικών Επιστημών στο King’s College του Λονδίνου, η Έλενα Διαμαντοπούλου, εκπρόσωπος επικοινωνίας της Colour Youth-Κοινότητα LGBTQ νέων Ελλάδας, και η Χριστίνα Τσουλφίδου, απόφοιτος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Παντείου Πανεπιστημίου.

Πηγή: εκτός γραμμής