ICSI_Web

της Μαρίας Γκασούκα*

Τις τελευταίες δεκαετίες γνωρίζουν τεράστια ανάπτυξη οι λεγόμενες Νέες Τεχνολογίες Αναπαραγωγής που προκαλούν συζητήσεις για τις επιδράσεις τους στις ζωές μεγάλων ομάδων των γυναικών. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 αναπτύχθηκε ενδιαφέρουσα και κάποτε συγκρουσιακή συζήτηση στο πλαίσιο των φεμινιστικών κινημάτων για το ρόλο της μητρότητας στη δόμηση της γυναικείας υποτέλειας. Οι φεμινίστριες, συμφώνησαν από την αρχή πως έπρεπε να υπάρξει πλήρης διαχωρισμός σεξουαλικής απόλαυσης και αναπαραγωγής και οπωσδήποτε πλήρης αυτοδιάθεση των γυναικείων σωμάτων. Εκεί  που υπήρξε  διαφωνία ήταν σχετικά με  το ρόλο των Νέων Τεχνολογιών Αναπαραγωγής (ΝΤΑ)  που έκαναν εκείνη την εποχή την εμφάνιση τους και άρχισαν να αναπτύσσονται ραγδαία. Για μια κατηγορία φεμινιστριών, οι ΝΤΑ που βρίσκονταν στα χέρια ανδρών (δυτικών και λευκών κατά κανόνα) και περιβάλλονταν με όλο το πλέγμα των δυτικών πατριαρχικών μύθων περί  συγγένειας και κληρονομιάς, αποσπούσαν από τις γυναίκες το τελευταίο οχυρό τους ενάντια στον πατριαρχικό έλεγχο: τη δυνατότητα να ρυθμίζουν οι ίδιες, μέσω δικών τους αποφάσεων τα της αναπαραγωγικής τους λειτουργίας και να σημασιοδοτούν την μητρότητα με βάση τη θηλυκή τους πείρα, επιθυμία ή προσδοκία. Άλλες, ωστόσο, φεμινίστριες ισχυρίστηκαν πως οι ΝΤΑ αποτελούσαν όχημα της γυναικείας απελευθέρωσης  από τα δεσμά της πατριαρχίας, αφού χάρη σε αυτές συντελείται ο πλήρης διαχωρισμός του θηλυκού σώματος από τις αναπαραγωγικές (δηλ. βιολογικές) τους λειτουργίες και η μήτρα παύει να είναι μία φυλακή για τις γυναίκες. Είναι αυτές που έθεσαν  για πρώτη φορά  το θέμα της «εξωγένεσης» (ectogεnesis).

Από τότε ωστόσο κύλισε νερό στο αυλάκι. Είναι φανερό πως οι φεμινίστριες όταν πρόσβλεπαν με ελπίδα στην τεχνολογία για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της αναπαραγωγικής τους λειτουργίας δεν πρόβλεψαν (ή υποτίμησαν) πρώτα τη διαίρεση που προέκυψε ανάμεσα σε ομάδες γυναικών και την ανάπτυξη εκμεταλλευτικών σχέσεων στο εσωτερικό του φύλου μεταξύ εκείνων των γυναικών (επίσης κατά κανόνα λευκών, δυτικών μεσοαστών) που διέθεταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την οικονομική ικανότητα αξιοποίησης της τεχνολογίας προκειμένου να υλοποιήσουν την επιθυμία τους να αποκτήσουν παιδί και  των γυναικών εκείνων που δεν  είχαν τίποτα άλλο να πουλήσουν παρά μόνο τα ωάριά τους, σε ένα είδος καταναγκαστικής εργασίας, την οποία συντηρούν και αναπαράγουν οι Νέες Τεχνολογίες.

Από την άλλη, δεν μπορούσαν να προβλέψουν την έντονη ταξική/ καπιταλιστική, εκτός της έμφυλης, διάσταση που πήρε το ζήτημα, όπως άλλωστε δεν μπόρεσαν να φανταστούν, υποθέτω, και τη ραγδαία εξέλιξη μιας αγοράς νέου τύπου, αυτή της αναπαραγωγής.

Θα ήταν παράλογο φυσικά να θεωρηθεί πως τα νέα επιτεύγματα της επιστήμης από μόνα τους διαμορφώνουν έντονες ταξικές/ή και έμφυλες ανισότητες. Το ζήτημα που προκύπτει κάθε φορά όμως είναι το ποια/ός ωφελείται από αυτά, τίνος συμφέροντα εξυπηρετούν, ποιοι καρπώνονται τα κέρδη, αν έχουν πρόσβαση στην εφαρμογή τους το σύνολο των ανδρών και των γυναικών κι όχι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Στην περίπτωσή μας η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν είναι για όλα τα ζευγάρια και κυρίως δεν είναι για όλες τις γυναίκες, παρά τις σχετικές διακηρύξεις. Οι διαδικασίες των ΝΤΑ είναι άρρηκτα συνδεδεμένες  με το ισχύον σήμερα κοινωνικοοικονομικό σύστημα παραγωγής, σαρξ εκ της  σαρκός του, και λειτουργούν εκμεταλλευτικά καθ’ εικόνα και ομοίωση. Στην προσπάθεια εξασφάλισης κέρδους μάλιστα κάνουν πως αγνοούν το γεγονός ότι η ιστορία αυτή έχει δύο πόλους: τις γυναίκες που πληρώνουν για να αποκτήσουν ωάρια και φυσικά βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής τους και τις άλλες, τις «αόρατες» κι αδιάφορες για το σύστημα γυναίκες που «πληρώνονται» με ψίχουλα όπως γνωρίζουμε και τα προσφέρουν, συχνά υπό περίεργες συνθήκες. Αυτές οι γυναίκες ωστόσο ενδιαφέρουν εμάς τις φεμινίστριες και μάλιστα τις αριστερές. Πιστεύουμε πως πρέπει να γίνουν ορατές, να σπάσουν τη σιωπή τους και να μιλήσουν για το πώς βρέθηκαν στα ιατρικά κέντρα και γιατί πρόσφεραν τα ωάριά τους, όπως και για το πόσο αληθινοί είναι οι ισχυρισμοί περί «δωρεών ωαρίων». Κάποιες που το τόλμησαν μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι νέοι αναπαραγωγικοί πειραματισμοί (φαρμακευτικοί. ιατρικοί, εμπορικοί, κερδοφορίας) που αναπτύσσονται  γύρω και πάνω από το θηλυκό σώμα διαμορφώνουν μια νέου επίσης τύπου υποτέλεια, βίαιη όσο και οι προηγούμενες, στο πλαίσιο της οποίας στις  πόρνες, στις οικιακές βοηθούς κ.ά. προστίθενται τώρα και οι γυναίκες- παραγωγοί ωαρίων. Μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως υπάρχουν  ιατρικοί επιχειρηματικοί φορείς μεταξύ αυτών που ελέγχουν τις ΝΤΑ, που διαμόρφωσαν τις δύο τελευταίες κυρίως δεκαετίες μια θηριώδη διεθνώς αγορά με τεράστιο κέρδος, η οποία, αν και νόμιμη, βρίσκεται σε γκρίζα συνδιαλλαγή με άλλες «αγορές», εξίσου κερδοφόρες και στο περιθώριο της νομιμότητας. Πρόκειται για το trafficking και παρεμφερείς δραστηριότητες, όπου το κυριαρχούμενο και ελεγχόμενο θηλυκό σώμα, κατακερματισμένο, βρίσκεται σε καθεστώς διατίμησης, παράγει ένα νέο είδος υπεραξίας και αναδεικνύεται σε αστείρευτη πηγή καπιταλιστικού κέρδους. Ταυτόχρονα βέβαια επιβεβαιώνεται και το γεγονός πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο  σε ολόκληρη τη ζωή τους οι γυναίκες παραμένουν μια κοινωνική κατηγορία  δεσμευομένη από την αναπαραγωγική της ικανότητα που προσδιορίζει τελικά και τη θηλυκή της υπόσταση. Δεν είναι τυχαίο επίσης πως σήμερα μιλάμε για ένα είδος αποικιοκράτισης του γυναικείου κορμιού, που βασίζεται στις κυρίαρχες αντιλήψεις και αναπαραστάσεις που αποδίδονται  στα κοινωνικά φύλα στους άνδρες και τις γυναίκες, Όπως εύστοχα επισημαίνει η Look ήδη από το 1993, στο πλαίσιο αυτής της ιδιόρρυθμης αποικιοκρατίας συνθλίβεται η σχέση σώματος και θηλυκού εαυτού.

Αυτή η νέα οικονομική πραγματικότητα, που εδράζεται σε ακραία  εκμεταλλευτικά φαινόμενα, φαίνεται πως ανθεί στη χώρα μας. Η Ελλάδα (όπως και η Κύπρος άλλωστε) αναδεικνύεται σε διεθνές κέντρο εξωσωματικής γονιμοποίησης, με σημαντικό αριθμό ανάλογων ιδιωτικών κλινικών. Μάλιστα έχει γίνει γνωστό πως  κλινικές  χωρών όπου απαγορεύεται  ακόμα η «δωρεά» ωαρίων (λ.χ. Τουρκία) στέλνουν τις πελάτισσες και τους  πελάτες τους σε άλλες χώρες, όπου η «δωρεά» είναι νόμιμη, μετατρεπόμενες στην ουσία από νόμιμες ιατρικές δομές σε παράνομες διακινήσεις. Η Ελλάδα είναι χώρα υποδοχής καθώς η «δωρεά» επιτρέπεται και δεν είναι λίγες οι κλινικές σε γειτονικές και όχι μόνο χώρες που συμβάλλουν με αντίστοιχες ελληνικές. Και εδώ γεννιέται εύλογα το ερώτημα: πού βρίσκουν οι ελληνικές τέτοια ποσότητα ωαρίων; Δεν έχουμε αντιληφθεί την ανάπτυξη κάποιου κινήματος εθελοντικής δωρεάς τους. Έτσι ή αλλιώς πάντως  δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα εμφανίζεται, ως ο «παράδεισος» της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για αναπαραγωγικό τουρισμό. Στο γεγονός συμβάλλει και το σχετικό θεσμικό πλαίσιο με νομοθετικές ρυθμίσεις που άπτονται της αναπαραγωγικής διαδικασίας και θεμάτων συγγένειας, κληρονομιάς, αλλά και «δωρεάς» σπέρματος και ωαρίων. Πρόκειται  για τους νόμους 3089/2002 και 3305/2005 που οπωσδήποτε προσεγγίζουν το ζήτημα από τη σκοπιά των ζευγαριών που επιζητούν τις υπηρεσίες των ΝΤΑ και των κλινικών και μοιάζουν να αδιαφορούν και για τις δότριες και για τα παράπλευρα προβλήματα που προκύπτουν.

Με βάση τα παραπάνω και τους φόβους που εκφράζονται σχετικά δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς. Δημοσιεύματα στην Ελευθεροτυπία και άλλες εφημερίδες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για πολλές ευάλωτες γυναίκες που πρόσφεραν τα ωάριά τους και κάτω από συνθήκες εξαναγκασμού και ελέγχου, σύμφωνα με μαρτυρίες τους. Ίσως ήρθε ο καιρός για μια  δημόσια συζήτηση και στη χώρα μας και με τη συμμετοχή των φεμινιστριών.

*Η Μαρία Γκασούκα είναι αναπληρώτρια Καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου, στο Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΤΕΠΑΕΣ), Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών/ Πανεπιστήμιο Αιγαίου