της Δήμητρας Σπανού

Κοντεύει σχεδόν ένας χρόνος από την επίσημη λήξη του αγώνα των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών. Πρόκειται για έναν αγώνα που απέκτησε μεγάλη προβολή και συζητήθηκε πολύ στο δημόσιο λόγο, τόσο από το συμμαχικό όσο και από το αντίπαλο στρατόπεδο, γιατί άγγιζε μια σειρά από ζητήματα που απασχολούσαν ανέκαθεν την ελληνική κοινωνία, με χαρακτηριστικότερο εκείνο της μονιμότητας στο δημόσιο. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε έναν από εκείνους τους αγώνες που χαρακτήρισαν μια περίοδο κινηματικών αντιστάσεων ενάντια στην εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, που συνδέεται και με την άνοδο του συριζα στην εξουσία. Το ιδιαίτερο του αγώνα των καθαριστριών ήταν ότι μοιάζει να προέκυψε από το πουθενά. Μερικές γυναίκες από το πιο αόρατο κομμάτι των εργαζομένων και χωρίς προηγούμενη σημαντική συνδικαλιστική εμπειρία διεξήγαγαν έναν εργατικό αγώνα με πρωτόγνωρο πείσμα και αποφασιστικότητα για δύο χρόνια. Αυτές οι ιδιότητές τους, το ότι ήταν γυναίκες, μεγάλες σε ηλικία, καθαρίστριες, συγκέντρωσε μεγάλο θαυμασμό από μεγάλη μερίδα του κινήματος, όπως και τα βέλη των αντιπάλων βέβαια, που απ’ ότι φαίνεται είδαν έναν σε μια χούφτα γυναικών έναν εύκολο στόχο.

Στο συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο της μνημονιακής πραγματικότητας, φαντάζει δυστυχώς δύσκολο να βρεθεί εκείνη η στιγμή που θα μπορούμε να σταθούμε και να πάρουμε μια ανάσα για να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτά που έχουν γίνει. Έτσι και στον αγώνα των καθαριστριών, πολλά πράγματα έμειναν να περιμένουν κάποια κατάλληλη στιγμή στο ασαφές μέλλον για να τεθούν. Μια από τις λιγότερο συζητημένες, αλλά μεγάλης σημασίας κατά τη γνώμη μου πτυχές του είναι το ότι έβγαλε από την αφάνεια μια κατά κανόνα αόρατη εργασία, την καθαριότητα, και την τοποθέτησε στο επίκεντρο, όχι μόνο της συζήτησης, αλλά και της ίδιας της πόλης. Η διαρκής παρουσία στο δημόσιο χώρο έφερε στο προσκήνιο το υποκείμενο αυτής της εργασίας, το οποίο έχει φύλο, τάξη, ηλικία, καθώς και ανάγκες, επιθυμίες και προσδοκίες. Εν ολίγοις, η κατάληψη του πεζοδρομίου μπροστά στην πόρτα του Υπουργείου αποκάλυψε μια αρχετυπική γυναικεία εργασία που ακόμα και στις μέρες μας παραμένει αγνοημένη, αόρατη και υποτιμημένη.

Με βάση αυτή την αρκετά γενική παρατήρηση σαν αφετηρία συνομίλησα με κάποιες από τις ίδιες τις πρωταγωνίστριες[1]. Παρότι δεν θεωρώ ότι αυτές οι συζητήσεις έχουν ολοκληρωθεί, θεώρησα σκόπιμο να καταθέσω αυτούς τους προβληματισμούς, όπως σχηματοποιούνται μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων των πρωταγωνιστριών που έστησαν και έφεραν εις πέρας αυτό τον αγώνα. Σε μια συγκυρία που οι έμφυλες επιπτώσεις της κρίσης είναι ορατές –στους δείκτες ανεργίας, στη βία, στο σεξιστικό λόγο- οι γυναίκες δεν το βάζουν κάτω. Βγαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο, πολιτικοποιούνται, ριζοσπαστικοποιούνται και διεκδικούν χώρο. Εκεί που θεωρούνταν λιγότερο ενεργές πολιτικά, αρχίζουν πια να αποκτούν ορατότητα στη δημόσια σφαίρα και να οικειοποιούνται το χώρο της πόλης, αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες διεκδίκησης και αναλαμβάνοντας δράση για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Ίσως ο αγώνας των 595 Καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών να είναι το χαρακτηριστικότερο ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα ενεργούς δράσης των γυναικών. Όλο αυτό δεν έγινε όμως αναίμακτα. Για τις γυναίκες που συμμετείχαν η παραμονή στο δημόσιο χώρο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σήμαινε την ανάγκη υπέρβασης ή έστω διαχείρισης μιας σειράς από δυσκολίες και προβλήματα, από τα πολύ απλά μέχρι τα πιο περίπλοκα, που συνδέονται με την ταυτότητά τους ως γυναίκες καθαρίστριες. Παρόλα αυτά, ο χώρος της πόλης προσέφερε αυτές τις δυνατότητες συνεύρεσης και ώσμωσης, χωρίς τις οποίες δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι ο αγώνας θα είχε αυτή την επιτυχή έκβαση. Επιπλέον, είναι σε αυτές τις συνθήκες που και οι ίδιες οι πρωταγωνίστριες και οι αλληλέγγυοι/ες που τις πλαισίωσαν ήρθαν σε επαφή βουτώντας στα βαθιά, «έχτισαν χαρακτήρα» και επαναπροσδιόρισαν τις ζωές και τις τροχιές τους.

katharistries

Καθαριότητα, μια αόρατη εργασία

Η καθαριότητα αποτελεί μια από εκείνες τις υπηρεσίες που είναι απολύτως απαραίτητες για τη διατήρηση της καθημερινής ζωής στις σύγχρονες πόλεις. Υπηρεσίες καθαρισμού θα βρούμε σε όλους τους δημόσιους χώρους, σε κάθε κτήριο δημόσιας υπηρεσίας, εμπορίου, αναψυχής και γραφείων, καθώς και σε ιδιωτικούς, σε σπίτια των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων. Παρότι όμως η καθαριότητα αποτελεί «τη μισή αρχοντιά», ως εργασία θεωρείται απαξιωτική και καλύπτεται από έναν αόρατο μανδύα που κρύβει την εκμεταλλευτική φύση της. Αυτή η υποτίμηση αντανακλά τη συσχέτισή της με συγκεκριμένες προκαταλήψεις και στερεότυπα για τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας, τη χαμηλή αξία που αποδίδεται στις εργασίες που σχετίζονται με το σπίτι και το νοικοκυριό, καθώς και κοινωνικά στερεότυπα για την ίδια τη φύση της.

Όπως έχει καταδείξει το φεμινιστικό κίνημα, η καθαριότητα είναι ένα από εκείνα τα καθήκοντα που έχουν χαρακτηριστεί ως «αναπαραγωγική εργασία» ή «εργασία φροντίδας» – μαζί με άλλα παρόμοια, όπως τη φροντίδα των παιδιών ή ηλικιωμένων κ.λπ.. Ως τέτοια έχουν συσχετιστεί ιστορικά με το νοικοκυριό, τις γυναίκες και τη «γυναικεία φύση» και έχουν θεωρηθεί «μη παραγωγική» εργασία, σε αντίθεση με την «παραγωγική» αμειβόμενη εκτός σπιτιού. Η αμφισβήτηση από το φεμινιστικό κίνημα της διάκρισης μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, καθώς και της ύπαρξης παγιωμένων έμφυτων ρόλων για τα φύλα οδήγησε στη σταδιακή άρση αρκετών κοινωνικών φραγμών σχετικά με την εργασία των γυναικών και τη θέση τους στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στα στερεότυπα για τα φύλα στη Δύση γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα, παραδοσιακές αντιλήψεις για τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται και να επηρεάζουν τόσο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας όσο και το πώς αξιολογείται η κάθε εργασία.

Επιπλέον, η καθαριότητα ως επάγγελμα αποτελεί τυπικό παράδειγμα «βρώμικης εργασίας» («dirty work»)[2], ανήκει δηλαδή σε μια σειρά καθηκόντων που παρότι είναι αναγκαία, θεωρούνται από την κοινωνία ως δυσάρεστα ή υποτιμητικά και αποτελούν για διάφορους λόγους ταμπού. Αυτά η κοινωνία τα αναθέτει σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, που στη συνέχεια στα μάτια της χαρακτηρίζονται από την εργασία που εκτελούν και έτσι στιγματίζονται –μετατρέπονται σε «βρώμικες» εργάτριες και εργάτες. Η καθαριότητα, εκτός από το ό,τι είναι μια «γυναικεία δουλειά», φέρει λοιπόν και μια σειρά από φορτία λόγω της ενασχόλησης με τη βρωμιά των άλλων και, σε μικρότερο βαθμό, μιας υποτελούς σχέσης. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών χαρακτηρίζεται ως «ανειδίκευτη» και χαμηλού κοινωνικού στάτους, συνδέεται με χαμηλές αμοιβές και θεωρείται ως κατάλληλη για όσες/όσους βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στην αγορά εργασίας.

Αυτό που ήρθε να προστεθεί μια προηγούμενη περίοδο στην ελληνική πραγματικότητα ήταν η σύνδεση της καθαριότητας ως επάγγελμα, όπως και άλλων ανάλογων εργασιών, με την εθνικότητα/καταγωγή των υποκειμένων, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο και τη συζήτηση για τα πολλαπλά πρόσωπα της καταπίεσης. Αυτό το στοιχείο έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην υπόθεση της Κωνσταντίνας Κούνεβα το 2008. Στην περίπτωση των αγωνιζόμενων καθαριστριών αυτό δεν αποτέλεσε κριτήριο, καθότι εργοδότης είναι το Δημόσιο και πρόκειται για παλιές προσλήψεις. Παρόλα αυτά, έχοντας επίγνωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας γενικά και του ιδιωτικού τομέα ειδικά, αντιλαμβάνονται ότι αντικατάστασή τους με συνεργεία ουσιαστικά σημαίνει πρόσληψη νεαρότερων γυναικών κυρίως μεταναστευτικής καταγωγής. Εδώ έχει σημασία να ειπωθεί ότι οι συνομιλήτριές μου δεν φαίνεται στα λόγια τους να αντιλαμβάνονται τις καθαρίστριες του ιδιωτικού τομέα ανταγωνιστικά, αλλά ως γυναίκες που εργάζονται σκληρά και υφίστανται μεγάλη εκμετάλλευση από τους εργολάβους. Σε ό,τι αφορά τις αγωνιζόμενες καθαρίστριες, πρόκειται για γυναίκες αρκετά κοντά στη σύνταξη και με περιορισμένες πια δυνατότητες επανένταξης στην, ούτως ή άλλως, τσακισμένη αγορά εργασίας. Το ενδεχόμενο απόλυσης τις γέμιζε με απόγνωση, καθώς για τις περισσότερες αυτή η εργασία είναι το μοναδικό ή έστω το βασικό εισόδημα για τις ίδιες ή και τις οικογένειές τους και η μόνη ευκαιρία για μια σύνταξη στο μέλλον – «έβλεπα ουσιαστικά το θάνατό μου», λέει χαρακτηριστικά μία από τις συνομιλήτριες. Η απόπειρα απόλυσής τους υποδηλώνει την αδιαφορία για το τι θα απογίνουν αυτές οι γυναίκες και φέρει το θλιβερό και βαθύτατα έμφυλο μήνυμα πως στην ηλικία τους μπορούν πια να αποσυρθούν (αλλά για πού;).

Αν και οι παραπάνω αναλύσεις εξηγούν και αιτιολογούν τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες που εργάζονται στην καθαριότητα, είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε τις ίδιες τις καθαρίστριες ως θύματα. Παρότι υπόκεινται σε ένα σύνολο συστημικών φραγμών, οι ίδιες αποτελούν δρώντα υποκείμενα, που αντιλαμβάνονται την κατάστασή τους και αντιδρούν στις προκλήσεις. Αυτό γίνεται εμφανές μέσα από το προφανές, το ότι διεξήγαγαν έναν αγώνα που διήρκησε 22 μήνες, αλλά και μέσα από τον τρόπο που εκφράζονται για το ρόλο που έπαιξε η εργασία ως καθαρίστριες στις ζωές τους. «Όχι, δεν θέλω να πει α την κακομοίρα που δεν έχει δουλειά. Γιατί αυτό δεν το λέω εγώ, δεν το είπα ούτε στον εαυτό μου ποτέ», είναι τα λόγια μιας από τις συνομιλήτριες. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, για αυτές τις γυναίκες η εργασία στην καθαριότητα σήμαινε τη δυνατότητα να σταθούν στα πόδια τους. Αποτέλεσε δηλαδή έναν τρόπο ανάκτησης ελέγχου και ανεξαρτησίας στις ζωές τους. Μέσα από τις αφηγήσεις τους αφήνουν να εννοηθεί ότι γνωρίζουν πολύ καλά την υποτίμηση που συνοδεύει την εργασία τους, τόσο με τη μορφή διάχυτων στερεοτυπικών αντιλήψεων όσο και γιατί ενδεχομένως έχουν υποστεί κατά καιρούς υποτιμητικές συμπεριφορές μέσα στο χώρο εργασίας τους. Όμως αντιστέκονται στον όποιο στιγματισμό τους και μάλιστα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν είναι κοινά. Τονίζουν τη χρησιμότητα της δουλειάς τους καθώς και τη δική τους εργατικότητα και εργασιακό ήθος, υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια δουλειά σαν όλες τις άλλες και φανερώνουν πως αισθάνονται περήφανες. Δεν ντρέπονται και δεν κρύβονται, ενώ αντλούν τουλάχιστον ικανοποίηση από το γεγονός ότι εργάζονται και μπορούν και παρέχουν στις ίδιες και στις οικογένειές τους. Τέλος, η αναγγελία της διαθεσιμότητάς και της πιθανής απόλυσής τους ήρθε χωρίς ουσιαστικό λόγο και αιτία. Δεν είχαν αξιολογηθεί με κάποιο τρόπο ούτε και η δουλειά τους έπαψε να είναι απαραίτητη, άρα δεν προκύπτει από κάπου ότι έπρεπε να απολυθούν. Με βάση και τα παραπάνω λοιπόν γίνονται λίγο πιο σαφείς οι λόγοι που η αρχική σύγχυση και ο φόβος για το τι θα απογίνουν συμπληρώθηκε με θυμό και την επιθυμία να υπερασπιστούν την αξιοπρέπειά τους.

Η παρουσία στην πόλη

Στην περίπτωση των 595 Καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών έχουμε ουσιαστικά έναν εργατικό αγώνα που κυριολεκτικά «βγήκε στην πόλη». Βγαίνοντας στην πόλη και καταλαμβάνοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά χώρο, ένα σημαντικό αποτέλεσμα είναι ότι ήρθε στο προσκήνιο αυτή η κατά τ’ άλλα κρυμμένη εργασία και κατέστη ορατή. Ένα σημείο του αγώνα των καθαριστριών στο οποίο αξίζει να σταθούμε λοιπόν είναι ο ρόλος που έπαιξε η διαρκής παρουσία στο κέντρο της πόλης. Ο αστικός χώρος αποτελεί προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη αντιστάσεων και νέων υποκειμένων, καθώς οι αντιστάσεις στις εφαρμοζόμενες πολιτικές μπορεί να αποκτούν ποικίλες μορφές και οργανωτικές δομές, αιτήματα και τακτικές, εντούτοις, αρθρώνονται σε συγκεκριμένους τόπους. Θεωρώντας λοιπόν ότι ο χώρος παράγεται κοινωνικά και δεν αποτελεί απλώς ένα κενό δοχείο[3], ο αστικός χώρος μετατρέπεται τόσο σε αντικείμενο διεκδίκησης όσο και σε μια πηγή δυνατοτήτων και ευκαιριών που διευκολύνουν την οργάνωσή τους. Επιπλέον, καθώς η χωρική οργάνωση είναι αναπόσπαστο μέρος της συγκρότησης των κοινωνικών σχέσεων, το φύλο και οι νοηματοδοτήσεις του δεν μπορούν παρά να κατασκευάζονται χωρικά[4]. Μέσα από αυτές τις πρακτικές τα υποκείμενα δεν χρησιμοποιούν απλώς χώρο, αλλά τον παράγουν και το μετασχηματίζουν. Κατά αυτό τον τρόπο, ο χώρος της πόλης αποτελεί προνομιακό έδαφος για την αμφισβήτηση των κυρίαρχων αντιλήψεων σχετικά με τη λειτουργία της δημοκρατίας, της ισότητας / ανισότητας, της συμμετοχής και της δικαιοσύνης και τη δημιουργία ενός πεδίου για τη διαπραγμάτευση της πολυμορφίας και της διαφορετικότητας.

Ο αγώνας των καθαριστριών ανέπτυξε εμπειρικά ένα σύνολο χωρικών πρακτικών για να αναπληρώσει την έλλειψη ενός αμιγώς «δικού του» χώρου και να καταφέρει να συσπειρώσει τις διάσπαρτες θιγόμενες εργαζόμενες. Οι πρακτικές περιλάμβαναν μπλόκα στα κατά τόπους κτίρια εφοριών, τη διαμαρτυρία έξω από κυβερνητικές εκδηλώσεις, τη δημιουργία δικτύων σε ολόκληρη την χώρα με σκοπό τη σύνδεση τόσο με επαρχιακές πόλεις όσο και με το κίνημα αλληλεγγύης. Κορυφαία στιγμή ήταν η απόφαση κατάληψης του πεζοδρομίου έξω από το Υπουργείο το Μάιο του 2014, λίγα μόλις μέτρα από την πλατεία Συντάγματος. Μέχρι τότε ούτως ή άλλως το Υπουργείο αποτελούσε το βασικό στόχο και το σημείο συνάθροισης των αγωνιζόμενων, οπότε η κατάληψη ήταν μια λογική επιλογή κλιμάκωσης. «Κάποια στιγμή είπαμε δεν φτάνει τώρα ότι είμαστε στο δρόμο κάποιες ώρες και μετά το βράδυ πάμε σπίτια μας. Σκεφτήκαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε κάτι ακόμα πιο δυναμικό και να το κάνουμε μέσα στην πόρτα του Υπουργείου», αναφέρει μια συνομιλήτρια. Η οικειοποίηση του συγκεκριμένου δημόσιου χώρου και η αλλαγή της χρήσης του αποτέλεσαν καθοριστικές τακτικές για την έκβαση του αγώνα. Αμφισβητώντας τη νομική και ηθική εγκυρότητα των πολιτικών της κυβέρνησης μέσω της συγκρότησης ενός «κέντρου αγώνα» μπροστά στην πόρτα του Υπουργείου οι αγωνιζόμενες έκαναν ορατή με τον πιο έντονο τρόπο τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην κοινωνία ευρύτερα την αποφασιστικότητά τους. Παρόλα αυτά, ούτε και οι ίδιες ήταν προετοιμασμένες για την έκταση και διάρκεια που θα έπαιρνε η κατάληψη. «Δεν μας περνούσε από το μυαλό ότι θα έπαιρνε τέτοια διάσταση όλο αυτό το πράγμα. Δεν νομίζω πως το φαντάστηκε κανείς. Εμείς βγήκαμε και μετρούσαμε μέρα με τη μέρα. Δεν θεωρούσαμε ότι θα μέναμε, νύχτα τη νύχτα μαζεύαμε. Και λέγαμε άντε και άλλη μια μέρα ακόμα, για αυτό και τις γράφαμε στον πίνακα. Γατί είχαμε τον πανικό ότι αυτό θα τελειώσει, ότι είναι κάτι το οποίο θα το λήξουνε, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσουνε», αναφέρει ενδεικτικά μια άλλη συνομιλήτρια.

Η «Σκηνή» έμεινε γιατί πρόσφερε μια βάση που μαζικοποίησε τον αγώνα και διευκόλυνε την πλαισίωσή του από περισσότερες κινητοποιήσεις και αλληλέγγυες/ους. Ακόμα και σαν συμβολισμός, η εικόνα ήταν πολύ δυνατή: μέσα στο κτήριο ο Υπουργός και το επιτελείο του κρυμμένοι από τη δημόσια θέα και με την αστυνομία να τους φυλάει, ενώ απέξω απλωνόταν μια καινούρια κατάσταση, ένα πείραμα αλληλεγγύης και δημοκρατίας, ανοιχτό και προσβάσιμο. Αν μέχρι τότε το Υπουργείο λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης, αυτό που άλλαξε μετά το στήσιμο της σκηνής ήταν ότι έδωσε τη δυνατότητα σε όλο αυτό τον κόσμο που συνέρρευσε να οικειοποιηθεί με νέους τρόπους το δημόσιο χώρο, να πειραματιστεί και να δοκιμάσει άλλους τρόπους συμβίωσης. Η μεταφορά σε ένα πεζοδρόμιο της καθημερινής ρουτίνας –του φαγητού, του ύπνου, της στοιχειώδους κοινωνικοποίησης- επαναπροσδιόρισε τα όρια μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και του τι ανήκει πού. Αυτή η διαδικασία ούτε εύκολη ήταν ούτε αναίμακτη, γιατί σήμαινε συγκρούσεις και υπερβάσεις. Ιδίως οι ίδιες οι καθαρίστριες, άνθρωποι μεγάλοι σε ηλικία και με ώριμους χαρακτήρες, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας και την αστυνομική βία, τις προκλήσεις που έθετε η αδιάκοπη έκθεση και η συνεχής συνύπαρξη με μέχρι πρότινος αγνώστους. Αυτές οι γυναίκες, εκτός από τους δικούς τους φόβους, ανασφάλειες και προκαταλήψεις, έπρεπε να αναμετρηθούν και με το κοινωνικό φορτίο που έφεραν ως γυναίκες καθαρίστριες, δηλαδή παρότι αόρατες εργάτριες, μητέρες και γιαγιάδες, να πείσουν ότι αποτελούν ανθρώπους με δικαιώματα και επιθυμίες. Για τις περισσότερες αυτό δεν ίσχυε μόνο για τον αντίπαλο, αλλά ακόμα και τα πιο οικεία πρόσωπα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά μια από τις συνομιλήτριές μου, «ήρθε το κρύο, ήρθε η βροχή, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι κατάλληλα για το δρόμο- γυρίζαμε στα σπίτια μας και το νερό είχε περάσει στο κορμί σου. Δεν μπορούσες ούτε να καθίσεις στο λεωφορείο, έπρεπε να σταθείς γιατί ήσουν μούσκεμα. Ερχόμασταν στο σπίτι, αντιμετωπίζαμε άλλο πρόβλημα: θα φύγεις πάλι; Και τι θα κερδίσεις βγαίνοντας στο δρόμο; Έχεις εγκαταλείψει τα πάντα». Η Σκηνή αποτέλεσε μια εκτεταμένη άσκηση στην υπομονή και την επίλυση πολιτικών και προσωπικών διαφωνιών, αλλά έστρωσε επίσης και το έδαφος για την καλλιέργεια σχέσεων συντροφικότητας ή ακόμα και φιλίας. Οι ρουτίνες που οργανώθηκαν εκεί κατασκεύασαν ένα νέο τρόπο ύπαρξης στο δημόσιο και αντίληψης της καθημερινής ζωής. Κατά αυτό τον τρόπο, πέρα από τη συμβολική σύγκρουση με τις κυβερνητικές πολιτικές, η κατάληψη έδωσε τη δυνατότητα αμφισβήτησης και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων εξουσίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, κάτι που με τη σειρά του έδωσε αυτοπεποίθηση στα ίδια τα υποκείμενα τόσο για τη συνέχιση του αγώνα όσο και ευρύτερα.

katharistries_haroula

Ένα τελευταίο σχόλιο

Ο αγώνας των καθαριστριών, ειδικά και μετά το στήσιμο της Σκηνής, αναπτύχθηκε στην πόλη ως μια τακτική για την κλιμάκωση της πίεσης προς την εξουσία στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης διεκδίκησης. Μια παράπλευρη συνέπεια ήταν ότι έφερε στο προσκήνιο μια εργασία που παρότι κατά κοινή ομολογία θεωρείται απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση της καθημερινής ζωής, αντιμετωπίζεται ως δεδομένη και περιβάλλεται από στερεότυπα που την υποτιμούν και την απαξιώνουν. Καταλαμβάνοντας το δημόσιο χώρο και τοποθετώντας τον αγώνα τους στο κέντρο της πόλης, οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών τράβηξαν λιγάκι και το πέπλο που καθιστά τη δουλειά και τις ανάγκες τους αόρατες. Ο αγώνας τους αμφισβήτησε έτσι, στο μέτρο που του αναλογούσε, κοινωνικές ιεραρχήσεις που ορίζουν ποια θα πρέπει να είναι η θέση αυτών των γυναικών στους πολλαπλούς χώρους της καθημερινότητας, όπως αυτή ορίζεται μέσα από ένα πλέγμα έμφυλων, ταξικών και άλλων σχέσεων εξουσίας. Κατηγοριοποιήσεις όπως εκείνη της «καθαρίστριας» επανανοηματοδοτήθηκαν, υποδεικνύοντας ότι στους συλλογικούς αγώνες βρίσκεται ένα πεδίο δυνατοτήτων για τον επαναπροσδιορισμό και άλλων, αντίστοιχα υποτιμημένων κατηγοριών. Ένα στοίχημα λοιπόν τώρα είναι να πιάσουμε αυτό το νήμα.

 

[1]Το άρθρο προέκυψε μέσα από εις βάθος συνεντεύξεις με πέντε από τις αγωνιζόμενες καθαρίστριες, που διεξήχθησαν μεταξύ Νοέμβρη 2015 και Γενάρη 2016, στα πλαίσια συνεχιζόμενης έρευνας για τη συμμετοχή των γυναικών στα κινήματα που αρθρώνονται στον αστικό χώρο. Τα ονόματά τους δεν αναφέρονται για λόγους δεοντολογίας.

[2]Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από την έννοια της «βρώμικης εργασίας» και τη στάση των ίδιων των υποκειμένων απέναντι σε αυτή βλ. Blake E. Ashforth and Glen E. Kreiner, 1999. “How Can You Do It?”: Dirty Work and the Challenge of Constructing a Positive Identity. The Academy of Management Review, Vol. 24, No. 3, pp. 413-434

[3]Βλέπε ενδεικτικά: Lefebvre, H., 1991. The production of space. Oxford UK and Cambridge USA: Blackwell και Lefebvre, H., 1996. The Urban Revolution. Minneapolis: University of Minnesota Press

[4]Massey, D., 1994. Space, place, gender. Minneapolis: University of Minesota Press.