του Γιάννη Τριανταφύλλου   

Το 2010, λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου διεξαχθεί στη Νότια Αφρική, είχα μιλήσει με τη νομπελίστρια νοτιοαφρικανή συγγραφέα Ναντίν Γκόρντιμερ. Είχαν μεσολαβήσει 20 χρόνια από την απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα, το 1990. Μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και προσωπική φίλη του Μαντέλα εξήγησε με απλά λόγια τη στράτευσή της στον αγώνα εναντίον του ρατσισμού και γιατί δεν είναι καλό πράγμα τα μαύρα παιδάκια να παίζουν σε άλλες αλάνες από τα λευκά…

Η πρώτη Νοτιοαφρικανή που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1991, η Ναντίν Γκόρντιμερ, παρότι λευκή, αγωνίστηκε σκληρά κατά του απαρτχάιντ, του ρατσιστικού καθεστώτος της Νοτίου Αφρικής. Είχε επισκεφθεί την Ελλάδα το 2005 και μίλησε στο Μέγαρο Μουσικής.

«Δεκαέξι από την πτώση του απαρτχάιντ (1994), μια πολυφυλετική κοινωνία στη Ν. Αφρική είναι πλέον πραγματικότητα;» την είχαμε ρωτήσει. Εκείνη δεν…μάσησε: «Σκεφτείτε ότι μιλάμε για μόνο 16 χρόνια ύστερα από αιώνες διακρίσεων, ούτε καν για μια γενιά. Στην Ευρώπη χρειαστήκατε αιώνες για να φτάσετε στη δημοκρατία και όχι πάντοτε με επιτυχημένα αποτελέσματα. Άρα υπάρχει πολύς ακόμη δρόμος να διανυθεί. Τώρα, έχουμε πλέον μια νέα μπουρζουαζία στη χώρα, μια μαύρη μπουρζουαζία.

Μικρή αλλά οπωσδήποτε υφιστάμενη και προερχόμενη από όσους εκμεταλλεύθηκαν τις ευκαιρίες για να κάνουν χρήματα και κυρίως να ανέλθουν σε όλες τις βαθμίδες της κυβερνητικής εξουσίας. Σε σχέση με τον πληθυσμό μας ο οποίος είναι περίπου 48 εκατομμύρια, αυτό το τραστ είναι μικρό. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι, σε μερικές περιπτώσεις έχουν κατορθώσει να εισέλθουν στην πολύ κλειστή τάξη των εκατομμυριούχων ή δισεκατομμυριούχων της χώρας και -δυστυχώς- υποκύπτουν συχνά στον πειρασμό της άκρατης κατανάλωσης και της επίδειξης και ζουν μια ζωή την οποία η χώρα δεν αντέχει να βλέπει. Είναι ο τρόπος που μια μικρή μαύρη μειοψηφία αντέδρασε στην αποδέσμευσή της από την αδυναμία να ζήσει στο παρελθόν μια καλή ζωή. Και αυτό έκανε το χάσμα πλουσίων-φτωχών πολύ πιο εμφατικό, αφού πλέον μαύροι εκμεταλλεύονται μαύρους με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν επί γενιές οι λευκοί.

Βέβαια οι μεγάλες εταιρείες παραμένουν σε χέρια λευκών. Απλώς, ίσως για να αποφύγουν μια νέα επανάσταση, τείνουν να βάζουν στα διοικητικά συμβούλια και κάποιους ικανούς μαύρους τους οποίους δεν έβαζαν πριν. Πάντως είναι εντυπωσιακό το πόσο η αφοσίωση στην κοινωνική τάξη που ανήκουν κρατά τους ανθρώπους ενωμένους, ανεξαρτήτως του χρώματός τους. Αν είσαι πλούσιος, αισθάνεσαι εγγύτερα με τους ανθρώπους που είναι εξίσου πλούσιοι με σένα, άσχετα με το τι χρώμα έχουν, απ’ ό,τι με τους θεωρητικά “δικούς σου” ανθρώπους».

Και τι γίνεται εάν μαύρος αγαπήσει λευκή ή λευκός μαύρη; «Ω, αυτά έχουν αλλάξει εντελώς!» απάντησε η κ.Γκόρντιμερ. «Έχω φίλους, ζευγάρια ανάμικτου χρώματος, που ζούσαν στο παρελθόν μυστική ζωή. Και μία από τις πιο ευχάριστες στιγμές συνειδητοποίησης της αλλαγής στις ζωές μας ήταν όταν λίγο μετά την πτώση του απαρτχάιντ, περπατούσα σε ένα πάρκο και έβλεπα μαύρο άνδρα με λευκή γυναίκα ή το αντίστροφο να χαϊδεύονται και να φιλιούνται. Στο παρελθόν θα πήγαιναν και οι δύο κατευθείαν στη φυλακή. Τώρα μπορούν και συμπεριφέρονται με ένα φυσικό, ανθρώπινο τρόπο. Και ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν όταν, μερικά τετράγωνα από εκεί που μένω, στα προάστια, όπου στο παρελθόν ήταν ένα δημοτικό σχολείο για φτωχά λευκά παιδιά, περνώντας πρόσφατα έβλεπα παιδιά να βγαίνουν και να σπρώχνει φιλικά το ένα το άλλο, μαύρα και λευκά μαζί. Και αυτό στο παρελθόν ήταν αδιανόητο. Αφού τα λευκά και τα μαύρα παιδιά ούτε στο σχολείο πήγαιναν μαζί ούτε στο πάρκο ούτε σε παιχνιδότοπο, πουθενά.

Φανταστείτε ότι ακόμη κι αυτές οι πανέμορφες παραλίες μας ήταν όλες ρατσιστικά διαχωρισμένες: υπήρχε μία για τους λευκούς, μία για τους μαύρους κ.ο.κ. Για μένα ήταν τρομερή απελευθέρωση να βλέπω όλα αυτά τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να βγαίνουν από το ίδιο σχολείο μαζί και να πειράζουν το ένα το άλλο».

Η Ναντίν Γκόρντιμερ φοίτησε σε σχολείο όπου πήγαιναν μόνο λευκά κορίτσια. «Όταν όμως μεγάλωσα» επισημαίνει «έγινα μέλος του απαγορευμένου κύκλου στον οποίο λευκοί και μαύροι συνυπήρχαν. Και μετά έγινα μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, μιας υπόγειας οργάνωσης. Εκανα ό,τι μπορούσα, πήρα κάποια ρίσκα, αλλά όχι τα μεγάλα εκείνα ρίσκα που οδήγησαν άλλους ανθρώπους στη φυλακή. Μετά παντρεύτηκα τον Ρέινολντ Κασίρα που είχε γλιτώσει από τους ναζί στη Γερμανία, ο οποίος ήταν Εβραίος και αριστερός. Μοιράστηκε τις απόψεις μου για τον ρατσισμό στη Νότια Αφρική και μαζί δουλέψαμε στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το οποίο σταμάτησε να είναι παράνομο λίγα χρόνια πριν από το 1994, κάπου στο 1990. Οταν έγινε νόμιμο να έχεις μαύρους φίλους, για μένα δεν ήταν κάτι καινούργιο, είχα ήδη πολλούς…».

Εκείνες τις μέρες, λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Μαντέλα είχε προτείνει στον Μπόνο των U2 να επισκεφθεί οπωσδήποτε την Νότια Αφρική αφού, κατά τον Μαντέλα, αυτή η διοργάνωση θα ήταν “το πάρτι ενηλικίωσης τής χώρας”. Η κ.Γκόρτνιμερ είχε επ’αυτού τις αντιρρήσεις της: «Ο Μεγάλος μας Ανδρας είναι φίλος των σπορ αλλά και σπουδαίος σπόρτσμαν ο ίδιος. Οταν ήταν νέος αγωνιζόταν σε πολλά αθλήματα. Συνεπώς αυτή είναι η άποψή του. Η δική μου φοβάμαι ότι είναι διαφορετική. Υπάρχει μια παλιά ρήση για το τι δίνεις στους ανθρώπους: “Αρτον και θεάματα”. Τη γνωρίζετε ασφαλώς αυτή τη ρήση. Οπότε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο ανήκει στην κατηγορία των θεαμάτων. Δεν θέλω να είμαι αυτή που θα χαλάσει την χαρά, οι άνθρωποι σαφώς και έχουν το δικαίωμα να πάρουν ευχαρίστηση από κάτι που θα τους αποσπάσει από τα καθημερινά τους προβλήματα, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι αυτό στο οποίο θα έπρεπε να έχουμε στρέψει την προσοχή μας τώρα είναι το πρόβλημα του ψωμιού. Ενας απίστευτα μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν έχουν αυτό το ψωμί. Ή ένα σπίτι να μείνουν. Δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε οι μεν τους δε μόνο με τη χαρά της κοινής απόλαυσης και του ενθουσιασμού ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Αυτό είναι κάτι το περαστικό, το πολύ-πολύ να κρατήσει για ένα μήνα. Ενώ αν παρέχουμε στους ανθρώπους την πολύ φυσιολογική προσδοκία να έχουν τροφή, εργασία και μόρφωση, τότε αυτή είναι μια βάση πάνω στην οποία μπορούμε όλοι να έρθουμε κοντά. Για παράδειγμα, εγώ ενδιαφέρομαι να δω αν η επίσκεψη τόσων πολλών ανθρώπων στη χώρα μπορεί να έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα την προσέλκυση επενδύσεων στη βιομηχανία και τη σχετική εκπαίδευση των κατοίκων. Και τότε αυτός θα είναι ο τρόπος για να ενωθούν οι άνθρωποί μας, σε μια υλική ισότητα που θα έχει σχέση με την ουσία της ζωής και όχι με τα θεάματά της».

Όσο για τη σχέση της με την ελληνική λογοτεχνία η κ.Γκόρντιμερ δήλωνε μεγάλη θαυμάστρια του Καζαντζάκη: «Εκείνο που έλεγε ο Καζαντζάκης είναι πως δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά απ’ ό,τι όντως είναι. Πρέπει να αποδεχόμαστε τις συνθήκες που επικρατούν αλλά όχι και το ότι δεν μπορούν να αλλάξουν. Και ότι κάποιος πρέπει να παίρνει θέση άμεσα. Νομίζω ότι ο Καζαντζάκης θα σας βοηθούσε να αντιμετωπίσετε τα προβλήματα της χώρας σας σήμερα. Και μια και μιλάμε για Ελληνες, επιτρέψτε μου να πω ότι ένας από τους πιο καλούς μου φίλους είναι ο Γιώργος Μπίζος. Είναι το δώρο που μας κάνατε από την Ελλάδα. Πολύ σημαντικός άνθρωπος. Αποτέλεσε με πολλούς τρόπους έναν γκουρού για μένα, ενώ πολιτικά έχουμε ακριβώς την ίδια θέση αντίστασης στο απαρτχάιντ. Μου έδειχνε πάντοτε το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον του σε όσα ρίσκα αναλάμβανα, χωρίς ποτέ να με αποθαρρύνει, αφού αυτός είχε πάρει στη ζωή του ακόμη μεγαλύτερα ρίσκα».

Πηγή: lifo

 

Διαβάστε ακόμα

Νέλσον Μαντέλα, ο διαθεματικός φεμινιστής και υπέρμαχος της επιλογής