της Kristen Korvette

Το φάντασμα της μάγισσας στοιχειώνει τόσο το πραγματικό όσο και το φανταστικό. Είναι ταυτόχρονα ρυτιδιασμένη μέγαιρα με το δηλητηριασμένο μήλο στο χέρι· γεροντοκόρη παντρεμένη με τα βιβλία της· και σαγηνευτική ξελογιάστρα με γυμνό στήθος και υπνωτιστικό βλέμμα. Παρότι μπορεί να κατοικεί στο ίδιο πάνθεον της ποπ κουλτούρας με βρυκόλακες, ζόμπι και λυκάνθρωπους, η μάγισσα πάντοτε ήταν σύμβολο φόβου όχι μόνο γιατί μπορεί να επικαλεστεί δυνάμεις που ξεπερνούν την πεζή καθημερινότητα, αλλά και γιατί ενσαρκώνει μια πανίσχυρη θυληκότητα ελεύθερη από την αντρική επιρροή ή ιδιοκτησία. Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, η μορφή της μάγισσας τόσο αμφισβήτησε όσο και αντικατόπτρισε πατριαρχικές αφηγήσεις για τη γυναικεία δύναμη, κάνοντάς την έτσι ένα από τα πιο ισχυρά φεμινιστικά σύμβολα όλων των εποχών.

Προερχόμενη από τους Μεσοποτάμιους μύθους για την Ινάννα, τις ινδικές ιστορίες για την Κάλι και τα ελληνικά παραμύθια της Εκάτης, η κληρονομιά των μαγισσών πηγαίνει χιλιάδες χρόνια πίσω. Αυτές οι θεές είχαν τη δύναμη να δίνουν ζωή και να την παίρνουν πίσω και γι’ αυτό λατρεύονταν. Αν και οι αναγεννητικές ικανότητες των γυναικών πάντοτε θεωρούνταν λίγο ύποπτες, ήταν όταν υπερίσχυσαν οι μονοθεϊστικές θρησκείες -παγιώνοντας την πίστη σε μια πανίσχυρη αντρική θεότητα- που οι γυναίκες ολοένα και συχνότερα αντιμετωπίζονταν ως “άλλοι” και ως κακοποιοί.

Μεταξύ του 14ου και 18ου αιώνα στην Ευρώπη χιλιάδες άνθρωποι που κατηγορήθηκαν για μαγεία εκτελέστηκαν στην Ιερά Εξέταση, που έγινε υπό την αιγίδα της Καθολικής Εκκλησίας. Παρότι υπήρξαν και άντρες θύματα της οργής και του μαζικού πανικού, η πλειοψηφία όσων υπέστησαν βασανιστήρια, σεξουαλική κακοποίηση και ρίχτηκαν στην πυρά ήταν γυναίκες. Αυτές ήταν θεραπεύτριες και μαίες με εις βάθος γνώση για την αναπαραγωγή και το ανθρώπινο σώμα και αποτελούσαν απειλή, γιατί μπορούσαν να εκπαιδεύσουν έναν πολύ αμόρφωτο πληθυσμό. Ήταν γυναίκες που προκαλούσαν υποψίες γιατί είχαν αποκτήσει γη, πλούτο ή επιρροή. Ήταν μητέρες, αδερφές και κόρες που βρέθηκαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Και τιμωρήθηκαν γι’ αυτό.

Παρότι πολύ λιγότερες γυναίκες κατηγορήθηκαν για μαγεία και καταδικάστηκαν σε θάνατο στη Βόρεια Αμερική, οι δίκες μαγισσών του Σάλεμ που έγιναν μεταξύ 1692 και 1693 έχουν εμπνεύσει τόσο τις τέχνες όσο και συζητήσεις σε αυτά τα 300 χρόνια. Το τι πραγματικά συνέβη στη μικρή πόλη της Νέας Αγγλίας συχνά αναθεωρείται από μελετητές και ιστορικούς, αλλά αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι όταν μια ομάδα νεαρών κοριτσιών άρχισε να επιδεικνύει περίεργη συμπεριφορά, το φταίξιμο ρίχτηκε στη μαγεία και τρεις “μάγισσες” αμέσως ξεχώρισαν: μια φτωχή και άστεγη ζητιάνα, μια χήρα που δεν είχε πάει στην εκκλησία για χρόνια και μια σκλάβα από τα Μπαρμπέιντος. Η κατάσταση γρήγορα κλιμακώθηκε σε κάτι πολύ πιο περίπλοκο, αλλά το Σάλεμ είναι ακόμα ένα παράδειγμα του πώς γυναίκες -και ειδικά αυτές στα περιθώρια της κοινωνίας- έχουν καταδιωχτεί (γενικά από άντρες) με τη δικαιολογία της μαγείας.

Αυτές είναι μόνο δυο σημαντικές στιγμές στην ιστορία της μαγείας, καθώς οι ιστορίες είναι αναρίθμητες και ενσωματωμένες στα χρονικά σχεδόν κάθε πολιτισμού και θρησκείας στον κόσμο. Πιο συχνά όμως είναι η ευρωαμερικανική της εκδοχή, από την οποία αντλούνται οι ιστορίες που διασκεδάζουν τη Δύση. Και δεδομένης της ιστορίας της βγάζει νόημα το ότι όταν η πρώτη μάγισσα άρχισε να συλλαμβάνει τη φαντασία του κοινού στην οθόνη, οι απεικονίσεις βασίζονταν στον αντρικό φόβο για τη γυναικεία σεξουαλικότητα ή σε απλοϊκές αλληγορίες της ζηλιάρας γυναίκας που γερνάει για τις νέες και όμορφες ενζενί.

Καθώς το φεμινιστικό κίνημα κέρδιζε ορατότητα, πιο σύνθετες εκφράσεις της μάγισσας άρχισαν να εμφανίζονται. Η αφήγηση της μάγισσας δεν γραφόταν πια μόνο από άντρες: η ιστορία της επιτέλους άρχισε να ξαναλέγεται και να επαναδιατυπώνεται και από γυναίκες. Η πρώτη σημαντική μάγισσα της ποπ κουλτούρας ήταν η Σαμάνθα Στίβενς του Bewitched, η οποία εμφανίστηκε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του The Feminine Mystique της Betty Friedan το 1963 και τόνιζε τα δεινά της λευκής, μεσοαστής νοικοκυράς. Παρά τις παγίδες του αστικού “λευκού φεμινισμού”, το σόου, που υπογράφεται από τη δηλωμένη φεμινίστρια Barbara Avedon, παρουσίαζε μια εναλλακτική οπτική των έμφυλων ρόλων και ισχύος μέσα πό τη μαγεία, μιας γυναίκας που παλεύει να απελευθερωθεί από την οικογενειακή ζωή.

Συνεχίζοντας σε αυτή την τάση πιο πρόσφατα, η J.K. Rowling προσέγγισε την αρχετυπική μάγισσα στα βιβλία του Harry Potter με σεβασμό στη μελέτη που απαιτείται για να μπορέσει κάποια/ος να ασκήσει μαγεία, αψηφώντας τα στερεότυπα  κατά την απεικόνιση της Ερμιόνης Γκρέιτζερ. Ομοίως, η σεναριογράφος Linda Woolverton ανασκεύασε την Ωραία Κοιμωμένη, ώστε να ανθρωποποιήσει την ιστορία της μάγισσας ανταγωνίστριάς της στην ταινία Maleficent της Disney, μια ταινία που διαλύει το δίπολο “καλή-κακή μάγισσα” μια για πάντα.

Είναι δεδομένο το ότι η σύγχρονη τηλεόραση και οι ταινίες ακόμα επιστρατεύουν επικίνδυνα κλισέ για τη θηλυκότητα για να πουλήσουν μια λιγότερο πολιτικοποιημένη και πιο εύπεπτη εκδοχή της μάγισσας, όμως η άνοδος του φεμινισμού στην ποπ κουλτούρα έχει μετατρέψει αυτές τις επιλογές σε λιγότερο βιώσιμες. Από τις μάγισσες του Ίστγουικ και την Buffy The Vampire Slayer μέχρι το Penny Dreadful και το American Horror Story: Coven, οι αναπαραστάσεις της μάγισσας έχουν ταυτόχρονα ανοίξει παλιές πληγές της γυναικείας καταπίεσης και έχουν βοηθήσει να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση σχετικά με τις κατάφωρες αδικίες που οι γυναίεκς έχουν υποστεί σε όλη την ιστορία – πολλές από τις οποίες συνεχίζουν και σήμερα.

Κατηγορίες για μαγεία χρησιμοποιούνταν κάποτε για την αστυνόμευση της γυναικείας συμπεριφοράς (και ακόμα συνεχίζουν σε απίστευτα πολλές χώρες ακόμα και σήμερα), όμως πλέον οι μάγισσες έχουν μετατραπεί σε σύμβολα των γυναικών που αντιστέκονται παρά τις δυσκολίες. Για όσο καρό τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, η ισότητα στους μισθούς, η σεξουαλική ελευθερία και οι σεξουαλικές επιθέσεις παραμένουν σημαντικά ζητήματα του φεμινιστικού αγώνα, η μάγισσα θα παραμείνει μια αρχετυπική έκφραση των αγώνων και αγωνιών μας για εξουσία πέρα από την πατριαρχία.

Μετάφραση: Δήμητρα Σπανού

Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο Quartz και μπορείτε να το βρείτε εδώ