σερμαν

της Ντίνας Βαΐου

Μέσα στη δίνη των εξελίξεων που ζούμε τραυματικά όλον αυτό τον μήνα, πολλοί θα σχολίαζαν τα περί φύλου της κρίσης με τη φράση «τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια». Όμως, στις 22 Ιουλίου 2015 η Αυγή (τελευταία σελίδα) μας πληροφόρησε, επικαλούμενη στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2008- Α’ τρίμηνο 2015), ότι «οι άνδρες έχουν βιώσει σε υψηλότερο βαθμό την οικονομική κρίση από ό,τι οι γυναίκες», ενώ το σχετικό Δελτίο Τύπου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (ΓΓΙΦ) για την άτυπη σύνοδο των υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ε.Ε. (17 Ιουλίου 2015), στο πλαίσιο της Λουξεμβουργιανής Προεδρίας, σημειώνει ότι, ως αποτέλεσμα των σκληρών και απάνθρωπων μέτρων λιτότητας, «παρουσιάζεται μια τάση για εξίσωση των ποσοστών απασχόλησης των φύλων, εξίσωση όμως προς τα κάτω».

Δεν είναι εδώ ο τόπος ούτε ο χώρος για να σχολιάσει κανείς τα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με την εργασία των γυναικών. Δύο σημεία όμως έχουν σημασία, ιδιαίτερα επειδή επικαλείται τα στοιχεία αυτά και η ΓΓΙΦ. Κατ’ αρχήν, η σύγκριση ποσοστών μεταβολής δεν αποκαλύπτει πολλά αν δεν λάβουμε υπ’ όψη τις εντελώς άνισες συνθήκες «εκκίνησης», δηλαδή το πολύ υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης των ανδρών έναντι των γυναικών και αντίστοιχα το εξαιρετικά υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των γυναικών έναντι των ανδρών το 2008. Η όποια σύγκριση των σημερινών ποσοστών απασχόλησης/ανεργίας έχει νόημα μόνο σε αυτή τη βάση. Επιπλέον, και σύμφωνα με λεπτομερείς επεξεργασίες των στοιχείων από τη Μαρία Καραμεσίνη και άλλες ερευνήτριες, είναι στατιστικά αληθές ότι στα πρώτα χρόνια της κρίσης επλήγησαν περισσότερο οι άνδρες, λόγω της κατάρρευσης της οικοδομής και των συναφών επαγγελμάτων. Στη συνέχεια, η αποδιάρθρωση του τομέα των υπηρεσιών έπληξε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις γυναίκες, και μάλιστα με τρόπους που ξεπερνούν την αγορά εργασίας, αλλά συνήθως διαφεύγουν της προσοχής των αναλύσεων της κρίσης.

Συγκεκριμένα, η αποδιάρθρωση του τομέα των υπηρεσιών έπληξε τις γυναίκες ως εργαζόμενες, μια και περισσότερο από 75% της στατιστικά καταγεγραμμένης γυναικείας απασχόλησης συγκεντρωνόταν στον τομέα αυτόν. Τις έπληξε όμως και ως αποδέκτριες των υπηρεσιών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη φροντίδα (παιδιών, ηλικιωμένων, ανήμπορων) και την παροχή υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας, αυξάνοντας σημαντικά τον όγκο της εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας και μάλιστα σε περισσότερο αντίξοες συνθήκες, λόγω των μειωμένων εισοδημάτων και των χειρότερων συνθηκών κατοίκησης, κάποτε και με κομμένο ηλεκτρικό και νερό. Σε ό,τι αφορά τις μετανάστριες, οι επιπτώσεις είναι ακόμη βαρύτερες, καθώς η απώλεια της απασχόλησης στις προσωπικές υπηρεσίες και τη φροντίδα συνεπάγεται, όπως γνωρίζουμε, και απώλεια νομιμοποιητικών εγγράφων.

Πρόκειται για επιπτώσεις της κρίσης που δεν μετράει η στατιστική, στην Ελλάδα και διεθνώς, υποτιμώντας έτσι τόσο την εργασία των γυναικών όσο και τις επιπτώσεις της κρίσης. Η υποτίμηση δε, προκύπτει όχι από κάποια «αστοχία» τεχνικών, αλλά από τον ίδιο τον ορισμό της εργασίας/ανεργίας, από τον οποίο αποκλείονται πολλά πεδία δραστηριοποίησης και ανάλωσης χρόνου και δουλειάς. Αναφέρομαι εδώ στην (απλήρωτη) εργασία φροντίδας, στη «βοήθεια» σε οικογενειακές επιχειρήσεις, στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, στην άτυπη απασχόληση και πολλά ακόμη. Αν όμως η στατιστική δεσμεύεται από τις συμβάσεις των ορισμών της, θα περίμενε κανείς από τη ΓΓΙΦ μια συνθετότερη προσέγγιση, πέρα από τη γοητεία των αριθμών, ιδιαίτερα στους δύσκολους καιρούς, όπου η ισότητα των φύλων (κινδυνεύει να) πέφτει στα αζήτητα της πολιτικής.

* Η Ντίνα Βαΐου είναι καθηγήτρια στο ΕΜΠ

Πηγή: Αυγή