feminism 2

της Ιουλίας Λειβαδίτη

Ο όρος πολυπολιτισμικότητα, στην κοινή του χρήση, αναφέρεται στο γεγονός ότι σε μια κοινωνία μπορεί να συνυπάρχουν άτομα από διαφορετικό εθνο-πολιτισμικό και θρησκευτικό υπόβαθρο. Όμως, η πολυπολιτισμικότητα, σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής και ανάλυσης, αναφέρεται σε ένα πολιτικό πρόγραμμα που αξιώνει θεσμική αναγνώριση των διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων ή/και διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των μειονοτικών πολιτισμικών ομάδων από την πολιτεία. Στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο, κάθε συζήτηση για την «πολυπολιτισμικότητα» αναφέρεται κυρίως στα θέματα πολιτισμικής συστέγασης των μουσουλμανικών πληθυσμών που έχουν μεταναστεύσει πρόσφατα στην Ευρώπη και σε αυτή τη διάσταση θα επικεντρωθούμε και εδώ. Στο πλαίσιο αυτό προκύπτει το λεγόμενο «πολυπολιτισμικό δίλημμα», δηλαδή η πιθανή ένταση μεταξύ αιτημάτων μειονοτικών παραδόσεων ή θρησκειών και του μοντέλου της ισότητας των δύο φύλων, που τυπικά τουλάχιστον έχουν ενστερνιστεί οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μια λύση στο δίλημμα αυτό είναι η απόρριψη οποιουδήποτε μειονοτικού αιτήματος θεωρείται ότι αποτελεί παραβίαση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να επιλύει άμεσα (στη θεωρία τουλάχιστον) ζητήματα όπως ο γάμος ανηλίκων ή η κλειτοριδεκτομή, δεν απαντά όμως σε άλλα θέματα που έχουν απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη και τις πολιτικούς επιστήμονες, όπως η μαντίλα στη Γαλλία ή  οι κανονισμένοι γάμοι στη Μεγάλη Βρετανία και την Ολλανδία.

Η κριτική που έχουν ασκήσει οι φεμινίστριες στην πολυπολιτισμικότητα επικεντρώνεται στις πολιτικές που αποδίδουν εξουσίες στην ηγεσία των μειονοτικών κοινοτήτων, θεσμοθετώντας έτσι τη δύναμη των γηραιότερων και ισχυρότερων ανδρών της κοινότητας, συχνά εις βάρος των γυναικών. Αυτή η κριτική εντάσσεται στην ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις «μειονότητες μέσα στις μειονότητες», η οποία αφορά, εκτός από τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τα άτομα με αναπηρία, τα παιδιά ή τους φτωχούς και έχει ως κεντρικό επιχείρημα τη θέση ότι ορισμένες πολυπολιτισμικές πολιτικές τελικά μπορεί να ενισχύουν τις υπάρχουσες ανισότητες ισχύος εντός μιας μειονοτικής κοινότητας. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι αυτή η κριτική δεν αρνείται ότι οι μειονοτικές ομάδες βρίσκονται όντως σε αδύναμη κοινωνικο-οικονομική θέση και πως θα πρέπει να αλλάξουν νόμοι και θεσμοί προς την κατεύθυνση αναγνώρισης και ένταξης αυτών των ομάδων στην κοινωνία. Το θέμα είναι ποιες είναι οι κατάλληλες δημόσιες πολιτικές, δηλαδή οι συμβατές με την προαγωγή της ισότητας των φύλων.

Ένας τρόπος να αποφευχθεί η ενίσχυση των ανισοτήτων εντός των μειονοτικών κοινοτήτων, είναι, σύμφωνα με την πολιτική επιστήμονα Anne Ρhillips, οι θρησκευτικές ή πολιτιστικές ομάδες να μην μπορούν να διεκδικούν αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διευθέτηση θεμάτων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μελών τους, καθώς οι θρησκευτικοί και εθιμικοί κανόνες τείνουν να ερμηνεύονται με τρόπο επιζήμιο για τις γυναίκες[1]. Στο πλαίσιο αυτό όμως -σύμφωνα πάντα με την Anne Ρhillips, αν μια γυναίκα επιθυμεί η ίδια να ζήσει σύμφωνα με παραδοσιακούς/θρησκευτικούς κανόνες, η κεντρική πολιτεία οφείλει να σεβαστεί την επιλογή της, ακόμα και αν θεωρείται επιζήμια για την ίδια.

Εδώ προκύπτει το ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης και της προσαρμοστικότητας των επιλογών μας και του πώς μπορούμε να γνωρίζουμε αν η επιλογή των γυναικών να ζήσουν σύμφωνα με παραδοσιακούς κανόνες είναι πραγματικά αυτόνομη και ελεύθερη και όχι προϊόν έμμεσων καταναγκασμών και επιρροών. Όπως έχει επισημάνει η φιλόσοφος Martha Νussbaum, «η συνήθεια, ο φόβος, η άγνοια, οι χαμηλές προσδοκίες και οι άδικες συνθήκες διαβίωσης παραμορφώνουν τις επιλογές των ανθρώπων, ή ακόμα και τις επιθυμίες τους για το πώς θέλουν να είναι η ζωή τους». Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν π.χ. η χρήση της μαντίλας από μια μουσουλμάνα είναι πλήρως αυτόνομη, όπως δεν μπορούμε να ξέρουμε ούτε αν η επιλογή μιας χριστιανής να ζήσει μια παραδοσιακά χριστιανική ζωή είναι απόλυτα ελεύθερη. Η επιρροή από το περιβάλλον δεν συνεπάγεται απαραίτητα εξαναγκασμό ή κάποιο είδος «ψευδούς συνείδησης». Σύμφωνα και με τον ορισμό περί αυτονομίας του φιλόσοφου Gerald Dworkin «δεν είναι ανάγκη να είσαι ο μοναδικός δημιουργός των πράξεών σου ούτε να έχεις καταλήξει στις αρχές σου και στα πιστεύω σου ανεπηρέαστος από το περιβάλλον σου για να θεωρηθείς ως αυτόνομος δρών».

Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν το ποιοι είμαστε και τι κάνουμε, όμως, τα τελευταία χρόνια ο πολιτισμός παρουσιάζεται ως ο πιο καθοριστικός και ο λιγότερο συμβατός με την αυτόνομη δράση, παράγοντας κυρίως για τα άτομα που προέρχονται από μη-Δυτικές ή μειονοτικές κουλτούρες.  Όπως σημειώνει η φεμινίστρια φιλόσοφος Uma Narayan, οι Δυτικές φεμινίστριες πολλές φορές υποπίπτουν στο σφάλμα ενός απόλυτου δυαδικού διαχωρισμού μεταξύ Δυτικού και μη-Δυτικού πολιτισμού, προϋποθέτοντας ότι οι γυναίκες από μειονοτικές κοινότητες πειθαναγκάζονται από θρησκευτικές και πολιτισμικές πιέσεις σε τέτοιο βαθμό που να έχουν απολέσει την αυτονομία τους. Η Phillips, σε αυτόν τον λόγο περί «προστασίας» των γυναικών που ανήκουν σε πολιτισμικές μειονότητες εντοπίζει δυο προβληματικές θέσεις: πρώτον, ότι γίνεται μια αξιολογική ιεράρχηση των πολιτισμών (ο κυρίαρχος, ο «δικός μας» είναι ανώτερος, λιγότερο πατερναλιστικός και πατριαρχικός από τον μειονοτικό) και δεύτερον, ότι ενισχύονται τα στερεότυπα σχετικά με τη γυναικεία συμπεριφορά εν γένει (γίνεται  αντιληπτή ως παθητική και ετεροκαθοριζόμενη).

Δεν μπορούμε να προϋποθέτουμε λοιπόν ότι οι γυναίκες από συγκεκριμένους πολιτισμούς στερούνται αυτενέργειας, όμως η δυνατότητα καταπίεσης εξακολουθεί να υπάρχει και να βαραίνει περισσότερο τις γυναίκες που υφίστανται πολλαπλές περιθωριοποιήσεις. Ο τρόπος για να εξασφαλίσει η πολιτεία τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία και ελευθερία επιλογών για τις γυναίκες αυτές δεν είναι να επιβάλλει καθολικές και  a priori απαγορεύσεις[2], αλλά να εισάγει θεσμικά μέτρα για  την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ενδυνάμωση των γυναικών. Η πολιτεία πρέπει, μεταξύ άλλων, να προωθήσει την ουσιαστική συμμετοχή των γυναικών των μειονοτικών ομάδων στις διαβουλεύσεις με το κεντρικό κράτος, να τους εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους και πραγματικές εκπαιδευτικές και  επαγγελματικές δυνατότητες, να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών υπηρεσιών και της σχολικής εκπαίδευσης σε θέματα ισότητας των φύλων, να ενημερώνει τις γυναίκες για τα δικαιώματά τους και να ενισχύει τα μειονοτικά γυναικεία υποστηρικτικά δίκτυα.

Στην Ευρώπη, παρά τις διάφορες συντηρητικές κορώνες, οι πολιτικές πολυπολιτισμικότητας που έχουν εφαρμοστεί είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Ακόμα και στη Βρετανία, όπου έχουν εισαχθεί κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις για τη πολυπολιτισμική συστέγαση, η πολυπολιτισμικότητα ποτέ δεν αποτέλεσε επίσημη κρατική πολιτική. Παρά τα προβληματικά σημεία που παρουσιάσαμε παραπάνω, πρέπει να μας προβληματίσει ότι συχνά η επίκληση των προβλημάτων ή αποτυχιών της πολυπολιτισμικότητας αποτελεί έναν τρόπο επανεισαγωγής του ρατσιστικού λόγου στην πολιτική ατζέντα, μιας και η ξεκάθαρη αναφορά σε θέματα φυλετικής κατωτερότητας ή «μη-συμβατότητας» έχει ιδεολογικά απονομιμοποιηθεί. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η δημόσια συζήτηση για τη διακρισιακή μεταχείριση των γυναικών, ως ένα θέμα που αφορά αποκλειστικά ή κυρίως τους «άλλους» πολιτισμούς.

Άτομα και φορείς που κατά τ’ άλλα αδιαφορούν πλήρως για την έμφυλη ισότητα εκφράζουν έντονη ανησυχία για τη δυνητικά μειονεκτική θέση των Μουσουλμάνων γυναικών στην Ευρώπη. Όμως, αυτή η ανησυχία συχνά εξυπηρετεί άλλους σκοπούς και χρησιμοποιείται όχι για την υπεράσπιση των γυναικών αυτών, αλλά ως  επιχείρημα-διαπίστωση για την κατωτερότητα ή την αδυναμία προσαρμογής των μουσουλμανικών κοινοτήτων στις «ευρωπαϊκές» αξίες. Τέτοιες απόλυτες διαπιστώσεις, πέρα από ρατσιστικές και διχαστικές, έρχονται και σε αντίθεση με την πραγματικότητα, καθώς βλέπουμε ότι σε πολλές χώρες αναπτύσσονται μουσουλμανικές γυναικείες οργανώσεις και κινήματα που προωθούν φεμινιστικές ερμηνείες του Ισλάμ. Πέραν τούτου, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όχι μόνο το Ισλάμ, αλλά όλες οι θρησκείες και βασικά, οι περισσότεροι θεσμοί που μας περιβάλλουν είναι καταρχάς πατριαρχικοί. Όσοι από αυτούς τους θεσμούς έχουν αλλάξει, έστω και ελάχιστα, άλλαξαν επειδή οι γυναίκες πάλεψαν με νύχια και με δόντια για αυτό. Πρέπει να αποσυνδέσουμε το διάλογο υπέρ της έμφυλης ισότητας από την παραπάνω ρατσιστική και αντι-μεταναστευτική ατζέντα, ενώ συνεχίζουμε παράλληλα να αγωνιζόμαστε για την ισότητα σε όλα τα πολιτισμικά πλαίσια.

 

Βιβλιογραφία:

Dworkin, Gerald. The Theory and Practice of Autonomy. ΝέαΥόρκη: Cambridge University Press, 1988.

Narayan, Uma. “Essence of a Culture and a Sense of History: A Feminist Critique of Cultural Essentialism”. Hypatia 13, ν.2 (1998): 86-104.

Nussbaum, Martha C. Φύλο και Κοινωνική Δικαιοσύνη. Αθήνα: Εκδόσεις SCRIPTA, 2005.

Shachar, Ayalet. Multicultural Juristictions: Cultural Differences and Women´s Rights.Cambridge: Cambridge University Press, 2001.

Phillips, Anne. Multiculturalism Without Culture. Princeton Universtiy Press, 2009.

 

Σημειώσεις:

[1] Όπως συμβαίνει με το καθεστώς που διέπει την θέση του Μουφτή στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με το οποίο οι Ελληνίδες μουσουλμάνες της περιοχής υπάγονται υποχρεωτικά και αποκλειστικά στη δικαιοδοσία θρησκευτικού δικαστηρίου για θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Για περισσότερα σχετικά με το αυτό το θέμα βλ. Ιουλία Λειβαδίτη, «Φεμινιστικές Κριτικές της Πολυπολιτισμικότητας», Σύγχρονα Θέματα, Τεύχος 117, Απρίλιος-Ιούνιος 2012.

[2] Οι καθολικές και  a priori απαγορεύσεις έχουν νόημα όταν βλάπτεται η σωματική ακεραιότητα των ατόμων ή/και η ευζωία των ανηλίκων, όπως στις περιπτώσεις της κλειτοριδεκτομής και του γάμου ανηλίκων.