του Γιάννη Κοντού

Με υποδειγματικές ερμηνείες από τις πρωταγωνίστριες (Κάρεϊ Μάλιγκαν, Χέλενα Μπόναμ-Κάρτερ, Αν-Μαρί Νταφ) και συνυφαίνοντας δεξιοτεχνικά το προσωπικό με το πολιτικό, η ταινία της Sarah Gavron Οι Σουφραζέτες επιχειρεί να αφηγηθεί τις ιστορίες των καθημερινών γυναικών που ενεπλάκησαν στο κίνημα των Σουφραζετών. Η ταινία είχε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό της περσινής Μπερλινάλε και προβάλλεται για δεύτερη βδομάδα στους κινηματογράφους. Με αυτήν την αφορμή, είχα μια διαφωτιστική κουβέντα με την σκηνοθέτρια.

Πώς γεννήθηκε η ανάγκη να ασχοληθείς με το συγκεκριμένο θέμα στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία;

Ήθελα να κάνω την ταινία επί πολλά χρόνια. Πάνω από 10, νομίζω. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το ζήτημα δεν είχε ποτέ αποτυπωθεί σε ταινία και υπήρχε αυτή η πραγματικά εκπληκτική ιστορία, όχι ευρέως γνωστή στη Μεγ. Βρετανία, παρότι πρόκειται για δικό μας κίνημα. Ακόμη κι αν μιλήσεις με φοιτητές, γνωρίζουν μόνο μερικές λεπτομέρειες κι εγώ δεν το διδάχτηκα στο σχολείο. Μόνο όταν ξεκίνησα να διαβάζω γι’ αυτό και μέσα από την έρευνα συνειδητοποίησα πως υπήρχαν αυτές οι γυναίκες, που θυσίασαν τόσα γι’ αυτόν το σκοπό, πήγαν φυλακή, έκαναν απεργίες πείνας, υπέστησαν αναγκαστική σίτιση, αντιμετώπισαν τεράστια βαναυσότητα στα χέρια της αστυνομίας και έχασαν δουλειές, σπίτια και οικογένειες, φάνταζε συναρπαστική, μια ιστορία που χρειαζόταν να ειπωθεί: όχι μόνο γιατί είναι ένα κριτικό κομμάτι της δικής μας ιστορίας, το οποίο πραγματικά είχε αντίκτυπο σε και άλλαξε την πορεία των ζωών μας σήμερα, αλλά και γιατί έχει απήχηση στις μέρες μας. Καθώς πραγματοποιούσαμε την έρευνα, καθίστατο, όλο και περισσότερο, παράξενα επίκαιρη. Την ίδια στιγμή, ανακαλύπταμε αυτές τις επιχειρήσεις αστυνομικής παρακολούθησης που διεξάγονταν εναντίον των σουφραζετών κι έπειτα διαβάζαμε στις εφημερίδες για την αστυνομική παρακολούθηση σήμερα, μετά για τον ακτιβισμό. Έμοιαζε να αντηχεί πολλά παγκόσμια γεγονότα. Επίσης, όπως ξέρουμε, αν και έχουμε μια πιο ισότιμη κοινωνία απ’ ότι πριν 100 χρόνια στη Μεγ. Βρετανία, υπάρχουν χώρες στον κόσμο, όπου οι γυναίκες μάχονται για βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, η ιστορία ήταν καίρια.

Πόσο καιρό διεξήγαγες έρευνα για το θέμα της ταινίας;

Αφιερώσαμε περίπου 6 χρόνια.

Πολύς καιρός!

Οι ταινίες χρειάζονται πολύ καιρό, έτσι κι αλλιώς! Κινηθήκαμε προς πολλά διαφορετικά «μονοπάτια», πριν αποφασίσουμε ποιο θα ακολουθήσουμε. Θα έπρεπε να είναι μια ταινία για την Emmeline Pankhurst; Σε ποιες γυναίκες, ποια περίοδο θα έπρεπε να εστιάσουμε; Καθώς το κίνημα είχε διάρκεια 50 χρόνων και ήταν χιλιάδες οι γυναίκες που ενεπλάκησαν σ’ αυτό, υπήρχαν, συνεπώς, πολλοί διαφορετικοί τρόποι να αφηγηθούμε αυτήν την ιστορία.

Γιατί, λοιπόν, αποφάσισες να εστιάσεις σε αυτούς τους χαρακτήρες, οι οποίοι, όπως αντιλαμβάνομαι, είναι εν μέρει βασισμένοι σε ιστορίες πραγματικών γυναικών και εν μέρει μυθοπλαστικοί;

Μας συνάρπασαν οι ιστορίες των γυναικών της εργατικής τάξης. Συχνά, οι ιστορίες των γυναικών έχουν περιθωριοποιηθεί στην ιστορία, γενικότερα, και εκείνες των γυναικών της εργατικής τάξης ακόμη περισσότερο. Όταν, λοιπόν, διαβάσαμε τις περιγραφές αυτών των γυναικών, που ήταν φτωχές, δούλευαν σε εργοστάσια, ενεπλάκησαν στο κίνημα και πραγματικά πέτυχαν πολλά από άποψη ακτιβισμού, οι φωνές τους ηχούσαν πολύ σύγχρονες. Επιπλέον, καταπιάνονταν με ζητήματα άνισης πληρωμής, δικαιωμάτων κηδεμονίας για τα παιδιά τους και σεξουαλικής κακοποίησης στο χώρο δουλειάς. Μου φάνηκε πως αυτή ήταν μια ενδιαφέρουσα και προσιτή εισαγωγή στο ζήτημα σε ό,τι αφορά ένα σύγχρονο κοινό, περισσότερο από το να αφηγηθώ την ιστορία μιας μορφωμένης γυναίκας της ελίτ, όπως η Pankhurst. Θέλαμε να αφηγηθούμε την ιστορία της καθημερινής γυναίκας, να ακολουθήσουμε το ταξίδι της και να το συνδέσουμε με τους ανθρώπους σήμερα. Ό,τι συμβαίνει στην Maud, την πρωταγωνίστρια, συμβαίνει σε γυναίκες, για τις οποίες διαβάσαμε. Δημιουργήσαμε ένα σύνθετο χαρακτήρα, με στοιχεία από ορισμένες διαφορετικές γυναίκες, χωρίς να περιοριστούμε υπερβολικά από την ιστορία ενός μόνο ατόμου.

Υποθέτω πως η ταινία σου είναι αρκετά ακριβής από ιστορικής άποψης.

Ναι, πολύ ακριβής. Συνεργαστήκαμε με πολλούς ιστορικούς συμβούλους, ιστορικούς που έχουν δουλέψει πάνω στο θέμα για περισσότερα από 30 χρόνια.

Γιατί αποφάσισες να διαλέξεις τις Κάρεϊ Μάλιγκαν, Χέλενα Μπόναμ-Κάρτερ και Αν-Μαρί Νταφ ως τις πρωταγωνίστριές σου; Σχετικά, δε, με την Μέριλ Στριπ, που υποδύεται την Emmeline Pankhurst, σε προβλημάτισε μήπως η παρουσία της εξέτρεπε την προσοχή του κοινού από την ίδια την ιστορία, ή νόμισες ότι θα προσέλκυε περισσότερο ενδιαφέρον για την ταινία σου;

Από άποψη casting, εκείνες ήταν οι ηθοποιοί που ήθελα πολύ στην ταινία και αντιπροσωπεύουν μια εκλεκτική γκάμα των ηθοποιών που έχουμε. Ήθελα να δουλέψω με την Κάρεϊ Μάλιγκαν στη συγκεκριμένη ταινία. Ήταν απολύτως κατάλληλη γι’ αυτόν το ρόλο. Είναι μια ηθοποιός που μπορεί να «κατοικήσει» ένα χαρακτήρα με τόση αληθοφάνεια, «γράφει» τόσο πολύ στην οθόνη. Ήταν η πρώτη που προσεγγίσαμε, μας είπε το «ναι» και ήμουν χαρούμενη που την είχαμε στην ταινία. Έπειτα, «χτίσαμε» το υπόλοιπο cast γύρω της. Ήταν, επίσης, συναρπαστικό να έχουμε την Χέλενα Μπόναμ-Κάρτερ σε ένα ρόλο που δεν την βλέπουμε να συνήθως να υποδύεται. Έχει κι αυτήν την παράξενη και προσωπική σύνδεση με την ιστορία, καθώς είναι η δισέγγονη του Χέρμπερτ Άσκουιθ, πρωθυπουργού της Μεγ. Βρετανίας των καιρό των σουφραζετών. Κι έπειτα, η Αν-Μαρί Νταφ είναι μια από εκείνες τις ηθοποιούς που είναι πολύ αληθοφανείς, επίσης. Ηχούσε ενδιαφέρον να δουλεύουν όλες αυτές οι γυναίκες μαζί, ως σύνολο.

Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία του casting για το ρόλο της  Emmeline Pankhurst, μιας εμβληματικής φυσιογνωμίας, η οποία στην ταινία εμφανίζεται μόνο σε μια σκηνή, συζητήσαμε για το ποια θα μπορούσε να τον υποδυθεί. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να βρούμε μια εμβληματική ηθοποιό, έτσι, πολύ σκόπιμα, διαλέξαμε την Μέριλ, γνωρίζοντας ότι, κατά κάποιο τρόπο, θα χρησιμοποιούσαμε τη δύναμή της ως star, όπως έκανε κι η Emmeline Pankhurst με τις γυναίκες εκείνον τον καιρό.

Έχει η ταινία σου δεχτεί αρνητική κριτική σε εγχώριο ή διεθνές επίπεδο;

Στη Μεγ. Βρετανία η κριτική την υποδέχτηκε καλά συνολικά και πραγματικά πήγε καλά εισπρακτικά, ήταν εμπορική επιτυχία. Ήταν μια δια-γενεακή κατάσταση, παρακολουθούσαν τις προβολές άτομα νεότερης και μεγαλύτερης ηλικίας. Πολλές νεαρές γυναίκες έγιναν περισσότερο συνειδητοποιημένες πολιτικά, αφότου είδαν την ταινία. Έλαβα, επίσης, πολλά μηνύματα, σύμφωνα με τα οποία ήταν η πρώτη φορά που είχαν ακούσει χειροκροτήματα σε σινεμά. Με εντυπωσίασε που άκουσα κάτι τέτοιο. Στη Μεγ. Βρετανία είμαστε αρκετά συγκρατημένοι, ξέρεις, σπάνια χειροκροτούμε στο τέλος μιας ταινίας!

Στις Η.Π.Α., η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη. Νομίζω πως δεν είναι αμερικανική ιστορία, οι Αμερικανοί είχαν το δικό τους κίνημα την ίδια περίοδο- όμοιο, από ορισμένες απόψεις, διαφορετικό, από ορισμένες άλλες. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι εμείς ίσα που είχαμε έγχρωμες γυναίκες στη Μεγ. Βρετανία, ενώ στις Η.Π.Α., εξαιτίας της μετανάστευσης, υπήρχαν πολλές, που ενεπλάκησαν, επίσης, στο κίνημα. Και υπήρχε αυτός ο διαχωρισμός, η προκατάληψη, που διέτρεχαν το κίνημα, πως οι έγχρωμες αποκλείονταν, γεγονός, το οποίο χαρακτήριζε το αμερικανικό κίνημα. Έτσι, στις Η.Π.Α. το κοινό εκτίμησε την ταινία περισσότερο σε κάποιες περιοχές, λιγότερο σε άλλες, αλλά η ιστορία της δεν ήταν γνωστή, και, επίσης, δεν ήταν η αμερικανική ιστορία.

Ως πολιτικοποιημένος άνθρωπος και κινηματογραφίστρια, νομίζεις ότι οι επιθετικές τακτικές, όπως αυτές που χρησιμοποιήθηκαν από το κίνημα των Σουφραζετών, είναι αναγκαίες για ένα ταξικό, έμφυλο κίνημα, στον αγώνα του να κατακτήσει περισσότερα δικαιώματα;

Σίγουρα μπορώ να καταλάβω τι τις έκανε να στραφούν στην πολιτική ανυπακοή. Για 50 χρόνια, προσπαθούσαν να επιδράσουν στην αλλαγή μέσα από τη συνταγματική οδό, μέσα από διατύπωση αιτημάτων και ομιλίες, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Αυτές οι προσπάθειες κατέληξαν απλώς σε μια σειρά από αθετημένες υποσχέσεις από την πλευρά της κυβέρνησης και σε ένα επί της ουσίας μπλοκάρισμα από τον Τύπο, ο οποίος δεν ανέφερε τίποτα από όσα οι γυναίκες προσπαθούσαν να κάνουν. Μπορώ να αντιληφθώ πως αντιμετωπίστηκαν με αδιαλλαξία, η οποία τις οδήγησε να αναζητήσουν άλλους τρόπους να έρθουν σε επαφή με την κυβέρνηση. Κατά κάποιο τρόπο, «σκουντούφλησαν» πάνω στη μαχητική δράση. Αυτή η τεχνική σίγουρα είχε αντίκτυπο και προσέλκυσε προσοχή στο στόχο τους. Αυτό που είναι σημαντικό, κοιτάζοντας προς τα πίσω, επειδή η λέξη «τρομοκρατία» έχει χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τις ενέργειες αυτών των γυναικών, είναι ότι οι σύγχρονοι τρομοκράτες έχουν ως στόχο την ανθρώπινη ζωή, εκείνες ποτέ δεν είχαν έναν τέτοιο. Στόχευαν μόνο την ιδιοκτησία. Κανείς δεν πέθανε ως συνέπεια των ενεργειών τους, πέρα από μια δυο από τις ίδιες τις σουφραζέτες.

Κάποια σχέδια ή ιδέες για καινούρια ταινία;

Αυτή η ταινία υπήρξε το «μωρό» μου για πολύ καιρό. Αυτόν τον καιρό, δίνω πολλές διαλέξεις σε σχολεία, πανεπιστήμια, οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και θέλω να προκαλέσει συζητήσεις. Πέρα από αυτό, εξερευνώ, επίσης, την προοπτική δημιουργίας μιας καινούριας, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πω περισσότερα.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Sarah Gavron για την τηλεφωνική μας συνομιλία και την Sophie Glover, υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου της  Pathé UK, για την πολύτιμη συμβολή της στη διοργάνωσή της.

Η ταινία της Sarah Gavron Οι Σουφραζέτες προβάλλεται για δεύτερη βδομάδα στους κινηματογράφους.

Πηγή: hitandrun