της Ευαγγελίας Κιρκινέ

21.5.2007 «Ιερονομική άδεια γάμου παρθένος»

 «Η παρούσα είναι ιερονομική άδεια με την οποία βεβαιώνεται ότι η Μ…., παρθένος….δεν έχει κανένα νομικό ή ιερονομικό κώλυμα για να τελέσει το γάμο της μετά του Ο….Η εμπρόθεσμη δωρεά αιτήσεως λύσεως γάμου μόνον 61 χρυσές λύρες»[1]

Όχι, το απόσπασμα αυτό δεν είναι από κάποια οπισθοδρομική Σαουδική Αραβία ή από το Πακιστάν. Είναι από την Ελλάδα και πιθανώς δεν υπάρχει άλλη επίσημη πράξη στην ελληνική επικράτεια που να έρχεται σε τέτοια κατάφωρη αντίθεση με το Ελληνικό Σύνταγμα , άρθρο 4, παράγ. 1 και το οποίο ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Στη Θράκη όμως εφαρμόζεται η σαρία (το μονοπάτι που οδηγεί στην πηγή), το εθιμικό ισλαμικό δίκαιο,  η οποία συνιστά την απόλυτη έκφραση της θεσμοποιημένης έμφυλης ανισότητας. Με την εφαρμογή του αναχρονιστικού αυτού νομικού απολιθώματος συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα  γυναικών και παιδιών παραβιάζονται, ισονομία και ισοπολιτεία καταστρατηγούνται, διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις καταπατούνται.

Αυτό το φονταμενταλιστικό νομικό κατάλοιπο που λέγεται σαρία  δεν βρίσκει εφαρμογή σε κανένα από τα 27κράτη μέλη της ΕΕ, σε κανένα από τα 46 του Συμβουλίου της Ευρώπης ούτε στις χώρες εκείνες που σχηματίστηκαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στις οποίες ζουν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί ούτε βέβαια και στην Τουρκία όπου έχει καταργηθεί από το 1926. Εννοείται ότι σε κανένα άλλο κοσμικό (!) κράτος της Ευρώπης δεν υπάρχει περίπτωση να επιτραπεί η υποκατάσταση του αστικού του κώδικα, του κοσμικού της δικαίου, από τον Ιερό νόμο οποιασδήποτε θρησκείας[2]. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει και καμία χώρα που να επιτρέπει την άσκηση δικαστικής εξουσίας από ένα θρησκευτικό λειτουργό (χωρίς νομικές γνώσεις), το Μουφτή. Υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα δεσμεύεται από τη Συνθήκη της Λωζάνης ως προς την εφαρμογή της σαρία ή την αναγνώριση του μουφτή ως ιεροδίκη, έγκριτοι νομικοί όμως υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν  ευσταθεί. Πουθενά η Συνθήκη δεν περιέχει τέτοια ρητή δέσμευση. Σύμφωνα με το άρθρο 42, η Ελλάδα οφείλει να σέβεται τα έθιμα της μειονότητας ως προς τις οικογενειακές υποθέσεις των μελών της[3] χωρίς να ορίζονται οι τρόποι με τους οποίους αυτό θα εφαρμοστεί.

Η σαρία ρυθμίζει μία σειρά ζητημάτων που αφορούν οικογενειακές και κληρονομικές υποθέσεις και την δικαιοδοσία  επί των θεμάτων αυτών την ασκεί ο μουφτής. Υποτίθεται δε ότι οι αποφάσεις του μουφτή ελέγχονται ως προς τη συνταγματικότητά τους από το Πρωτοδικείο. Σχετική έρευνα όμως αποκαλύπτει ότι σε ένα σύνολο χιλιάδων αποφάσεων των δύο τελευταίων δεκαετιών μόνο μία (!) κρίθηκε αντισυνταγματική επί της ουσίας[4] ενώ πλήθος άλλων παραβίαζαν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Ας δούμε όμως τι προβλέπει η σαρία για τα ζητήματα τα οποία ρυθμίζει και γιατί η εφαρμογή της συνιστά καταπάτηση συνταγματικών διατάξεων και διεθνών υποχρεώσεων της χώρας μας. Και η καταπάτηση αυτή συντελείται εν έτει 2014 σ΄ένα ευρωπαϊκό κράτος!

Η σαρία ορίζει σχετικά με το γάμο μουσουλμάνων

  • ο άνδρας μουσουλμάνος δικαιούται να παντρευτεί μη μουσουλμάνα, ενώ η γυναίκα όχι
  • επιτρέπεται καταρχήν η πολυγαμία για τον άντρα (πλέον μόνον «όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι»)
  • το δικαίωμα στο χωρισμό ασκείται μόνο από τον άντρα. Η γυναίκα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχει δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο (σχιζοφρένεια, στειρότητα, εγκατάλειψη)
  • ο άντρας πληρώνει ένα ποσό για τη νύφη “ως εγγύηση” το οποίο και επιστρέφει αν τη χωρίσει
  • μέχρι το 2002 επιτρεπόταν οι γάμοι δια αντιπροσώπων
  • επιτρέπονται οι γάμοι ανηλίκων (από 12 ετών)
  • η επιμέλεια των παιδιών ρυθμίζεται αυτόματα και όταν το αγόρι γίνει 7 και το κορίτσι 9 αυτή περνάει από τη μητέρα στον πατέρα και τον παππού από την πλευρά του πατέρα. Αν η μητέρα θεωρηθεί υπεύθυνη για τη διάλυση του γάμου, τότε η επιμέλεια των παιδιών περνάει κατευθείαν στον πατέρα (ή στη μητέρα του πατέρα). Αν ξαναπαντρευτεί, η μητέρα χάνει την επιμέλεια των παιδιών της οριστικά.
  • στην κληρονομιά, οι γιοι λαμβάνουν το διπλάσιο μερίδιο από τις αδερφές τους και η σύζυγος παίρνει μόνο το 1/8. Όταν υπάρχουν μόνο κόρες κληρονόμοι τότε συμμετέχουν στη νομή της κληρονομιάς άνδρες συγγενείς, ενώ αν δεν υπάρχουν καθόλου παιδιά  και ο πατέρας του αποθανόντος είναι εν ζωή, αυτός θα πάρει τα 3/4 της κληρονομιάς, περιορίζοντας το μερίδιο της συζύγου στο 1/4.

Είναι προφανές ότι οι ρυθμίσεις αυτές παραβιάζουν τα διεθνώς κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών. Επιπλέον να επισημανθεί ότι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων από το μουφτή δεν θεωρείται απαραίτητη η παρουσία των διαδίκων (συνήθως των γυναικών) έτσι πολλές αποφάσεις παίρνονται χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών στη διαδικασία, επομένως χωρίς να έχουν δικαίωμα αντίλογου και δυνατότητα πρόσβασης στην απόφαση διότι αυτή  δημοσιεύεται στην Οθωμανική γλώσσα η οποία είναι άγνωστη για όλους/ες. Το δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη καταστρατηγείται και αυτό μαζί με τα δικαιώματα στην ισονομία και την ισοπολιτεία.

Φεμινιστικές οργανώσεις και ελάχιστοι πολιτικοί χώροι[5] έχουν θέσει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της κατάργησης του θεοκρατικού αυτού νομικού καταλοίπου αλλά η έκκληση αυτή γίνεται “εις ώτα μη ακουόντων”. Τόσο η πολιτεία όσο και η συντηρητική ελίτ ης μειονότητας  για διαφορετικούς λόγους η κάθε πλευρά (με κοινή όμως στόχευση τον έλεγχο και τη χειραγώγηση του μειονοτικού πληθυσμού) συντηρούν αυτό το καθεστώς εντείνοντας την περιθωριοποίηση και τη γκετοποίηση της κοινότητας  και νομιμοποιώντας  την παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δύο είναι τα κεντρικά επιχειρήματα υπέρ της εφαρμογής της σαρία (πέρα από τη Συνθήκη της Λωζάνης) τα οποία όμως συχνά αναιρούνται από τους ίδιους τους φορείς τους. Το πρώτο σχετίζεται με την άποψη ότι η σαρία συνιστά έκφραση του σεβασμού του πολιτισμού και της παράδοσης της μειονότητας και το δεύτερο ότι τα μέλη της μειονότητας έχουν την επιλογή να προσφύγουν στα αστικά δικαστήρια για τις υποθέσεις τους εφόσον το επιθυμούν. Το πόσο προσχηματικός και υποκριτικός είναι ο λόγος περί σεβασμού του πολιτισμού της μειονότητας και πόσο ψευδεπίγραφη η  δυνατότητα επιλογής των αστικών δικαστηρίων το αποδεικνύουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τόσο η ίδια η πολιτεία και οι παράγοντές της όσο και η δικαιοσύνη με τις αποφάσεις της. Πιο συγκεκριμένα πριν λίγες ημέρες αποφασίστηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση των μουφτήδων, η κωδικοποίηση και μετάφραση της σαρία στα ελληνικά και στα αραβικά προς διευκόλυνση του δικαιοδοτικού έργου των ιεροδικών[6]. Η κίνηση αυτή, η οποία σαφώς ενισχύει και στηρίζει πολιτικά το καθεστώς της εφαρμογής του ισλαμικού νόμου στη Θράκη, παρουσιάστηκε από το υπουργείο και από τα ΜΜΕ ως μία εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων της μειονότητας. Παράγοντας όμως του ίδιου υπουργείου, και συγκεκριμένα ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας Γιώργος Καλαντζής, τον περασμένο Νοέμβριο στο συνέδριο «Η Συνθήκη της Λωζάνης 90 χρόνια μετά: οι μειονοτικές ρυθμίσεις» που διοργανώθηκε στην Κομοτηνή από το ΕΛΙΑΜΕΠ και το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης των Παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη απαίτησε, εκβιάζοντας με την αποχώρησή του, από ομιλητή της μειονότητας να κάνει την εισήγησή του στα ελληνικά και όχι  στη μητρική του γλώσσα, τα τουρκικά, πράγμα  το οποίο δυστυχώς δέχθηκε η οργανωτική επιτροπή[7]. Είναι λοιπόν παραπάνω από εμφανής η επιλεκτική έκφραση του «σεβασμού» στα δικαιώματα της μειονότητας η οποία εξαρτάται από το εκάστοτε  πολιτικό διακύβευμα. Αντίστοιχα και ό,τι αφορά το δεύτερο επιχείρημα περί δυνατότητας επιλογής της μειονότητας για προσφυγή στα αστικά δικαστήρια έρχεται ο ίδιος ο Άρειος Πάγος με απόφασή του να ακυρώσει επί της ουσίας την όποια τυπική ισχύ αυτού του δικαιώματος. Πιο συγκεκριμένα,  τον περασμένο Νοέμβριο ο Άρειος Πάγος για υπόθεση μέλους της μειονότητας, το οποίο είχε επιλέξει να συντάξει δημόσια διαθήκη σύμφωνα με το δικαίωμά του το οποίο απορρέει από το ελληνικό αστικό δίκαιο, αποφάνθηκε ότι ως μειονοτικός οι υποθέσεις του διέπονται από και πρέπει να ρυθμιστούν σύμφωνα με  τις αρχές της σαρία[8]. Άρα η δημόσια διαθήκη του ακυρώνεται από το ανώτερο δικαστήριο του «κοσμικού» μας κράτους και παρακάμπτεται με τον πιο προκλητικό -για μια δημοκρατία- τρόπο η βούληση και η επιθυμία μέλους της μειονότητας στον πολιτισμό της οποίας υποτίθεται μέσω της σαρία αποδίδεται σεβασμός. Δε μιλάμε λοιπόν για επιλογή αλλά για ξεκάθαρη επιβολή και μάλιστα με δικαστική επικύρωση. Τα νεώτερα για την υπόθεση (ακόμη μία καταδίκη για την Ελλάδα μάλλον) θα τα μάθουμε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όπου προσέφυγε φυσικά η σύζυγος του θανόντος. Και όλα αυτά δεν συμβαίνουν στα χρόνια και στους τόπους του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς αλλά στην Ευρώπη του 2014 η οποία Ευρώπη νίπτει τα χείρας της και πετάει το μπαλάκι στην ελληνική κυβέρνηση. Η απροθυμία της ελληνικής πολιτείας  να εφαρμόσει ενιαίο δίκαιο για όλους/ες τους/τις πολίτες/ιδες της και να προασπίσει τα δικαιώματα γυναικών και παιδιών, να πράξει δηλαδή το αυτονόητο για ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, συνιστά άλλη μια πηγή αισχύνης  για τον πολιτισμό και την (παραπαίουσα  έτσι κι αλλιώς) δημοκρατία μας.

 


[4] Κτιστάκις Γιάννης, 2006, «Ιερός Νόμος του Ισλάμ και μουσουλμάνοι έλληνες πολίτες. Μεταξύ κοινοτισμού και φιλελευθερισμού», Εκδόσεις Σάκκουλα: Αθήνα-Θεσσαλονίκη