της Ντίνας Βαΐου*

Όσο προχωράμε βαθύτερα στην κρίση, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι τα μέτρα της νεοφιλελεύθερης υποτιθέμενης «διάσωσής» μας είναι τελικά ο στόχος. Στο πλαίσιο που διαμορφώνει ο καταιγισμός αυτών των όλο και πιο επαχθών μέτρων, αφ’ ενός καθιερώνεται και ενδυναμώνεται ένας κυρίαρχος λόγος που εστιάζει αποκλειστικά στις μακροοικονομικές πλευρές της κρίσης, οι οποίες μάλιστα αποτελούν διακυβεύματα μεταξύ «ειδικών»/ τεχνοκρατών, αποκομμένα από τη σφαίρα της πολιτικής διαπραγμάτευσης. Αφ’ ετέρου νομιμοποιείται η ιδέα της μίας και μοναδικής οδού (νεοφιλελεύθερης) «διάσωσης» μέσα από τη λιτότητα, την ύφεση και την τιμωρητική ρύθμιση της φτώχειας και του αποκλεισμού που αυτή η ίδια η διάσωση παράγει. Τα δικαιώματα και οι διεκδικήσεις θεωρούνται «κατάλοιπα του παρελθόντος», αν όχι τρομοκρατικά διαβήματα, ενώ είναι περισσότερο από αισθητή μια αυξανόμενη συντηρητικοποίηση, μέρος της οποίας είναι και η υιοθέτηση και προβολή ακραίων έμφυλων προτύπων, συμπεριφορών και λόγου και η έξαρση του σεξισμού που θα συζητήσουμε στο σημερινό Κρίση-μο Σεμινάριο.

Πολλές εκφάνσεις του σεξισμού μπορεί να εντοπίσει κανείς στην πολύπλευρη βία κατά των γυναικών στον ιδιωτικό και το δημόσιο χώρο, στις συνθήκες και τους όρους πρόσβασης/αποκλεισμού από την αγορά εργασίας, στην περιθωριοποίηση κάθε έμφυλης διεκδίκησης εν ονόματι των «μεγάλων και γενικών» προβλημάτων της κοινωνίας, αλλά και στις καθημερινές πρακτικές και συζητήσεις. Σε όλα τα παραπάνω η επίδραση της κρίσης είναι καταλυτική. Ακόμη και η πιο επιπόλαιη περιήγηση στα ΜΜΕ (έντυπα και ηλεκτρονικά) δίνει πλούσιο υλικό για όλα τα παραπάνω, ενώ δεν λείπουν και οι τεκμηριωμένες αναλύσεις για τις έμφυλες επιπτώσεις της κρίσης στην εργασία, την ανεργία, τα ασφαλιστικά, την κακοποίηση, την παρενόχληση στην εργασία, τον σεξιστικό λόγο των πολιτικών, συνδικαλιστών, δημοσιογράφων κλπ (βλ. την αρθρογραφία  της Μαρίας Καραμεσίνη, τη δουλειά για τις συζυγοκτονίες στο feministnet, το fylosykis.gr και πολλές άλλες συνεισφορές, τα κείμενα της Α. Ψαρρά, της Ε. Αβδελά, της Α. Αθανασίου και πολλών άλλων).

Στη σύντομη παρουσίασή μου όμως θέλω θα αναφερθώ σε ορισμένες λιγότερο φανερές ή εντελώς αθέατες πλευρές του σεξισμού που συνδέονται με τις «λεπτομέρειες της καθημερινότητας». Θα χρησιμοποιήσω ως σημείο εκκίνησης την απλήρωτη εργασία και φροντίδα των ηλικιωμένων και τις αναδιαρθρώσεις της. Και θα εστιάσω σε όλες εκείνες τις πρακτικές που θεωρούνται ταπεινές, επαναλαμβανόμενες, αυτονόητες και σε κάθε περίπτωση ανάξιες θεωρητικού και πολιτικού προβληματισμού, ακόμη και στην Αριστερά. Η γενικευμένη σιωπή γύρω από τα ζητήματα αυτά απαξιώνει όχι μόνο τις ίδιες τις πρακτικές φροντίδας, αλλά και τα συγκεκριμένα εν-σώματα υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτές. Ταυτόχρονα όμως κανονικοποιεί και εμπεδώνει τον σεξισμό.

Ποιοι και πώς φροντίζουν;

Λίγα λόγια για τις αναδιαρθρώσεις της φροντίδας ηλικιωμένων – κι όχι μόνο – που προέρχονται από την εμπλοκή μου σε μια σειρά έρευνες για το φύλο της μετανάστευσης και από μια δουλειά σε εξέλιξη επαν-επίσκεψης ορισμένων από τις πληροφορήτριες των προηγούμενων ερευνών.

Στο τέλος της δεκαετίας 1990, το τότε Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας παραδεχόταν ότι η φροντίδα ηλικιωμένων στην Ελλάδα είναι μια «οικογενειακή υπόθεση». Αυτή η ρητή επιβεβαίωση ενός κοινού τόπου από επίσημα χείλη εμπεριείχε ταυτόχρονα και την απόκρυψη, κάτω από την ομπρέλλα της οικογένειας, μιας ακριβέστερης εικόνας: ο τεράστιος όγκος της εργασίας φροντίδας για τους ηλικιωμένους (κι όχι μόνο) πραγματοποιείται μέσα από την απλήρωτη εργασία των γυναικών μελών της, με δια-γεννεακούς καταμερισμούς εργασίας μεταξύ γυναικών, και, πιο πρόσφατα, μέσα από τη χαμηλά αμειβόμενη εργασία μεταναστριών, με εθνοτικούς καταμερισμούς εργασίας, και πάλι μεταξύ γυναικών.

Το λεγόμενο οικογενειοκεντρικό μοντέλο φροντίδας εμπεδώθηκε μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο ως ένα καίριας σημασίας συστατικό των νοτιο-ευρωπαϊκών κρατών πρόνοιας, στο πλαίσιο του οποίου η φροντίδα ηλικιωμένων, παιδιών, ανήμπορων μελών επιτελείται από τις γυναίκες της οικογένειας – ως αγάπη, προσφορά και φροντίδα – ενώ το κράτος αποτελεί «τελική καταφυγή» (carer of last resort), συμβάλλει δηλαδή επιλεκτικά και μέσω χρηματικών μεταβιβάσεων (κυρίως συντάξεων και επιδομάτων) και οριακά μόνο μέσω παροχής υπηρεσιών.

Αυτό το μοντέλο μπαίνει σε κρίση από τη δεκαετία 1990, ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού δημογραφικών και οικονομικών εξελίξεων:

– έχουμε μια γενική άνοδο των εισοδημάτων – για την οποία 20  χρόνια αργότερα ενοχοποιούμαστε συλλογικά…

– το προσδόκιμο ζωής έχει ανέβει και οι ηλικιωμένοι άνω των 80 ετών αποτελούν μια ομάδα του πληθυσμού που διευρύνεται – πράγμα που αυξάνει τη ζήτηση για φροντίδα [ο πληθυσμός άνω των 80 ετών φτάνει το 29% του πληθυσμού 15-64 ετών ή το 3,6% του συνολικού πληθυσμού και παρουσιάζει αύξηση 43% μεταξύ 2000 και 2010]

– οι γυναίκες στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες νοτιο-ευρωπαϊκές χώρες μπαίνουν δυναμικά στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, ενώ με δημογραφικούς όρους το βάρος της φροντίδας πέφτει δυσανάλογα στις πλάτες γυναικών στην ηλικία 45 με 55 ετών που βρίσκονται στην ακμή της εργασιακής τους διαδρομής.

Έτσι, καταγράφεται ένα χρόνιο «έλλειμμα φροντίδας», που από τις αρχές της δεκαετίας 1990 καλύπτεται από μεγάλο αριθμό μεταναστριών, οι οποίες εν μέρει υποκαθιστούν την απλήρωτη εργασία των γυναικών της οικογένειας. Αυτό αποτελεί μια διευθέτηση κοινωνικά πιο αποδεκτή από την «εγκατάλειψη» ενός ηλικιωμένου σε οίκο ευγηρίας. Ταυτόχρονα συμβάλλει στην αναπαραγωγή του οικογενειοκεντρικού μοντέλου φροντίδας, καθώς η φροντίδα παραμένει στο πλαίσιο της οικογένειας και αποτελεί αντικείμενο καταμερισμού εργασίας μεταξύ γυναικών, αυτή τη φορά ντόπιων και μεταναστριών, ενώ και πάλι οι άνδρες, σύμφωνα με όλες τις έρευνες της δεκαετίας 2000, γενικά δεν εμπλέκονται.

Αυτή η προσαρμογή της φροντίδας, μεταξύ οικογένειας, αγοράς και κράτους, στηρίζεται σε δύο πυλώνες:

(α) από τη μια στις συντάξεις, που, αν και χαμηλές γενικά, διαμορφώνουν τις υλικές δυνατότητες αυτής της διευθέτησης και

(β) από την άλλη στη χαμηλά αμειβόμενη εργασία των μεταναστριών, με ή χωρίς χαρτιά, που κάνει τις υπηρεσίες τους προσβάσιμες ακόμη και σε χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος νοικοκυριά σε όλη τη δεκαετία 1990 και 2000 και μέχρι την κρίση.

Η άφθονη προσφορά εργασίας από μετανάστριες συμβάλλει στην αύξηση της ζήτησης και μειώνει το έλλειμμα φροντίδας στην Ελλάδα (όπως και στην Ιταλία και την Ισπανία) – το μεταθέτει όμως στα νοικοκυριά των μεταναστριών, τόσο «εδώ», στην Ελλάδα, όσο και «εκεί», στους τόπους προέλευσης και οδηγεί σε δύσκολες και συχνά επώδυνες διευθετήσεις φροντίδας από απόσταση, σε δια-εθνικές προσαρμογές και καθημερινότητες που διαπερνούν τα εθνικά σύνορα.

Παράλληλα με τις αλλαγές που συμβαίνουν στον ιδιωτικό χώρο, από τη δεκαετία 1980 και ιδίως τη δεκαετία 1990, εντοπίζεται και μια διεύρυνση των υπηρεσιών προς ηλικιωμένους που προσφέρει το κράτος και/ή οι δήμοι: Φροντίδα στο σπίτι (1997) [αργότερα και πιλοτικά βοήθεια εξ αποστάσεως,  από το 2000], ΚΑΠΗ (από το 1984), αργότερα ΚΗΦΗ (για ηλικιωμένους που δεν είναι εντελώς αυτάρκεις και οι οικογένειες τους έχουν σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες 2000, 68 με 1534 εξυπηρετούμενους) και Λέσχες Φιλίας (Δήμος Αθηναίων – 24, με 5000 μέλη, με συμμετοχή 5 ευρώ το χρόνο). Οι σχετικές δομές προέβλεπαν αρχικά μια ευρεία γκάμα υπηρεσιών: υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας, κοινωνική και ψυχολογική στήριξη, φυσιοθεραπεία, βοήθεια στο σπίτι (για ηλικιωμένους που έμεναν μόνοι και δεν είχαν άλλη βοήθεια), οργανωμένες εκδρομές και ξεναγήσεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, εκπαιδευτικά προγράμματα κλπ.

Οι παροχές αυτές παρουσιάζουν σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και ανισότητες, όπως και οι συγκεντρώσεις ηλικιωμένου πληθυσμού. Αλλά τα μεγαλύτερα ελλείμματα εντοπίζονται στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα και τις κεντρικές γειτονιές της, όπου έχει παραμείνει μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων σε ιδιόκτητα διαμερίσματα, από τα οποία οι νεώτεροι έφυγαν σταδιακά (από τη δεκαετία 1980) προς τα προάστια.

Όμως η οργάνωση και χρηματοδότηση των σχετικών δομών προερχόταν από τα ΚΠΣ, η φροντίδα των ηλικιωμένων από το κράτος και τους δήμους ήταν δηλαδή ένα project με ημερομηνία λήξης, αφού η συνέχειά του δεν εξασφαλίστηκε από εθνικούς πόρους. Σταδιακές περικοπές προϋπολογισμών και προσωπικού, αύξηση των ενδιαφερόμενων (φτάνουν περίπου 146000 το 2012) και διοικητικές μετακινήσεις των αρμοδιοτήτων (από Υπουργείο σε Δήμους σε Υπουργείο) οδήγησαν τα περισσότερα ΚΑΠΗ σε μείωση των προσφερόμενων υπηρεσιών. Πάντως παραμένουν ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ των ηλικιωμένων που συμμετέχουν, έστω και ως τόποι συνάντησης και οργάνωσης εορταστικών εκδηλώσεων και εκδρομών.

Στις συνθήκες της κρίσης, οι περικοπές μισθών και συντάξεων ήδη έχουν ανατρέψει τα δεδομένα της πρόσφατης εκδοχής του οικογενειοκεντρικού μοντέλου φροντίδας. Η χαμηλά αμειβόμενη εργασία των μεταναστριών δεν είναι πλέον γενικά προσιτή, η ανασφάλεια οδηγεί πολλά νοικοκυριά σε περικοπές δαπανών, συμπεριλαμβανόμενης και της βοήθειας για τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Ταυτόχρονα, το κράτος και οι δήμοι περικόπτουν ακόμη πιο πολύ τις λιγοστές υπηρεσίες,  οδηγώντας στην ανεργία μεγάλο αριθμό γυναικών, μια και οι κοινωνικές υπηρεσίες από γυναίκες κυρίως στελεχώνονται  (βλ. και την πρόσφατη διαμαρτυρία των εργαζόμενων στη Φροντίδα στο Σπίτι -απλήρωτοι εδώ και μήνες – Η ΑΥΓΗ, 14/2/2013).

Έτσι, το βάρος της μοιάζει να επιστρέφει αποκλειστικά στην ποδιά των ντόπιων γυναικών και μάλιστα με πιο δυσμενείς όρους, καθώς η φροντίδα γίνεται πιο επαχθής σε συνθήκες ανέχειας και περικοπών στις οικογενειακές δαπάνες (ηλεκτρικό, θέρμανση, τηλέφωνο κλπ), αλλά και καθώς δυσκολεύει η πρόσβαση στη νοσοκομειακή και φαρμακευτική κάλυψη και σε όποιες υπηρεσίες επιβιώνουν από τις συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ταμείων. Λίγοι άνδρες είναι πρόθυμοι να εμπλακούν, έστω κι αν η ανεργία έχει ανατρέψει τις καθημερινότητές τους.

Για τις μετανάστριες, οι περικοπές δαπανών από τα ντόπια νοικοκυριά δεν σημαίνουν μόνο ανεργία, αλλά και απώλεια των «χαρτιών» και έχουν δραματικές συνέπειες στις δυνατότητες φροντίδας της δικής τους οικογένειας, εντός και πέραν των συνόρων της ελληνικής επικράτειας. Μαζί με την άνοδο της ρατσιστικής βίας, η καθημερινότητα γεμίζει φόβο και ανασφάλεια.

Πού εντοπίζεται ο σεξισμός;

Τρία σημεία:

1.

Όπως γνωρίζουμε, τα ζητήματα ανεργίας, οι περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και η κατεδάφιση των κοινωνικών υπηρεσιών βρίσκονται στο επίκεντρο των κοινωνικών διεκδικήσεων, αλλά και στο επίκεντρο της κριτικής που ασκείται από την Αριστερά στις μνημονιακές πολιτικές. Όμως η οργάνωση της φροντίδας, τα συγκεκριμένα σώματα και οι καταμερισμοί εργασίας που συνδέονται με αυτήν θεωρούνται τόσο αυτονόητα που δεν συγκαταλέγονται στις θεματικές των οικονομικών αναλύσεων.

Σε όλη την παρακαταθήκη αναλύσεων, που μάλιστα επικαιροποιούνται συνεχώς καθώς τα δεδομένα αλλάζουν με μεγάλες ταχύτητες, η υλικότητα και εν-σωμάτωση των αναδιαρθρώσεων της φροντίδας δεν αποτελούν καν αντικείμενο συζήτησης, εξαφανίζοντας έτσι από το πεδίο του αισθητού τα συγκεκριμένα ενσώματα υποκείμενα, τις μετανάστριες και ντόπιες γυναίκες που εμπλέκονται σε αυτήν.

2.

Η φροντίδα των ηλικιωμένων δεν συνάδει με τα ανδρικά [και γυναικεία?] πρότυπα που προβάλλονται, αναπαράγονται, εμπεδώνονται, μεταξύ άλλων και με τη δράση της ΧΑ και συμβάλουν στη σκλήρυνση έμφυλων ιεραρχιών. Οι μπρατσαράδες των γυμναστηρίων, έτοιμοι για καυγά, ξύλο και μαχαιρώματα, μπορεί να βοηθήσουν τον παππού να περάσει το δρόμο, αλλά μάλλον δεν γνωρίζουν καν, και σίγουρα δεν αναλαμβάνουν, το καθάρισμά του ούτε εμπλέκονται στις ιδιορρυθμίες της σύνθετης καθημερινότητάς του. Η φροντίδα δεν μπορεί όμως να συνδυαστεί ούτε με τη γοητεία του ξέκωλου και τα πρότυπα νεανικής και αψεγάδιαστης εμφάνισης των γυναικών που αποτελούν προσάρτημα των μπρατσαράδων. Ταυτίζεται μόνο με τις σιωπηλές μητέρες, αδελφές και συζύγους που σηματοδοτούν τις «οικογενειακές αξίες» και ταυτόχρονα τις επανανοημαδοτούν ως ανάχωμα στην κρίση και την «επέλαση» των ξένων.

3.

Οι αναδιαρθρώσεις της φροντίδας δεν αντιμετωπίζονται καν ως «παράπλευρη απώλεια» της κρίσης γιατί ο καταμερισμός στην απαιτούμενη υλική και συναισθηματική εργασία δεν τίθεται καν ως αίτημα. Η οικιακή εργασία και φροντίδα αποτελούσε κεντρικό ζήτημα φεμινιστικών αναλύσεων και διεκδικήσεων πριν 40+ χρόνια, ως μέρος της συζήτησης περί έμφυλων ιεραρχιών και ανισοτήτων. Περιέπεσε σε μερική τουλάχιστον απαξίωση, καθώς διαφορετικά ζητήματα απόκτησαν κεντρικότητα στον προβληματισμό. Ξαναήρθε στο προσκήνιο μέσα από τις μεταναστευτικές σπουδές, καθώς ένα μέρος της απλήρωτης εργασίας των γυναικών στο πλαίσιο της οικογένειας έγινε αμειβόμενη εργασία για τις μετανάστριες από τον παγκόσμιο νότο. Όμως και εδώ χρειάστηκε η τραγική ιστορία της Κ. Κούνεβα και οι συντονισμένες πιέσεις γυναικείων ομάδων, κινήσεων και πρωτοβουλιών για να τεθεί σε συζήτηση μία πλευρά της αθέατης αυτής εργασίας που, ως αμειβόμενη, είχε γίνει ορατή.

Η κρίση μοιάζει να ξαναφέρνει στο προσκήνιο παλιά ερωτήματα και οδηγεί αναγκαστικά στον επαναπροσδιορισμό τους. Όμως η κρίση εγγράφεται σε ένα προϋφιστάμενο και διαχρονικό υπόστρωμα σεξισμού και έμφυλων ανισοτήτων που δεν εξαλείφθηκαν ποτέ από την ελληνική κοινωνία, έστω και αν παροδικά περιορίστηκαν, τουλάχιστον στις πιο ακραίες μορφές τους. Τι δυναμικές θα τροφοδοτήσει η επάνοδος ακραίων μορφών σεξισμού, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, με όχι πολύ αισιόδοξες προοπτικές. Όμως η εκκωφαντική σιωπή, και της Αριστεράς, γύρω από τα ζητήματα που επιγραμματικά επιχείρησα να θίξω δεν βοηθάει στην κατανόηση σημαντικών πλευρών της κρίσης – και οικονομικών πλευρών. Κατά συνέπεια περιορίζει τις δυνατότητες συγκρότησης πολιτικών για την επιβίωση και ίσως το ξεπέρασμά της.

*Παρουσίαση στα ΚΡΙΣΗ-ΜΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ, Σεξισμός και ομοφοβία: «παράλληλες απώλειες» της κρίσης; 26/2/2013