της Μαρίας Λούκα

«Το κίνημα των “σκίνγκερλς” είναι σαγηνευτικό. Γνώρισα πολλές από αυτές. Τις γυναικείες σκιν οργανώσεις απασχολούν πολύ η έκτρωση, τα διαφυλετικά ζευγάρια και οι ομοφυλόφιλοι, γιατί κατά τη γνώμη τους η διακοπή της κύησης, η φυλετική επιμειξία και οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι οι λόγοι για τους οποίους γεννιούνται όλο και λιγότερα παιδιά από τη λευκή, άρια, καθαρή φυλή. Διοργανώνουν συναυλίες και διαδηλώσεις, εκδίδουν βιβλία και περιοδικά, συμμετέχουν ακόμη και στις ένοπλες δυνάμεις, όπως ακριβώς και οι άνδρες» μου λέει ο πιο γνωστός, αλλά καθόλου αναγνωρίσιμος, ισπανός δημοσιογράφος, ο Αντόνιο Σάλας. Ο Αντόνιο κυκλοφορεί με μαύρη κουκούλα και λαμβάνει υψηλά μέτρα προστασίας. Έχει εντρυφήσει αρκετά στις γυναίκες της Άκρας Δεξιάς και ειδικά της πιο εξτρεμιστικής εκδοχής της – έζησε μαζί τους επί έναν χρόνο. Φανατικός οπαδός της συμμετοχικής δημοσιογραφίας, διείσδυσε σε μια ομάδα σκίνχεντ γύρω από τη Ρεάλ Μαδρίτης, κατέγραψε τη ζωή τους και στη συνέχεια εξέδωσε ένα βιβλίο, στη βάση του οποίου στοιχειοθετήθηκε ένα πολύ βαρύ κατηγορητήριο για αυτούς.

Στην Ισπανία, βλέπεις, οι απολογητές του φρανκισμού έχουν εκφραστεί κατά καιρούς σε διάφορες ακροδεξιές ομαδοποιήσεις, οι οποίες, συχνά και υπογείως, συνδέονται με σκληροπυρηνικές ομάδες σκίνχεντ, οργανωμένες μιλιταριστικά και με έντονο, βίαιο φορτίο. Ο Αντόνιο περιγράφει περιστατικά από επιθέσεις των νεοναζί σε ζευγάρια: « Όταν ομάδες ναζί ανδρών επιτίθενται σε ένα ζευγάρι ή μια κοπέλα, συνηθίζουν περιορίζονται στο να τους χτυπούν ή να τους χαράζουν στο πρόσωπο μια σβάστικα ή κάποιο γερμανικό σύμβολο. Αλλά υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά ανεξέλεγκτων ομάδων ναζί που επιτίθενται σε ένα ζευγάρι και, πάνω στη μεθυστική έξαψη της βίας, προχωρούν πιο πέρα από τον απλό ξυλοδαρμό, διαπράττοντας κάποιον βιασμό, ωστόσο αυτό δεν είναι το σύνηθες. Οι σκιν θεωρούν ότι είναι αυθεντικοί άνδρες, ακριβοδίκαιοι και ευγενείς, που αγωνίζονται για έναν δίκαιο σκοπό. Και το φυσιολογικό είναι οι άνδρες σκιν να επιτίθενται σε άνδρες και τις επιθέσεις σε γυναίκες να τις πραγματοποιούν οι γυναίκες σκιν». Σε μια άλλη έρευνά του για το τράφικινγκ, ο ίδιος εκτιμά ότι στα συμπεράσματα που έβγαλε καταγράφεται η επιτομή της υποκρισίας της Άκρας Δεξιάς: «Ανακάλυψα ότι οι ηγέτες πολιτικών κομμάτων της Άκρας Δεξιάς, όπως το España 2000, το Fuerza Nueva κτλ., τα οποία οργανώνουν την πολιτική τους ενάντια στη μετανάστευση, ήταν την ίδια στιγμή οι διευθύνοντες και υπεύθυνοι οργανώσεων όπως η ANELA (η ισπανική ομοσπονδία των οίκων ανοχής), στους οποίους σε ποσοστό 96% εργάζονται γυναίκες που εκδίδονται στην Ευρώπη και προέρχονται από τη Ν. Αμερική, την Αφρική, την Ασία κ.α. Για τις γυναίκες σκιν ήταν ιδιαίτερα σκληρό να ανακαλύψουν ότι οι πολιτικοί ηγέτες τους βασίζουν την ιδεολογία τους στον αγώνα ενάντια στους μετανάστες, την ίδια στιγμή που πλουτίζουν από τις μετανάστριες τις οποίες διακινούν στην Ευρώπη για τα μπουρδέλα τους».

Και αν αυτά ισχύουν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια της κρίσης, στο διευθυντήριο της ευρωπαϊκής σταθερότητας τα πράγματα δεν είναι πιο ενθαρρυντικά. Στη Γερμανία το «σκίνγκερλ» εξελίσσεται σε μόδα. Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι υπάρχουν περίπου 50 σχετικές μπουτίκ στη χώρα. Ούτως η άλλως, τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή των γυναικών στις ακροδεξιές οργανώσεις έχει αυξηθεί, φθάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις το 20%-30% επί του συνόλου των μελών. Μαζί έχει αυξηθεί και η συμμετοχή τους σε ακροδεξιά εγκλήματα, που αγγίζουν το 6% σε εθνικό επίπεδο. Υπάρχουν πάρα πολλές οργανώσεις, με δεσπόζουσα βέβαια το NPD που διαθέτει δύο εκλεγμένους βουλευτές στη Σαξονία και στο Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία. Πρόσφατα αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για την απαγόρευσή του, μετά την αποκάλυψη μια σειράς δολοφονιών εννέα μεταναστών από ακροδεξιούς, οι οποίες υπάρχει η υπόνοια ότι σχετίζονταν με το κόμμα. Κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα Ελλάδας – Γερμανίας, επίσης, μια 19χρονη Ελληνογερμανίδα ξυλοκοπήθηκε άγρια και οι αρχές εκτιμούν ότι πίσω από την επίθεση κρύβεται το NPD.

O Ρενάτε Μπιτζάν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, αναλύει στην αρθρογραφία του τη διαρκώς αυξανόμενη εμπλοκή των γυναικών σε νεοναζιστικές οργανώσεις ως εξής: «Κάποιες έχουν ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με τους παππούδες τους και εσωτερικεύουν την ιστορική εμπειρία των ναζί. Άλλες έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και προβάλλουν το μίσος τους στους ξένους άνδρες μετανάστες και άλλες απλώς αποκτούν την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα λευκών γερμανών». Το περιοδικό «Spiegel» σκιαγραφεί το πορτρέτο της Κάτια (το όνομα επελέγη από τους συντάκτες για λόγους ασφαλείας), η οποία εμπίπτει μάλλον στην πρώτη κατηγορία. Μεγάλωσε με τον παππού της που ήταν στρατιώτης στη Βέρμαχτ: «Με τις πολλές διηγήσεις, είχα την εντύπωση ότι ο πατέρας του έθνους (σ.σ.: Χίτλερ) ήταν θείος μου» λέει. Eμεινε επί 20 χρόνια σε μια ακροδεξιά οργάνωση. Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα άνδρα της. Για κάθε παιδί που γεννούσαν, η οργάνωση τους έδινε ένα χρηματικό μπόνους. Σιγά σιγά, όμως, άρχισε να αμφιβάλλει: «Δεν μου άρεσε η βία γενικά ούτε η βία του συζύγου μου απέναντι σε εμένα και στα παιδιά. Μια φορά, έφθασε σε σημείο να κάψει το δέρμα της κόρης μου. Τις υπόλοιπες ώρες απλώς έβλεπε ντοκυμαντέρ για το Γ΄ Ράιχ ή ρεπορτάζ για τις αυτοκτονίες». Η Κάτια έφυγε από αυτόν τον χώρο, και σήμερα, έπειτα από αλλεπάλληλες μετακινήσεις υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας, ελπίζει ότι έχουν χάσει τα ίχνη της. Σε αυτή την πορεία στάθηκε δίπλα της η ΜΚΟ Exit Deutschland, η οποία έχει βοηθήσει πάνω από 300 ανθρώπους να εγκαταλείψουν νεοναζιστικές οργανώσεις.

Ο Μπερντ Βάγκνερ, επικεφαλής της Exit Deutschland, στην ηλεκτρονική μας αλληλογραφία επισημαίνει ότι «οι ακροδεξιές οργανώσεις αλλάζουν από ανδροκρατικές που ήταν παλαιότερα σε ανοιχτές στις γυναίκες δομές. Οι γυναίκες αποτελούν πλέον αριθμητικά πολύ δυναμικό κομμάτι του ακροδεξιού ιδεολογικού ρεύματος. Υπάρχει, δηλαδή, μια επέκταση του παραδοσιακού ρόλου της γυναίκας στον χώρο της Ακροδεξιάς, ενός ρόλου που πλέον επιτρέπει ακόμη και την ηγεσία στον χώρο αυτό – αν και αυτό το τελευταίο προκαλεί μερικές φορές αντιπαραθέσεις. Ολοένα και περισσότερο η ισότητα των φύλων αναγνωρίζεται και προπαγανδίζεται ανοιχτά από τον χώρο αυτόν, παρ’ ότι υπάρχουν εκεί και κάποια ακραία στοιχεία που προτιμούν να παίζουν τον παραδοσιακό ρόλο του άνδρα-αφέντη». Θεωρεί, όμως, ότι «πάντα ο σεξισμός και ο σοβινισμός είναι παρόντες στον κόσμο των ακροδεξιών αντιλήψεων και υποστηρίζονται στην πράξη από την καθημερινότητα της Ακροδεξιάς. Υπάρχει και ένα ακόμη πρόβλημα: η πολύ έντονη εξουσιαστική κυριαρχία επάνω στα παιδιά, που υποστηρίζεται από αυτόν τον χώρο, κυριαρχία που συχνά φθάνει στη διαστροφή». Δεν παραλείπει με τη σειρά του να εκφράσει την ανησυχία του για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, στέλνοντας το μήνυμα πως «η έκφραση της οργής μπορεί, σε κάποιες περιστάσεις, να οδηγεί στην άνοδο των εξτρεμιστών ακροδεξιών ή των ναζιστών, αλλά σύντομα οδηγεί σε ένα αδιέξοδο, και πολιτικά και προσωπικά».

Στις περισσότερες μελέτες που αφορούν την Άκρα Δεξιά, αυτή προσεγγίζεται ως ένα κατά βάση ανδρικό ζήτημα – προσέγγιση προφανώς όχι άσχετη με τον μάλλον εγγενή σεξισμό του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Η οπτικοποίηση της Άκρας Δεξιάς, και στην Ευρώπη ως έναν βαθμό, αλλά κυρίως στην Ελλάδα, δεν είναι άλλη από αυτή του ξυρισμένου, γυμνασμένου, αρρενωπού, λευκού άνδρα. Ωστόσο, η γυναίκα, τόσο ως φορέας πολιτικών αντιλήψεων του δεξιού εξτρεμισμού, όσο και ως αντικείμενο της βίας που αυτός συχνά συνεπάγεται, είναι παρούσα, αν και όχι πάντα ορατή. Και όσο περισσότερο η Ακρα Δεξιά εδραιώνει τη θέση της στη Γηραιά Ήπειρο – απότοκο της αποτυχίας του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις της παγκοσμιοποίησης -, τόσο υπάρχει ανάγκη να ξεπεραστεί η αμηχανία με τη γνώση και τον διερεύνηση του φαινομένου, ακόμη και των αθέατων πτυχών του.

Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι η Άκρα Δεξιά κάθε άλλο παρά αποτελεί έναν ομοιογενή πολιτικό χώρο, από την εθνικιστική και ριζοσπαστική Δεξιά ως τη νεοναζιστική ή μεταφασιστική Δεξιά, εντοπίζονται πολλές διαφοροποιήσεις – όχι τόσο ισχυρές, όμως, ώστε να επισκιάσουν την κοινή μήτρα ιδεών που διασυνδέει τα μορφώματα αυτού του χώρου δικαιολογώντας τον συνωστισμό τους υπό την ομπρέλα της Άκρας Δεξιάς. Ο λαϊκισμός, ο αντικομματισμός, ο αντιπλουραλισμός, και γενικώς οι κουλτούρες του αντιδιαφωτισμού, είναι ορισμένες από αυτές τις ιδέες, συνοδευόμενες από έναν υπολανθάνοντα ανδρικό σοβινισμό. Αυτό προφανώς το στοιχείο είναι που κάνει και τις γυναίκες πιο επιφυλακτικές απέναντι στην Άκρα Δεξιά. Είναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι όλα τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς, ακόμη και τα πιο μετριοπαθή, ανεξαρτήτως χώρας και χρονικής συγκυρίας, είναι λιγότερο διεισδυτικά στο γυναικείο κοινό. Από το 53 – 47 του FPO της Αυστρίας (ποσοστά ανδρών – γυναικών ψηφοφόρων) έως το 65 – 35 της Χρυσής Αυγής στις πρόσφατες εκλογές. Υπάρχει ένα «gender gap», το οποίο αμβλύνεται μεν, αλλά δεν εξαφανίζεται.

Η Βασιλική Γεωργιάδου, καθηγήτρια Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μιλώντας στο ΒHmagazino εξηγεί ότι «στα κόμματα της Άκρας Δεξιάς υπάρχει μια διάκριση με βάση το φύλο, καθώς όλες οι αναλύσεις ψήφου δείχνουν ότι οι άνδρες ψηφοφόροι του είναι περισσότεροι. Βασικά, απευθύνονται σε ένα συντηρητικό κοινό και οι συντηρητικές γυναίκες διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την Εκκλησία. Αυτό τις κρατάει στον χώρο της παραδοσιακής Δεξιάς και λειτουργεί ως ανάχωμα για τη δεξιότερη μετακίνησή τους. Επειδή, όμως, τα λαϊκιστικά κόμματα βλέπουν ότι υστερούν στις γυναίκες, επιδιώκουν κάποιους συμβολισμούς, όπως η τοποθέτηση γυναικών στη θέση του επικεφαλής του κόμματος. Δεν θα έλεγα, όμως, ότι είναι σεξιστικά τα περισσότερα κόμματα, αλλά μάλλον συντηρητικά. Η γυναίκα για αυτούς είναι βασικά μάνα και όχι σεξουαλικό αντικείμενο».

Όντως, τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς, ιδίως τα πιο προσαρμοστικά στους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, έχουν αναδείξει γυναίκες σε επιτελικές θέσεις. Στη Γαλλία, στη Δανία, στη Νορβηγία και στην Ουγγαρία, οι γυναίκες έχουν τοποθετηθεί στην ηγεσία των αντίστοιχων κομμάτων και σε ορισμένες περιπτώσεις ο πολιτικός λόγος τους ωχριά μπροστά όχι απλώς σε αυτόν των ελλήνων πολιτικών της παραδοσιακής Δεξιάς, αλλά ίσως και της Σοσιαλδημοκρατίας. Η Πία Κγιαερσγκάαρντ είναι επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας, το οποίο στις εκλογές του 2011 απέσπασε ποσοστό 14%.

Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, για ζητήματα-ταμπού, όπως αυτό της άμβλωσης ή της ομοφυλοφιλίας, απάντησε ως εξής: «Το DPP υποστηρίζει το δικαίωμα της γυναίκας να αποφασίζει ελεύθερα από μόνη της για τη διακοπή ή όχι της εγκυμοσύνης μέχρι τις 12 πρώτες εβδομάδες της κύησης. Αποδέχεται την ομοφυλοφιλία. Υποστηρίζουμε το δικαίωμα των γκέι και λεσβιακών ζευγαριών στην καταγεγραμμένη και νομικά κατοχυρωμένη συμβίωση, όπως επίσης το δικαίωμα των ζευγαριών αυτών να λαμβάνουν την ευλογία της Δανέζικης Εκκλησίας. Ωστόσο, δεν συμφωνούμε με τον νέο νόμο που πέρασε τον Ιούνιο, ο οποίος καθιστά δυνατό τον θρησκευτικό γάμο των ζευγαριών αυτών από την Εκκλησία της Δανίας». Η ίδια δηλώνει, πάντως, αντίθετη στην επιβολή ποσοστώσεων φύλου στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, σχολιάζοντας δηκτικά ότι «στη Βόρεια Ευρώπη τουλάχιστον οι άνδρες και οι γυναίκες θεωρούνται ίσοι μεταξύ τους. Αν, λοιπόν, πιστεύει κανείς πραγματικά στην ισότητα των φύλων, τότε αποδέχεται ταυτόχρονα ότι το φύλο, είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν πρέπει να παίζει κανέναν ρόλο στην επιλογή ηγετών, βουλευτών ή οποιασδήποτε άλλης θέσης».

Μια γυναίκα, η Σιβ Γιένσεν, βρίσκεται στο τιμόνι του Κόμματος της Προόδου, δεύτερης πολιτικής δύναμης στη Νορβηγία, με ποσοστό 23%. Μέλος της νεολαίας του είχε διατελέσει για ένα διάστημα και ο αυτουργός του περυσινού μακελειού στη χώρα, Αντερς Μπρέιβικ. Η πετρελαιοπαραγωγός ευρωπαϊκή χώρα ταλαντεύτηκε από την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, με την περιθωριοποίηση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, το ερώτημα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την αύξηση του αριθμού των μεταναστών. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόγραμμα του Κόμματος της Προόδου αποτελεί έναν συγκερασμό του θατσερικού νεοφιλελευθερισμού με την παράλληλη διατήρηση του κοινωνικού κράτους, τον κοινωνικό αυταρχισμό, την αντιμεταναστευτική κουλτούρα, την αντίθεση στο φεμινιστικό πνεύμα, χωρίς όμως την οπισθοδρόμηση στην παράδοση. Η νεολαία του, για παράδειγμα, υποστηρίζει τη νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών. Μελετώντας τις περιπτώσεις αυτών των κομμάτων στη Δανία και στη Νορβηγία, αλλά και του κόμματος «Αληθινοί Φινλανδοί» της Φινλανδίας, μια πρόσφατη έρευνα του Παντείου Πανεπιστημίου έκανε λόγο για τη γέννηση τη δεκαετία του ’80 του τρίτου κύματος του ακροδεξιού σκανδιναβικού μοντέλου, βασισμένου στον «προνοιακό σοβινισμό», με βασικά συστατικά στοιχεία την αντίδραση στην υψηλή φορολογία, τον αντικομματισμό και την αντίθεση στην πολυπολιτισμικότητα.

Η πιο διάσημη γυναίκα, ωστόσο, στο στερέωμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, και αναμφισβήτητα κερδισμένη των γαλλικών προεδρικών εκλογών, είναι η 44χρονη ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας, και κόρη του ιδρυτή του, Ζαν Μαρί Λεπέν, η Μαρίν Λεπέν. Το περιοδικό «Time» την κατέταξε στις 100 προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο για το 2011. Λανσάροντας το πρότυπο μιας σύγχρονης γυναίκας με τρία παιδιά και δύο διαζύγια, επιχείρησε να αποστασιοποιηθεί από τη σκληρή ακροδεξιά ρητορική του πατέρα της, χωρίς όμως να αποποιηθεί τον εθνικισμό του. Έγινε έξαλλη με τη Μαντόνα, όταν κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας της πρόσθεσε μια σβάστικα σε φωτογραφία της. Είναι σύμβολο του ευρωσκεπτικισμού στη Γαλλία και τάσσεται υπέρ της εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη. Από εκεί και πέρα, όμως, η Μαρίν Λεπέν διατηρεί αρκετά από τα στοιχεία του παραδοσιακού συντηρητισμού: προκρίνει την απαγόρευση της μετανάστευσης, είναι κατά της ευθανασίας, αλλά υπέρ της θανατικής ποινής σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν καταδικάζει ευθέως την έκτρωση, αλλά τη χαρακτηρίζει ως «συχνά μοναδική επιλογή, αφού το κράτος δεν στηρίζει οικονομικά και κοινωνικά αυτές τις γυναίκες», είναι εναντίον του δικαιώματος των ομοφυλοφίλων στον γάμο και στην υιοθεσία, αλλά υπέρ ενός συμφώνου συμβίωσης για ζευγάρια ομοφυλοφίλων. Σε πρόσφατη συνέντευξή της στο ΒΗmagazino (τεύχος 607, 3 Ιουνίου 2012), χαρακτήριζε «ακραία εξτρεμιστικές και καταδικαστέες» τις ενέργειες της Χρυσής Αυγής και «ενδιαφέρουσες τις θέσεις των Ανεξάρτητων Ελλήνων».

Όσο κατεβαίνουμε, όμως, πιο νότια στον ευρωπαϊκό χάρτη, τόσο πιο δύσκολο φαίνεται το έργο της αναβάπτισης της Άκρας Δεξιάς. Ο Τζιανφράνκο Φίνι προσπάθησε να μετατοπίσει το νεοφασιστικό MSI του Αλμιράντε (από το οποίο προέρχονταν και οι υπαίτιοι σωρείας τρομοκρατικών ενεργειών, όπως η βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα το 1969) προς το κέντρο του δεξιού φάσματος, ενσωματώνοντας τη μετέπειτα «Εθνική Συμμαχία» στο ιταλικό πολιτικό σύστημα. Ωστόσο η βουλευτής και εγγονή του Ντούτσε, Αλεσάντρα Μουσολίνι, φαίνεται ότι δεν συμφωνούσε μαζί του και ήρθαν σε ανοιχτή ρήξη όταν ο Φίνι αποκήρυξε το Ολοκαύτωμα και ζήτησε συγγνώμη από την κυβέρνηση του Ισραήλ για όσα έγιναν επί Μουσολίνι.

Η Αλεσάντρα απασχολεί συχνά τον ιταλικό Τύπο με την πληθωρική και αντιφατική στάση της. Δικαιολόγησε τα εξώφυλλά της στο «Playboy» ως απόρροια μιας μάλλον αδιάφορης καλλιτεχνικής πορείας, διεκδίκησε όταν χώρισε να διατηρήσουν τα παιδιά της το δικό της επώνυμο, διέλυσε τη βραχύβια ευρωομάδα «Ταυτότητα, Παράδοση, Κυριαρχία», αφού με τη φράση της ότι «οι Ρουμάνοι είναι συνήθεις παραβάτες του νόμου» προξένησε την αποχώρηση των πέντε ρουμάνων ευρωβουλευτών, συνελήφθη από τον φωτογραφικό φακό να υπογράφει ασπρόμαυρες φωτογραφίες του παππού της και να τις δίνει στη βουλευτή της ξενοφοβικής «Λέγκας του Βορρά» Καρολιάν Λουσάνα.

Ενώ κατά καιρούς έχει αρθρώσει προοδευτικές θέσεις για ζητήματα όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, το 2006 προσέβαλε την τρανς βουλευτή Βλαντιμίρ Λουξούρια, διατεινόμενη ότι «είναι προτιμότερο να είσαι φασίστας παρά κραγμένη». Η Κιάρα Μορόνι, όμως, βουλευτής με το κόμμα του Φίνι και επικεφαλής του γυναικείου τμήματος, συμμερίζεται την προσπάθεια ανοίγματος στο γυναικείο κοινό και συνδέει αυτό το εγχείρημα με την αναμόρφωση της ιταλικής οικονομίας: «Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας μας θα μπορούσε να ξεκινήσει από τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών σε ηγετικές θέσεις. Το γυναικείο εργατικό δυναμικό της χώρας μας αντιπροσωπεύει μια τεράστια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης. Και είναι αλήθεια ότι το ιταλικό ΑΕΠ θα είχε αυξηθεί κατά 7%, αν η απασχόληση των γυναικών στην Ιταλία είχε φθάσει το 60%. Για να δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες για τις γυναίκες στην Ιταλία, θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί το ιταλικό σύστημα, επιτρέποντάς τους να ασκούν τα επαγγελματικά τους καθήκοντα χωρίς να πρέπει για αυτό να απαρνηθούν τον ρόλο τους στην οικογένειά τους».

Η Ελένη Ζαρούλια, η μοναδική εκλεγμένη γυναίκα βουλευτής με τον συνδυασμό της Χρυσής Αυγής (η Χρυσή Αυγή έχει το χαμηλότερο ποσοστό γυναικείας συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές ομάδες, μόλις 5,56 %, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας) και σύζυγος του γενικού γραμματέα του κόμματος, Νίκου Μιχαλολιάκου, βρίσκεται στην οργάνωση από την ίδρυσή της, ξεκινώντας την πολιτική δράση της από την ΕΠΕΝ, «πνευματικός ηγέτης» της οποίας υπήρξε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Το ζευγάρι έχει μια κόρη, την Ουρανία, επίσης μέλος της Χρυσής Αυγής, η οποία προσήχθη στη ΓΑΔΑ κατά την προεκλογική περίοδο, έπειτα από περιστατικό ξυλοδαρμού μεταναστών. Η ίδια πλέον δεν εργάζεται και ασχολείται με την αξιοποίηση των ακινήτων που κληρονόμησε από τον πατέρα της.

Το ΒHmagazino επιδίωξε μια συνομιλία μαζί της, την οποία η ίδια αρνήθηκε, ευθυγραμμιζόμενη με την κατεύθυνση του πολιτικού φορέα να παραχωρεί συνεντεύξεις επιλεκτικά και σε μικρά Μέσα, όπως τουλάχιστον παραδέχτηκε σε δημόσια τοποθέτησή του ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Ηλίας Κασιδιάρης. Στις λιγοστές, πάντως, συνεντεύξεις που έχει δώσει, κυρίως σε περιφερειακά Μέσα, είναι αποκαλυπτική. Υπερασπιζόμενη την επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη και στη Ρένα Δούρου, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Καλά έκανε. Αυτή η κυρία ήταν θρασύς… δεν είμαι από τις φεμινίστριες με τρίχες στα πόδια και τις μασχάλες». Στην ίδια συνέντευξη, μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι είναι εξαδέλφη με τη Λιάνα Κανέλλη, κάτι που η τελευταία διέψευσε κατηγορηματικά.

Η Ελένη Ζαρούλια τάσσεται ρητά κατά των εκτρώσεων και προκρίνει «τη δίωξη των γιατρών που τις αναλαμβάνουν». Χαρακτηρίζει τον Αδόλφο Χίτλερ «έναν μεγάλο άνδρα». Σε άλλη συνέντευξή της, άσκησε κριτική στις τηλεοπτικές επιλογές των καναλιών να προβάλλουν τουρκικά σίριαλ, αλλά και στους τηλεοπτικούς αστέρες που αμείβονται καλύτερα από τους έλληνες στρατιωτικούς: «Ξέρω ότι ακριβοπληρώνονται όλες αυτές οι κυρίες και μου κάνει πολύ εντύπωση. Ειδικά από τη στιγμή που οι στρατιωτικοί που φυλάνε το έθνος μας – και είναι έτοιμοι να πεθάνουν και να χύσουν το αίμα τους για αυτόν τον λόγο – πένονται». Ως «παραδοσιακή» γυναίκα, δεν αμφισβητεί την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του συζύγου της: «Είναι ο αρχηγός μου σε όλες τις περιπτώσεις» λέει με καμάρι. Οι εμφανίσεις της και στις δύο ορκωμοσίες της Βουλής έκαναν εντύπωση. Στην πρώτη, φορούσε ένα μεγάλο δαχτυλίδι με έναν μαύρο σταυρό, γνωστό και ως «Σταυρό των Τευτόνων Ιπποτών», έμβλημα ραμμένο στις στολές των Ες Ες και υψηλό παράσημο της ναζιστικής Γερμανίας. Στη δεύτερη, απλώς έσπασε το τακούνι της.

Ακόμη πιο αποκαλυπτικές είναι οι θέσεις του Μετώπου Γυναικών της Χρυσής Αυγής, έτσι όπως καταγράφονται στην επίσημη ιστοσελίδα τους. Απηχούν τον σκληρό πυρήνα της Άκρας Δεξιάς με την απλοποίηση των νοημάτων, την ταύτιση της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα, την αναγνώριση της γυναίκας ως μηχανής αναπαραγωγής παιδιών. Διαβάζουμε: «Εμείς οι Ελληνίδες, μέλη του Λαϊκού Συνδέσμου, έχοντας βαθύτατη συναίσθηση της καταστροφής που επιφέρει το φεμινιστικό πνεύμα της εποχής μας, είμαστε ενάντια σε κάθε λογής διακηρύξεις για την ισότητα των δύο φύλων. Η υποτιθέμενη απελευθέρωση της γυναίκας την αποπροσανατόλισε και από την πραγματική ουσία του ύψιστου ρόλου της, τη Μητρότητα. Δηλαδή την υποχρέωση και την ύπατη τιμή να φέρει στον κόσμο και να αναθρέψει τα νέα βλαστάρια στον κορμό της Φυλής». Η άμβλωση, όπως θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί κανείς, χαρακτηρίζεται «έγκλημα κατά της Φυλής». Οι κοινωνικές οργανώσεις που αναπολούν είναι αυτές της αρχαίας Σπάρτης και φυσικά, της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Ο λόγος τους κινείται συχνά μεταξύ φυσιολατρίας και παγανισμού, διανθισμένος με συντηρητικό ρομαντισμό. Κατά τα άλλα, παρέχουν μια σειρά από συμβουλές αισθητικής και μαγειρικής, ενώ στον εσωτερικό καταμερισμό της οργάνωσης φαίνεται να κατέχουν δευτερεύοντες ρόλους, όπως η ενασχόληση με το κοινωνικό παντοπωλείο – παράλληλα οργανώνουν και σεμινάρια αυτοάμυνας.

Εκφράζουν τον θαυμασμό τους για γυναικείες φυσιογνωμίες όπως η Σαβίτρι Ντέβι, θιασώτρια του εθνικοσοσιαλισμού και του φυλετικού ρατσισμού σε ένα διάχυτο παγανιστικό πλαίσιο, αλλά και η Σίτσα Καραϊσκάκη. Η τελευταία «νεαρά Ελληνίδα», όπως την αποκαλούσε ο Γκέμπελς, κατέληξε από συνεργάτιδα του περιοδικού «Νέοι Πρωτοπόροι» της ΟΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία) σύμβουλος στο υπουργείο Προπαγάνδας στη Γερμανία την εποχή της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία και σύμβουλος Τύπου και Διαφώτισης στη γερμανική πρεσβεία στην Ελλάδα επί Κατοχής. Ο Πανσέληνος καυτηρίασε αυτή τη μεταστροφή της με άρθρο του στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα»: «Αλλά η κυρία Σίτσα ανήκει στην οικογένεια των ανθρώπων που καμιάν άλλη φιλοδοξία δεν έχουν παρά μοναχά πώς θα πετύχουν με κάθε τρόπο. Ξεκίνησε για να γίνει μεγάλη και ξέπεσε γιατί ήταν μικρή. Ζήτησε την επιτυχία με όλα τα μέσα. Στην ποίηση, στην πολιτική και στην επιστήμη. Και απέτυχε σε όλα με τη σειρά, γιατί δεν είχε μέσα της κανένα ιδεώδες». Πράγματι, μόνο το βιβλίο της «Ο γιος της καλόγριας», που αναφερόταν στη ζωή του Γεωργίου Καραϊσκάκη, σημείωσε μια κάποια εκδοτική επιτυχία. Κατά τα άλλα, η ίδια θα μείνει στην αιωνιότητα ως συνεργάτιδα των ναζί, αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ερήμην δύο φορές σε θάνατο.

«Η δημόσια εικόνα της Χρυσής Αυγής χαρακτηρίζεται από ένα πρότυπο επιθετικής αρρενωπότητας, δυσανεξίας στην ετερότητα και αναπόλησης μιας εποχής νόμου και τάξης» λέει ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, και συνεχίζει: «Είναι το πρότυπο του λευκού άνδρα, που αναπληρώνει την κοινωνική ανασφάλεια με την υπερπροβολή του ανδρισμού, ιδιαίτερα σε επίπεδο σωματικής διάπλασης, και με έναν λόγο βαθιά λαϊκιστικό και οργισμένο. Όλα αυτά δεν είναι παρά υποδηλωτικά της έντονης ανασφάλειας. Πρόκειται για αυτό που κωδικοποιήθηκε από τη σχολή της Φραγκφούρτης ως αυταρχική προσωπικότητα και έγκειται ακριβώς σε μια επιφανειακά εξουσιαστική συμπεριφορά, η οποία όμως δεν αποζητά τόσο το να άρχει, όσο το να άρχεται σε ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο εκλαμβάνεται ως επιστροφή στη φύση των πραγμάτων. Και, φυσικά, όσο οι πολλαπλές συλλογικές και προσωπικές ματαιώσεις σκιάζουν την κοινωνία στην εποχή της κρίσης, τόσο η προβολική αυτή στάση θα βρίσκει απήχηση, ακόμη και σε άτομα του γυναικείου φύλου. Η γυναίκα σε αυτή τη νόρμα γίνεται αόρατη, αντιλαμβανόμενη ως δυνητική απειλή αν εγερθεί από την αφάνεια και μπορεί να νοηθεί μόνο ως συμπληρωματική-υποστηρικτική του ανδρικού αυτού προτύπου».

Αυτό που είναι προφανές, χωρίς ιδιαίτερες ασκήσεις οράσεως, είναι ναι μεν ότι τα νήματα που συνδέουν τις διάφορες εκδοχές της ευρωπαϊκής Ακρας Δεξιάς δεν έχουν ατονήσει εντελώς, ωστόσο η ένταση του εξτρεμισμού της και η απήχησή της σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις δομές της κοινωνίας στην οποία παρεμβαίνει, από την προοδευτικότητά της. Όπως υποστηρίζουν πολλοί πολιτικοί επιστήμονες και κοινωνιολόγοι, στην Ελλάδα, μια σειρά από δομές, που σχετίζονταν με την πρόσληψη της ετερότητας, τη γυναικεία χειραφέτηση, την ανεξαρτησία από την οικογένεια, την κατοχύρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ποτέ δεν εκσυγχρονίστηκαν στα επίπεδα του ευρωπαϊκού δημοκρατικού κεκτημένου. Κατά την άποψή τους, πιο ανησυχητική από το χαστούκι που έδωσε ο Κασιδιάρης στην Κανέλλη είναι η επικρότησή του, όπως αποτυπώθηκε στα social media και στα καφενεία από μερίδα του ελληνικού πληθυσμού, ακόμη και από γυναίκες. Γιατί αν το κράτος δημοσιοποιεί φωτογραφίες οροθετικών γυναικών, τότε είναι πολύ πιθανό το παρακράτος να επιτίθεται σε όποιον διαφωνεί μαζί του. Αυτή η συσκοτισμένη πλευρά της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της ανάπτυξης τώρα απογυμνώνεται και παλινδρομεί στον χειρότερο εαυτό της, αφήνοντας έδαφος για αντιδραστικές αφηγήσεις. Ο επίλογος στον Μάνο Χατζιδάκι: «Ποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά».

Η εμπειρία του εθνικοσοσιαλισμού

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, τη διαμάχη των ανδρών ιστορικών για τα χαρακτηριστικά του ναζιστικού καθεστώτος ακολούθησε η διαμάχη των γυναικών ιστορικών με επίκεντρο το παραμελημένο συχνά ζήτημα της σχέσης των γυναικών με τον ναζισμό. Κατ’ αρχάς, η αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο διχοτομικό σχήμα «θύτη-θύματος», το ερώτημα δηλαδή που κυριάρχησε ήταν αν οι γυναίκες συγκαταλέγονταν στα θύματα της ναζιστικής πραγματικότητας ή συμμετείχαν, ενεργά ή λιγότερο ενεργά, στην παραγωγή της. Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου, αποδείχθηκε ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο περίπλοκη και πολυμορφική και χρειαζόταν η υπέρβαση αυτού του διπολισμού.

Για παράδειγμα, ναι μεν οι γυναίκες αποτελούσαν θύματα της ναζιστικής πολιτικής των υποχρεωτικών στειρώσεων στο πλαίσιο του γεννητικού ελέγχου και της φυλετικής καθαρότητας και το 90% των ατόμων που πέθαναν στο χειρουργείο κατά τη στείρωση ήταν γυναίκες. Επίσης, γυναίκες κρατούμενες υπήρχαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι γυναίκες υπέστησαν και μια έντονη και καθ’ όλα αποσιωπημένη σεξουαλική βία από τα συμμαχικά στρατεύματα στη Γερμανία του 1945. Από την άλλη, όμως, 3.300.000 γυναίκες συμμετείχαν σε ναζιστικές γυναικείες οργανώσεις – μέχρι και στα Ες Ες συγκροτήθηκε γυναικείο τμήμα, το οποίο αποτελούνταν από 10.000 γυναίκες. Γυναίκες φύλακες υπήρχαν και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνδρομή γυναικών που στήριξαν τις ρατσιστικές πολιτικές του καθεστώτος στον τομέα της υγείας και της πρόνοιας. Μάλιστα, έτυχαν και πολύ ευνοϊκότερης μεταχείρισης στις δίκες που ακολούθησαν για τα εγκλήματα του ναζισμού.

Η αντίληψη, πάντως, που είχε το καθεστώς για τον ρόλο των γυναικών συνίσταται στην κεντρικότητα της μητρότητας. Αυτό αποκρυσταλλώνεται και στα λόγια ενός εκ των αρχιερέων του, του Γιόζεφ Γκέμπελς: «Μας κατηγορούν ότι δεν αναθέτουμε αξιώματα στις γυναίκες, γιατί δεν τις σεβόμαστε. Αυτό είναι σφάλμα. Δεν τους αναθέτουμε αξιώματα, επειδή, αντίθετα, τις σεβόμαστε υπερβολικά. Θεωρούμε τη γυναίκα όχι κατώτερη, αλλά φέρουσα μια τελείως ξεχωριστή αποστολή από τον άνδρα». Ετσι, παρά τη συμμετοχή τους στο καθεστώς, δεν ανέλαβαν ποτέ υψηλή δημόσια θέση. Εκείνη την περίοδο, οι στατιστικές δείχνουν αύξηση των γάμων και των γεννήσεων, αλλά και μείωση των γυναικών στο φοιτητικό πληθυσμό.

Στις διασημότερες γυναίκες του καθεστώτος συγκαταλέγονται η Χάνα Ράιτς, η πρώτη γυναίκα που ταξίδεψε στις Άλπεις με ένα ανεμοπλάνο, κορυφαία πιλότος, ένθερμη οπαδός του Χίτλερ και η μόνη γυναίκα που τιμήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό. Ηταν παντρεμένη με τον τελευταίο στρατάρχη του Γ΄ Ράιχ, τον Ρόμπερτ Ρίτερ φον Γκράιμ, ο οποίος αυτοκτόνησε μόλις πληροφορήθηκε την αυτοκτονία του Χίτλερ. Η ίδια χαρακτηρίστηκε «υστερική» από τους Αμερικανούς που τη συνέλαβαν. Προσπάθησε να δικαιολογήσει τη συνεργασία της με το καθεστώς ως απλή βοήθεια στους πιλότους, παρ’ ότι τα ιστορικά ντοκουμέντα δείχνουν μια πιο βαθιά σχέση. Τελικά, το 1961 επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο ως προσκεκλημένη του προέδρου Τζον Κένεντι.

Επίσης, η Λένι Ρίφενσταλ, χορεύτρια και ηθοποιός που ο Χίτλερ διόρισε παραγωγό του ναζιστικού κόμματος, θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία της 7ης Τέχνης για το ταλέντο της, αν δεν συνδεόταν τόσο ξεκάθαρα με την προπαγάνδα του ναζιστικού καθεστώτος. Το πιο γνωστό έργο της τη «Δύναμη της θέλησης» χαρακτηρίστηκε μνημείο χιτλερικής προπαγάνδας. Πολλοί τής αποδίδουν καιροσκοπισμό μέχρι του σημείου της εκμετάλλευσης ανδρών για την επαγγελματική της καταξίωση. Αναστάτωσε την ελληνική κοινωνία όταν, το 1936, στα περιθώρια των γυρισμάτων της ταινίας «Olympia», ερωτεύτηκε και απήγαγε τον κατά 15 χρόνια μικρότερο της λαμπαδηδρόμο Ανατόλ Ντομπριάνσκι. Μετά την πτώση του καθεστώτος, στις ανακρίσεις που πέρασε προσπάθησε να αποποιηθεί – αν όχι να παραχαράξει – το παρελθόν της. Παρ’ όλα αυτά, τα «Ημερολόγια του Γκέμπελς» δείχνουν τη στενή σχέση της με την ελίτ του ναζισμού και κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι για τα γυρίσματα του «Tiefland» χρησιμοποίησε κρατούμενους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η πιο διάσημη γυναίκα, ωστόσο, του Γ΄ Ράιχ δεν ήταν άλλη από την Εύα Μπράουν, ερωμένη επί 13 χρόνια και σύζυγο επί ένα 24ωρο του Αδόλφου Χίτλερ, προσδιορισμός ο οποίος την στιγμάτισε, παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται να ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή επάνω του. Αυτοκτόνησε μαζί του στις 30 Απριλίου 1945, στο μπούνκερ της καγκελαρίας.

Πηγή: ΒHmagazino

 

Σχετικά Άρθρα

Απόκρυφες πτυχές της μελανής ψήφου

Η θέση των γυναικών στη θεωρία, την πολιτική και την πράξη του φασισμού