της  Ευγενίας Τζιρτζιλάκη

«Αν δεν μπορώ να χορεύω, δεν έχω σχέση μ’ αυτήν την επανάσταση.»

‘Εμμα Γκόλντμαν

Οι σχέσεις είναι ούτως ή άλλως ευαίσθητες περιοχές, εύθραυστες. Όσο πιο κοντά στο φυλλοκάρδι σου είναι ο άλλος, τόσο επιρρεπέστερη γίνεται η καρδιά στο τρέμουλο. Τα ζευγάρια τσακώνονται, μονιάζουν ή χωρίζουν, έτσι πάει, κι αυτό δεν είναι πρωτότυπο. Αυτή την εποχή όμως, μοιάζει να παραγίνεται. Διαρκώς ακούω ιστορίες χωρισμών, ακόμη κι από ανθρώπους που είναι μαζί δεκαετίες και πάντα έδειχναν καλά, άρτια χωνεμένοι ο ένας μες στον άλλον.

Η κρίση μας χτυπάει παντού, λογικό. Αυτό που μου σηκώνει τις κεραίες όμως είναι άλλο: η πανομοιότυπη αφήγηση. Μια αφήγηση που μοιάζει συμπληρωματική, σα να μοιράστηκε στα σπίτια ένα σενάριο και οι πολλές φωνές των ενοίκων αρθρώνουν την ίδια μία ιστορία.

Η ιστορία έχει πάνω κάτω ως εξής: Εκείνος κι εκείνη έχουν πολλά κοινά. Κοινωνικά και πολιτικά βλέπουν τα πράγματα με πολύ κοντινό τρόπο, συχνά κατεβαίνουν μαζί στο δρόμο, ελπίζουν κι απελπίζονται μαζί (ε, δεν ταίριαξαν τυχαία!). Εκείνος, όμως  το παρακάνει. Κι εδώ ξεκινάει η χορωδιακή αφήγηση. Εκείνος δεν βλέπει πού, ποιο τέλος πάντων είναι το πρόβλημα, κατ’ εκείνην όμως, γίνεται μονοδιάστατος, συντονίζεται σε μία μόνο συχνότητα, σταματά να ακούει εκείνης, παύουν να ακούν μαζί μουσική. Δεν χορεύουν. Εκείνος δεν την προσέχει πια, δεν προσέχει τον εαυτό του, δεν κόβει τα νύχια του, δεν σκέφτεται τίποτε πέρα απ’ τα κοινά (common/ public), σε βαθμό που η ζωή τους μαζί σταματά να είναι κοινή (shared) και γίνεται κοινή (plain). Δεν καταλαβαίνεις, της λέει εκείνος. Εσύ δεν καταλαβαίνεις, του λέει εκείνη. Κι η κόπωση τους κόβει.

Σήμερα διάβασα έναν στίχο της Σαπφούς που μου φώτισε κάτι επ’ αυτού: εύκαμπτον γαρ άει το θήλυ, αι κε τις κούφως το παρόν νοήση, που θα πει: γιατί το θήλυ είναι εύκαμπτο, και ελαφρώς πως έχει πάντα το νου του στο παρόν. Πιο ελεύθερα: το θήλυ λυγίζει (έτσι δε σπάει), και το νόμισμα του παρόντος δεν το ανταλλάσσει ούτε με αναμνήσεις, ούτε με μελλοντικά κέρδη. Με ελαφρότητα, διάχυτα αλλά πάντοτε, έχει το νου στο τώρα.

Ίσως μπαίνουμε στην επικίνδυνη περιοχή των έμφυλων στερεοτύπων, ίσως η σχέση γυναίκας-χρόνου να μην εξαντλείται στα αριθμημένα ωάρια του αναπαραγωγικού της ωραρίου, ίσως υπάρχουν ζευγάρια όπου οι ρόλοι αντιστρέφονται (υπάρχουν;). Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πως το πολιτικό ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει στην πλατεία, στην πορεία, απεργία· περνάει από κει. Το πολιτικό εδράζει στο προσωπικό. (Συχνά η πιο παρωχημένη –σχεδόν ανόητη απ’ την τόση δόση αυτονόητου–  πρόταση, είναι αυτή που χρειάζεται να αφουγκραστούμε.)

Θέλει λύγισμα για να κρατήσεις την ψυχή σου όρθια. Τι νόημα έχει άλλωστε να μένεις στητός όταν δεν θα είσαι πια ο εαυτός σου; Λύγισμα εννοώ τα μικρά και τα μεγάλα, το απόγευμα στη θάλασσα, την τέχνη, τον έρωτα, το ξεχορτάριασμα της γλάστρας, να θυμηθείς τον εαυτό σου, τον άλλον, της ζωής σου τα γιατί, το νόημα του μαζί. Το παρόν είναι το νόημα. Κι όταν το υπερασπιζόμαστε σε άγριους καιρούς, είναι τουλάχιστον υποκρισία εμείς να το έχουμε πρώτοι απολέσει. Συνεπώς, όταν η σκέψη για το μέλλον φράζει το παρόν, καλό θα είναι να ξανασκεφτούμε τι είδους μέλλον εννοούμε. Και να ξανατσεκάρουμε διαρκώς, ξανά και ξανά και ξανά, τα ειλικρινή μας κίνητρα (για τα πάντα), το πότε μας παίρνει η μπάλα, πού είναι τα όρια, τί η ισορροπία, και ποιος ο εχθρός. Όταν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, έχουμε ήδη γίνει η απειλή που πολεμάμε.