των Victor Ginesta Rodríguez και Andrea Alvarado Vives

Η εμφάνιση της «Μπάρμπι επιχειρηματία» αποτελεί μια συμβολική επιβεβαίωση της νεοφιλελεύθερης διαστρέβλωσης του ιδανικού της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών. Η έξοδος στις αγορές της «Μπάρμπι επιχειρηματία» είναι ένα νέο παράδειγμα της ικανότητας του νεοφιλελευθερισμού να μεταλλάσσεται και να παίζει το χαλασμένο τηλέφωνο με τις επικριτικές φωνές.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η εταιρία Ματέλ παρουσίασε στην αμερικάνικη Διεθνή Έκθεση Παιγνιδιών την «Μπάρμπι επιχειρηματία», την τελευταία προσθήκη της στη γραμμή «I can be», η οποία έχει ως στόχο να παρακινήσει τα κορίτσια να «είναι αυτό που θέλουν να είναι». Η φεμινιστική κριτική δεν άργησε, καθώς  η κούκλα συνεχίζει να ενσαρκώνει ένα κανονιστικό πρότυπο ομορφιάς, πολιτισμικά ομοιογενές και εντελώς απομακρυσμένο από την πραγματικότητα. Τώρα, πέρα από αυτές τις σοβαρές κριτικές, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους, μετά από 55 χρόνια παρουσίας και αφού έχει υποδυθεί 150 ρόλους, η Μπάρμπι μετατρέπεται σε επιχειρηματία ακριβώς αυτή την εποχή.

Θα ειπωθεί ότι η Μπάρμπι επιχειρηματίας δεν είναι κάτι παραπάνω από την αναπαράσταση της ‘σύγχρονης’ γυναίκας, και όντως, η Μισέλ Σιντονί, εκπρόσωπος της Ματέλ, εξήγησε με αυτούς της όρους την εμφάνιση της καινούριας κούκλας: «Οι ρόλοι της Μπάρμπι αντανακλούν την εποχή της και αυτή τη στιγμή υπάρχουν όλο και περισσότερες γυναίκες επιχειρηματίες». Είναι γεγονός ότι από την οπτική γωνία της αναπαράστασης της πραγματικότητας ή της γυναικείας εμπειρίας, είναι λογικό να εμφανιστεί το 2014 ο νέος ρόλος της Μπάρμπι, δεδομένου ότι το ποσοστό της επιχειρηματικής δραστηριότητας των γυναικών βρίσκεται σε ανοδική πορεία τα τελευταία 30 χρόνια σε πολλές χώρες του κόσμου.

Αλλά, από την άλλη πλευρά, το νέο παιχνίδι έχει τον στόχο να «κινητοποιήσει τα κορίτσια να μάθουν πράγματα για αυτόν τον καινούριο ρόλο». Δηλαδή, με άλλα λόγια: η κούκλα θέλει να προωθήσει την επιχειρηματική κουλτούρα μέσω της κοινωνικοποίησης των κοριτσιών. Υπο αυτή την έννοια, η εμφάνιση αυτής της Μπαρμπι πρέπει να ερμηνευθεί ως μέρος της πρόσφατης έμφασης στην επιχειρηματικότητα και ως μια νέα επιτυχία της προσπάθειας των υποστηρικτών του νεοφιλελευθερισμού να ουδετεροποιήσουν τις ιδεολογικές αρχές τους.

Το ειδύλλιο νεοφιλελευθερισμού και επιχειρηματικότητας

Το λανσάρισμα της Μπάρμπι επιχειρηματία στην αγορά αποτελεί ένδειξη της ευρείας δημοτικότητας  (με αφορμή την κρίση και την ανάγκη δημιουργίας θέσεων εργασίας) που έχει αποκτήσει η  φιγούρα του επιχειρηματία, καθώς όλες οι δυτικές κυβερνήσεις -βυθισμένες στις αποκαλούμενες πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής- μεταβιβάζουν εξουσίες στην αγορά, καταργώντας κοινωνικά δικαιώματα και μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες. Από την μια πλευρά, πολλοί άνθρωποι αγκιστρώνονται στο πρότυπο της επιχειρηματικότητας και της αυτοαπασχόλησης ως μοναδικές επιλογές για να αποκτήσουν κάποιο εισόδημα στο πλαίσιο ενός ζοφερού εργασιακού τοπίου. Από την άλλη, οι κυβερνήσεις προωθούν το πρότυπο της επιχειρηματικότητας εδώ και καιρό, και στην περίπτωσή τους, αποτελεί μέρος μια ευρύτερης φιλοσοφίας που θέλει να αλλάξει τη μορφή και τον ρόλο του κράτος, όπως και το νόημα των εργασιακών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό εξηγεί εν μέρει και την εμφάνιση νεολογισμών όπως «κοινωνική επιχειρηματικότητα», πρακτική που προτείνεται ως απάντηση ή ως η εναλλακτική λύση στη μείωση των κρατικών κοινωνικών δαπανών.

Σε κάθε περίπτωση, η προώθηση αυτού του προτύπου σχετίζεται με την ουδετεροποίηση και εφαρμογή της φιλελεύθερης λογικής του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι ο επιχειρηματίας και ο τρόπος του να πράττει και να ‘βλέπει τη ζωή’ είναι ο ιδεότυπος που περισσότερο πλησιάζει τον ιδανικό πολίτη της ελεύθερης και χωρίς φραγμό αγοράς, όπως των σκιαγραφούν οι νεοφιλελεύθεροι: ευέλικτος, προσαρμοστικός, διαθέσιμος να αλλάξει, ενθουσιώδης απέναντι στις καινοτομίες, ικανός να λαμβάνει ορθολογικές οικονομικές αποφάσεις, εμφορούμενος από μια συναλλακτική λογική. Αυτός ο πολίτης είναι ο επιχειρηματίας του εαυτού του, κερδίζει ή/και χάνει χωρίς τη βοήθεια του κράτους και είναι επιπλέον, ένας επενδυτής που υποβάλει όλες τις αποφάσεις της ζωής του στη βάσανο της οικονομίας. Η τελευταία εκδοχή του homo economicus.

Η ενσάρκωση της φιγούρας του επιχειρηματία είναι ένα άτομο ανεξάρτητο, ικανό και υπεύθυνο για το προσωπικό του πεπρωμένο, διαχειριστής των ίδιων του των ικανοτήτων, ταλέντων και δράσεων. Πρόκειται για αξιοθαύμαστα και ελκυστικά χαρακτηριστικά, εμπνευσμένα εμφανώς από χειραφετητικά ιδεώδη, τα οποία συνδυάζονται όμως με έναν καθεστωτικό λόγο υπέρ των αγορών και την απόρριψη τόσο του ρόλου του κράτους, το οποίο θεωρείται ως εμπόδιο, όσο και του υποτίθεται παθητικού, εξαρτώμενου υποκειμένου που δέχεται την κρατική παρέμβαση. Η προαγωγή της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας πραγματοποιείται μέσω ενός διπλού άξονα που περιλαμβάνει, από την μια πλευρά, νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και, από την άλλη, έναν λόγο από την πλευρά του κράτους και των ΜΜΕ που τάσσεται αναφανδόν υπερ της επιχειρηματικής κουλτούρας. Παρά το ότι οι νεοφιλελεύθεροι υποτίθεται υποστηρίζουν ότι το κράτος δεν πρέπει να είναι παρεμβατικό, χρησιμοποιούν κατά κόρον τους νομοθετικούς μηχανισμούς του κράτους ώστε να εφαρμοστούν πολιτικές ενίσχυσης του ανταγωνισμού και  της αγοράς, οι οποίες συνήθως καταλήγουν σε ιδιωτικοποιήσεις και μείωση των κοινωνικών δαπανών.

Η νεοφιλελεύθερη διαστροφή του ιδανικού της γυναικείας οικονομικής ανεξαρτησίας

Η εμφάνιση της ‘Μπάρμπι επιχειρηματία’ μπορεί να ιδωθεί και ως ένα σύμβολο υπέρ της ένταξης των γυναικών στον επιχειρηματικό κόσμο. Η κούκλα έχει και θετικές όψεις, καθώς ενσαρκώνει και προωθεί τα ιδανικά της γυναικείας οικονομικής ανεξαρτησίας, αυτονομίας και αυτοπραγμάτωσης. Υπό αυτή την έννοια, στο βαθμό κατά τον οποίο αυτά τα ιδανικά ταιριάζουν με ένα μέρος των φεμινιστικών ιδεών, θα μπορούσαμε να δούμε την κούκλα ως μια ακόμα ένδειξη ότι ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας των γυναικών. Όμως, η κούκλα πρέπει να ερμηνευθεί και σε σχέση με την αποδοχή, εσωτερίκευση και προώθηση των ιδανικών της γυναικείας χειραφέτησης εκ μέρους του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος έχει ενσωματώσει επιλεκτικά μέρος αυτών των φεμινιστικών ιδανικών. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Nancy Fraser, η οικειοποίηση μέρους των φεμινιστικών προτάσεων από τον καπιταλισμό έχει επιφέρει την ανασηματοδότηση τους και την αποδυνάμωση της χειραφετητικής δυναμικής τους.

Στο βιβλίο της Feminism, Capitalism and the Cunning of History, η Fraser αναφέρει ότι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία παρενέβη στο πεδίο δράσης του δεύτερου κύματος του φεμινισμού, ενσωματώνοντας, μεταξύ άλλων, την -ορθή και απαραίτητη- κριτική που άσκησε ο φεμινισμός στον ανδροκεντρικό θεσμό του οικογενειακού μισθού και στη συνακόλουθη οικονομική εξάρτηση των γυναικών. Στην πορεία της μεταμόρφωσής του ο νέος καπιταλισμός ενσωμάτωσε, με δόλιο τρόπο, την κριτική που ασκούσε ο φεμινισμός και η νέα αριστερά στον κρατικό πατερναλισμό. Ο  φεμινισμός του δεύτερου κύματος, βέβαια, δεν τασσόταν συνολικά κατά της κρατικής παρέμβασης, αλλά ασκούσε κριτική στην αντιμετώπιση των γυναικών ως παθητικών αντικειμένων των κρατικών πολιτικών και όχι ως υποκειμένων με την ικανότητα να συμμετέχουν ενεργά σε δημοκρατικές διαδικασίες ερμηνείας των αναγκών τους. Ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποίησε και διαστρέβλωσε αυτή την κριτική ώστε να νομιμοποιήσει τη σταδιακή απόσυρση του κράτους από την κοινωνική πολιτική, ανάγοντας όλα τα σχετικά κοινωνικά ζητήματα στο πεδίο της ατομικής επιλογής και ευθύνης.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαστρέβλωσης ήταν η αποκλειστική έμφαση σε συγκεκριμένου τύπου πολιτικές όπως το Gender Mainstreaming, οι οποίες προωθούν την αύξηση της παρουσίας ορισμένων -προνομιούχων- γυναικών στα κέντρα αποφάσεων και στα εταιρικά συμβούλια εις βάρος άλλων πολιτικών, όπως είναι η συλλογικοποίηση της εργασίας της φροντίδας και η αύξηση των μισθών των επισφαλώς εργαζόμενων. Σε αυτή τη λογική εντάσσεται η υπεράσπιση και η ανάδειξη ενός συγκεκριμένου τύπου γυναικείας επιχειρηματικότητας, καθοδηγούμενη, στην πιο ελιτίστικη εκδοχή της, από προσωπικότητες όπως η Sheryl Sandberg, διευθύνουσα σύμβουλος του Facebook.

Τα θολά νερά της ευελισφάλειας (flexicurity)

Αυτό ήταν το γόνιμο έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκε το ακόλουθο σημερινό σκηνικό: από τη μία πλευρά, υπάρχουν περισσότερες γυναίκες παρά ποτέ στην έμμισθη αγορά εργασίας και στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αλλά, από την άλλη, η κρίση προάγει την απόσυρση του κράτους και των ευθυνών του όσον αφορά την αναπαραγωγική εργασία -οικιακή εργασία και φροντίδα- η οποία επιστρέφει στο σπίτι ή περνάει στα χέρια της ιδιωτικής αγοράς. Αυτή η απόσυρση, την οποία ορισμένες μαρξίστριες φεμινίστριες όπως η Sandra Ezquerra και η Nancy Hartsock έχουν χαρακτηρίσει ως «μια νέα περίφραξη των συλλογικών αναπαραγωγικών αγαθών», αυξάνει ακόμα περισσότερο τον εργασιακό φόρτο των γυναικών. Η ‘Μπάρμπι επιχειρηματίας’ προκύπτει λοιπόν, σε ένα πλαίσιο στο οποίο ο ρόλος των γυναικών ως επισφαλών εργαζομένων αυξάνεται και παράλληλα συνδυάζεται και διασταυρώνεται με την επιστροφή σε παραδοσιακούς έμφυλους αναπαραγωγικούς ρόλους. Αυτή η τάση φαίνεται ότι θα συνεχιστεί, δεδομένου ότι οι πολιτικές της ευελισφάλειας έχουν ως αποτέλεσμα  την αύξηση της παρουσίας των γυναικών στις πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας. Βλέπουμε ότι η Ολλανδία, η Γερμανία και η Δανία, τρεις από τις χώρες-αναφορά σε θέματα ευελισφάλειας, είναι οι χώρες που έχουν τις περισσότερες γυναίκες σε θέσεις μερικής απασχόλησης (77%, 46,1% και 35,8% αντίστοιχα). Δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε ότι αυτό το πλαίσιο δεν είναι και το πιο συμβατό σκηνικό για να μπορέσουν οι γυναίκες να αναπτύξουν «το δυναμικό τους και τις επιχειρηματικές ικανότητές τους». Υπό αυτή την έννοια, για πολλές γυναίκες, η φιγούρα της δυναμικής επιχειρηματία δρα ως δέλεαρ μιας επιλογής που δεν είναι ιδιαίτερα ρεαλιστική, αποκαλύπτοντας έτσι ένα από τα πιο ισχυρά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού: την προσφορά ενός πράγματος ως απόκρυψη κάποιου άλλου πράγματος που συμβαίνει στην πραγματικότητα

Ο νεοφιλελευθερισμός άνοιξε μια πόρτα ώστε ορισμένες προνομιούχες γυναίκες να μπορέσουν -ενώ εξακολουθούν βέβαια να υφίστανται διακρίσεις λόγω του φύλου τους-  να αποτελέσουν μέρος μιας ελίτ, κάνοντας παράλληλα αόρατη την κατάσταση των υπολοίπων γυναικών και βάζοντας εμπόδια στις δημόσιες διεκδικήσεις τους, οι οποίες δεν ακούγονται, ή ακόμα χειρότερα, απονομιμοποιούνται. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιτρέπουν σε ορισμένες γυναίκες ενταχθούν στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αλλά δεν θέτουν υπό ουσιαστική αμφισβήτηση τις εξουσιαστικές σχέσεις ή την ασυμμετρία ευκαιριών στην ελεύθερη αγορά. Για παράδειγμα παραμερίζονται τα προγράμματα για τη βελτίωση της κοινωνικής θέσης των λιγότερο ειδικευμένων εργατριών, οι τομείς εργασίας των οποίων υφίστανται περικοπές και νέες μορφές επισφαλοποιήσης.

Η υφαρπαγή, διαστρέβλωση και παραχάραξη μερικών από τα πιο ελκυστικα στοιχεία της φεμινιστικής ιδεολογίας έχει συνεισφέρει στην διάδοση και αποδοχή αυτών των πολιτικών, καθώς η υπεράσπιση της επιχειρηματικότητας και των νεοφιλελεύθερων μοντέλων επιτυχίας συνδυάζεται με διαδικασίες επισφαλοποίησης της εργασίας και παγκόσμιας αύξησης των ανισοτήτων. Το πρότυπο της επιχειρηματικότητας νομιμοποιείται περαιτέρω μέσω του δημόσιου λόγου περί  προσωπικής υπευθυνότητας της καθεμίας για την κατάστασης της. Για όλους αυτούς του λόγους, πρέπει να είμαστε προσεκτικές με μοντέλα όπως η ‘Μπαρμπι επιχειρηματίας’, τα οποία χρησιμοποιώντας ως προπέτασμα καπνού την γυναικεία ενδυνάμωση τελικά αφαιρούν από τη γυναικεία αμειβόμενη εργασία τη χειραφετητική της διάσταση.

employement_rate

Παίζοντας το χαλασμένο τηλέφωνο με τις επικριτικές φωνές

Η αδηφάγος όρεξη του νεοφιλελευθερισμού για φεμινιστικές ιδέες δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά αποτελεί μέρος της συνηθισμένης στρατηγικής επιβίωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως έχουν εξηγήσει συγγραφείς όπως ο Luc Boltanski και η Eve Chiapello –σε σχέση με την καλλιτεχνική κριτική στην εργασία- ο Albert O. Hirschman –με σχέση με τον ρόλο των συμφερόντων- ή η Nancy Fraser –σε σχέση με τον οικογενειακό μισθό και την προοδευτική κριτική του κρατικού πατερναλισμού- ο καπιταλισμός  περισυλλέγει τις κριτικές που του ασκούνται και τις ενσωματώνει μερικώς στο αφήγημά του. Στην πορεία αφομοίωσής τους οι κριτικές διαστρεβλώνονται και χάνουν τον εν δυνάμει απειλητικό χαρακτήρα τους. Όσοι δε ασκούν αυτές τις κριτικές πολλές φορές ενσωματώνονται ιδεολογικά στον καπιταλισμό, ξεγελασμένοι από τις όποιες πύρρειες νίκες έχουν κερδίσει. Μέσω αυτής της μακιαβελικής μανούβρας, ο καπιταλισμός βγαίνει ενισχυμένος και επενδεδυμένος με ένα φρέσκο λούστρο νομιμότητας, ενώ έχει ουσιαστικά πραγματοποιήσει μικρές προσαρμογές που δεν αμφισβητούν τα θεμέλια του.

Η θεσμική αποδοχή και προβολή της ικανότητας γυναικών να είναι επιχειρηματίες και αφεντικά του ευατού τους και άρα να ενταχθούν στο νεοφιλελεύθερο οικοσυστήμα, είναι η ένεση νομιμότητας που έλειπε από το παρόν πλαίσιο εργασιακών μεταρρυθμίσεων. Το ιδανικό της χειραφέτησης μέσω της επιχειρηματικότητας χρησιμοποιείται ως φαντασιακό αντίβαρο σε ένα περιβάλλον όπου η πραγματική ανεξαρτησία των γυναικών απειλείται από τις συνεχείς ελαστικοποιήσεις της αγοράς εργασίας και περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες.

Μετάφραση/επιμέλεια: Ιουλία Λειβαδίτη

Πηγή: Picara