Αυτοπροσωπογραφία της Gertrud Arndt στο Bauhaus στο 1926-27

της Alice Rawsthorn

Πρέπει να ένιωθε τόσο αισιόδοξη. Όταν η Gertrud Arndt έφτασε στη σχολή τεχνών και design του Bauhaus το 1923 ήταν μια προικισμένη, ζωηρή εικοσάχρονη που είχε κερδίσει μια υποτροφία για να πληρώσει τις σπουδές της. Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια ως μαθητευόμενη σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, ήταν αποφασισμένη για το ότι ήθελε να σπουδάσει αρχιτεκτονική.

Με τίποτα. Το Bauhaus ήταν σε αναβρασμό εξαιτίας της μακρόχρονης διαμάχης μεταξύ του ιδρυτικού μέλους και διευθυντή, του αρχιτέκτονα Walter Gropius και ενός από τους πιο χαρισματικούς καθηγητές, του Johannes Itten, που ήθελε να χρησιμοποιήσει τη σχολή ως μέσο για την πνευματική του προσέγγιση στην τέχνη και το design. Στην Arndt ειπώθηκε ότι δεν υπήρχε μάθημα αρχιτεκτονικής για εκείνη και στάλθηκε στο εργαστήρι υφαντικής.

Όχι ότι ήταν η μόνη. Οι περισσότερες από τις άλλες φοιτήτριες είχαν υποχρεωθεί να σπουδάσουν τα υποτιθέμενα «γυναικεία» αντικείμενα της υφαντικής και κεραμικής επίσης. Το Bauhaus Archive του Βερολίνου προσπαθεί τώρα να επανορθώσει προς γυναίκες σαν κι αυτές, που αισθάνθηκαν περιθωριοποιημένες στη σχολή, τιμώντας το έργο τους στη σειρά εκθέσεων «Female Bauhaus» [1], η πιο πρόσφατη εκ των οποίων είναι αφιερωμένη στην Arndt.

Εκτός από τα σπουδαστικά της έργα στα υφάσματα, η έκθεση για την Arndt, μέχρι τις 22 Απρίλη, περιλαμβάνει τους φωτογραφικούς πειραματισμούς που ξεκίνησε στο Bauhaus και συνέχισε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Είναι η τρίτη γυναίκα απόφοιτη του Bauhaus της οποίας τα έργα περιλαμβάνονται στη σειρά εκθέσεων, η οποία ξεκίνησε με την σχεδιάστρια υφασμάτων Benita Koch-Otte και την Lou Scheper-Berkenkamp που έχτισε μια καριέρα στο θεατρικό design, την εικονογράφηση και τη θεωρία χρωμάτων αφότου άφησε τη σχολή. Το Bauhaus Archive σχεδιάζει να συνεχίσει το αφιέρωμα μελλοντικά με περισσότερες εκθέσεις.

Και οι τρεις από τις πρώτες γυναίκες της έκθεσης «Female Bauhaus» ήταν ασυνήθιστα ταλαντούχες, αποφασισμένες και δημιουργικές, κι όμως καθεμιά θα  ήταν δικαιολογημένη να αισθάνεται ότι αντιμετώπιζε μεγαλύτερα επαγγελματικά εμπόδια από τους άντρες σύγχρονούς τους τόσο στο Bauhaus όσο και μετέπειτα. Γιατί μια υποτίθεται προοδευτική σχολή αποδείχθηκε τόσο μισογυνιστική ;

Το Bauhaus, που λειτουργούσε από το 1919 ως το 1933, δεν ήταν πάντοτε άδικο προς τις γυναίκες. Ήταν μόνο στα πρώτα χρόνια που οι σπουδάστριες κατευθύνονταν σε συγκεκριμένα μαθήματα, παρά τον ισχυρισμό του Gropius στο μανιφέστο της σχολής ότι καλωσόριζε «κάθε έντιμο άτομο, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου».

«To Bauhaus είχε προοδευτικές επιδιώξεις, όμως οι άντρες επικεφαλείς αντιπροσώπευαν τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής τους», δηλώνει η Catherine Ince, συν-επιμελήτρια της πρόσφατης έκθεσης «Bauhaus Art as Life» στην Barbican Art Gallery του Λονδίονου. «Ήταν απλά ένα βήμα μακρινό να έρθει την ισότητα σε όλους τους τομείς».


Η κατάσταση βελτιώθηκε αφότου ο Gropius πέτυχε να διώξει τον Itten το 1923 και να τον αντικαταστήσει με τον ριζοσπάστη Ούγγρο καλλιτέχνη και designer Laszlo Moholy-Nagy. Ο Moholy, έχοντας εξασφαλίσει ότι οι σπουδάστριες θα έχουν μεγαλύτερη ελευθερία, ενθάρρυνε μία από αυτές, την Marianne Brandt, να συμμετάσχει στο εργαστήριο μετάλλου. Αυτή έμελλε να γίνει μια από τις πιο σημαντικές Γερμανίδες industrial designers κατά τη δεκαετία 1930.

Όμως οι Arndt, Koch-Otte and Scheper-Berkenkamp, είχαν την ατυχία να γραφτούν στη σχολή πριν την άφιξη του Moholy. Η Koch-Otte ήταν η μόνη από τις τρεις που διατήρησε την αρχική πορεία σπουδών της μετέπειτα, καταλήγοντας τελικά να γίνει μια σημαντική μορφή τόσο στο χώρο του design υφασμάτων όσο και στην καλλιτεχνική εκπαίδευση. Ενώ η Scheper-Berkenkamp τα παράτησε μετά τον γάμο της με έναν συμφοιτητή της, για να συνεισφέρει μόνο στο Bauhaus Theater όταν εκείνος επέστρεψε στη σχολή ως καθηγητής αρκετά χρόνια αργότερα. Ομοίως, η Arndt παράτησε τηνυφαντική αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της το 1927 αλλά έχτισε άτυπε σχέσεις με το Bauhaus στο γύρισμα της δεκαετίας 1930, όταν και ο δικός της σύζυγος, τον οποίο είχε επίσης γνωρίσει ως φοιτήτρια, δέχτηκε μια θέση εκεί.

Ακόμα κι έτσι, και οι τρεις γυναίκες κατέληξαν να δουλεύουν σε τομείς που το ανδροκρατούμενο οικοδόμημα του design δεν θεωρούσε ως τόσο σημαντικούς όσο, για παράδειγμα, την αρχιτεκτονική ή το βιομηχανικό design. Ήδη από τότε, λιγότερες εκθέσεις και βιβλία έχουν αφιερωθεί σε αυτά από ό,τι σε άλλα αντικείμενα. Ακόμα και οι πιο πετυχημένες απόφοιτες στο χώρο του υφάσματος, μεταξύ των οποίων οι Anni Albers, Gunta Stölzl και Koch-Otte έχουν εμφανιστεί σε λιγότερο εξέχουσες θέσεις στις αφηγήσεις για τη σχολή από τους άντρες ομόλογούς τους που σπούδασαν πιο «σημαντικά» αντικείμενα.

Όχι βέβαια ότι τα στερεότυπα φύλου στο Bauhaus ήταν τα μόνα επαγγελματικά προβλήματα που αντιμετώπισαν. Όπως η κ. Ince κατέδειξε, η αρχική αμφιθυμία του σχολείου προς τις γυναίκες αντανακλούσε τις προκαταλήψεις της εποχής. Καθεμιά από τις τρεις αντιμετώπισε τις ίδιες προκλήσεις με τις υπόλοιπες γυναίκες που προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις οικιακές υποχρεώσεις και τις καριέρες τους. Για αυτές, τα προβλήματα οξύνονταν από τον κίνδυνο να επισκιαστούν από τους συζύγους τους, που εργάζονταν σε παρεμφερείς τομείς.

Αναμφισβήτητα, οι ίδιες και οι σύζυγοί τους επίσης υπέφεραν επαγγελματικά και από την διαμονή τους στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αντί να ζητήσουν καταφύγιο στις ΗΠΑ όπως ο Gropius και άλλοι επιφανείς απόφοιτοι. Η παραμονή στην Ευρώπη όχι μόνο τις απομόνωσε από τους κύκλους του Gropius, αλλά επιπλέον τις άφησε να αντιμετωπίσουν τις βάρβαρες συνέπειες των ευρωπαϊκών μεσοπολεμικών πολιτικών.

Στη χειρότερη θέση βρέθηκε η Koch-Otte με τον σύζυγό της, στους οποίους απαγορεύτηκε από τους Ναζί να διδάσκουν στη Γερμανία και χρειάστηκε να καταφύγουν στην Πράγα. Τραγικά, εκείνος σκοτώθηκε εκεί σε ατύχημα, αφήνοντάς την να επιστρέψει στη Γερμανία για να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Ούτε η Arndt ούτε η Scheper-Berkenkamp υπέφεραν όσο η Koch-Otte ή η Brandt, που βρέθηκε στην Ανατολικογερμανική πλευρά του Σιδηρούν Παραπετάσματος, όμως εκείνες και οι οικογένειές τους έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα τραύματα και τις κακουχίες της ζωής στη Ναζιστική Γερμανία.

Η σειρά «Female Bauhaus» είναι ένας συγκινητικός τρόπος να γνωρίσουμε τα επιτεύγματά τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια και μετά τις σπουδές τους. Αντανακλά επίσης το αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον για τη δουλειά των γυναικών designers, τόσο μέσα όσο και εκτός του Bauhaus, από μια νέα γενιά ιστορικών και επιμελητών, όπως η κ. Ince.

Μια ομάδα εξ’ αυτών πρόκειται να συναντηθεί στο εναρκτήριο συνέδριο International Gender Design Network στη Νέα Υόρκη, στις 28-29 Μαρτίου, για να συζητήσει ένα εξίσου ακανθώδες θέμα: τον βαθμό στον οποίο ο σεξισμός που κατέστρεψε τα πρώτα χρόνια του Bauhaus επιμένει και σήμερα στο design.

 


[1] «Γυναικείο Bauhaus»

 

Πηγή:  The New York Times

μετάφραση: Δήμητρα Σπανού