της Λίντια Φαλκόν*
Δεν πίστευα ότι θα τολμούσαν. Επί δύο χρόνια και πριν ακόμη, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος απειλεί τις γυναίκες και γενικά ολόκληρη την κοινωνία ότι θα ποινικοποιήσει, θα απαγορεύσει και θα εμποδίσει τη δυνατότητα έκτρωσης. Όμως οι αντιδράσεις των φεμινιστικών οργανώσεων, τα επικριτικά σχόλια μεγάλης μερίδας πολιτικών και διανοουμένων, τόσο ανδρών όσο και γυναικών, και η ηχηρή εκστρατεία, την οποία εύλογα προκάλεσε μια τέτοια πρόθεση σχεδόν σε όλες τις προηγμένες χώρες, καθυστέρησαν την εφαρμογή τέτοιων μέτρων. Από την Αυστραλία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες και από την Πορτογαλία μέχρι τη Νορβηγία οι φεμινίστριες με ρωτούσαν συνεχώς αν ήταν σίγουρο ότι θα ψηφιζόταν ένας νόμος όπως αυτός που ανακοινώθηκε και καθυστερούσε τόσο, ώστε αμφέβαλλα ότι θα προχωρούσαν. Αλλά τελικά το νομοσχέδιο είναι έτοιμο.
Βέβαια ο Γαγιαρδόν[1] είχε απειλήσει ότι θα απαγόρευε τις αμβλώσεις ακόμη και στις περιπτώσεις βιασμού, όμως το δέχονται και το συνιστούν όχι μόνο η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών των Ηνωμένων Εθνών, αλλά σίγουρα και οι γυναίκες του κόμματός του –και ποιος ξέρει και πόσοι άνδρες;– πράγμα που έθεσε όρια στο υπερσυντηρητικό του παραλήρημα. Όμως ήδη βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση με εκείνη των αρχών της δεκαετίας του 1980, όταν οι φεμινίστριες διεκδικούσαμε με όλες μας τις δυνάμεις το δικαίωμα των γυναικών να ορίζουν όχι μόνο το ίδιο τους το σώμα αλλά και τη μελλοντική τους ζωή, την οποία υποθηκεύει για πάντα η ανεπιθύμητη μητρότητα.
Τριάντα χρόνια μετά από εκείνους τους αγώνες μοιάζει με εφιάλτη να βρισκόμαστε πάλι στους δρόμους φωνάζοντας ότι το σώμα μας είναι δικό μας, ότι η κοιλιά μας και η ικανότητά της να γεννά δεν ανήκουν ούτε στην καθολική Εκκλησία, ούτε στον νομοθέτη, ούτε στον δικαστή, ούτε στον γιατρό, ούτε καν στον άνδρα που έσπειρε το έμβρυο, σε όλες εκείνες τις εξουσίες που πάντα οικειοποιούνται την αναπαραγωγική ιδιότητα των γυναικών και γίνονται κύριοι της μήτρας και της ζωής τους.
Τους τελευταίους μήνες δημοσιεύτηκαν και διατυπώθηκαν επανειλημμένως –και θα συνεχίσουν και τους επόμενους– επιχειρήματα από φεμινιστική, κοινωνιολογική και ιατρική σκοπιά και από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία υποστηρίζουν ότι η απόφαση για διακοπή της κύησης ανήκει αποκλειστικά στην έγκυο. Αποτελούν θεμελιώδη αναγνώριση των γυναικών ως ελεύθερων ανθρώπινων όντων, ως πολιτών, ως υποκειμένων κοινωνικού, ηθικού και πολιτικού δικαίου. Περιγράφηκε με κάθε ειλικρίνεια το φάσμα της δυστυχίας την οποία τους επιφυλάσσει η εφαρμογή ενός τέτοιου νόμου, καθώς και η τεράστια οικονομική ποινικοποίηση την οποία συνεπάγονται για ολόκληρη την κοινωνία οι παράνομες αμβλώσεις και οι επιπτώσεις τους στην υγεία, τα ταξίδια σε πόλεις του εξωτερικού, η αμοιβή των ιδιωτικών κλινικών, χωρίς να μπορεί να μετρηθεί ο πόνος που σημαίνουν όλα αυτά για τις γυναίκες και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Επομένως δεν θα τα επαναλάβω.
Θέλω όμως να καταθέσω τις σκέψεις μου σχετικά με τη σημασία αυτού του νόμου από πολιτική άποψη. Είναι ακόμη μια απόδειξη, μαζί με τον Νόμο για την Ιστορική Μνήμη[2], τις υποθέσεις των φρανκιστών δολοφόνων που μπήκαν στο αρχείο, τα λείψανα των θυμάτων που βρίσκονται σε όλες τις τάφρους της Ισπανίας και δεν αναζητούνται πια, την απόκρυψη της ιστορίας του περασμένου αιώνα από τα σχολεία και τα μέσα ενημέρωσης, ότι ο φρανκισμός ούτε εξαφανίστηκε, ούτε μπήκε στο αρχείο, ούτε διώκεται, αλλά συνεχίζει να κυβερνά.
Η απαγόρευση των αμβλώσεων υπήρξε χαρακτηριστικό γνώρισμα του φασισμού ο οποίος διήρκεσε στη χώρα μας περισσότερο από τα σαράντα χρόνια δικτατορίας. Αν λάβουμε υπόψη ότι στην Καστίλλη και Λεόν, τη Γαλικία, την Ανδαλουσία, την Εξτρεμαδούρα η δικτατορία επιβλήθηκε αμέσως μετά τη 18η Ιουλίου[3] και ότι το σύνταγμα ψηφίστηκε μόλις το 1978, τότε στη μισή χώρα ο φρανκισμός υπήρξε νικητής και κυρίαρχος επί σαράντα δύο χρόνια. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι οι περισσότεροι ηγέτες της μεταπολίτευσης, που τόσο έχει επαινεθεί, ήταν φρανκιστές με τη βούλα, με γαλάζιο πουκάμισο[4] μέχρι τις παραμονές της προσχώρησής τους στη δημοκρατία, ότι επέβαλαν αυτό το σύνταγμα που υπερασπίζεται το «δικαίωμα στη ζωή», ότι στην οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό εξακολουθούν να κυριαρχούν τα ίδια ονόματα της Δεξιάς, όπως και τον προηγούμενο αιώνα, και ότι η καθολική Εκκλησία της Ισπανίας είναι πιο αντιδραστική και από τον νέο Πάπα, συνεπώς δεν πρέπει να μας εκπλήσσει καθόλου ο νόμος Γαγιαρδόν.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που βρίσκω παράδοξο είναι η έκπληξη και ο σκανδαλισμός των φεμινιστριών και της Αριστεράς εξαιτίας των νομικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες εφαρμόζει η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος. Νόμιζαν, φαίνεται, ότι η δημοκρατία, που τόσο τους την έχουν διαφημίσει, είχε εδραιωθεί οριστικά στη χώρα μας. Φαίνεται ότι η κοινωνία πάσχει από βαθιά αμνησία και δεν θυμάται τι είναι η ισπανική Δεξιά, αν και δεν πέρασαν παρά μόνο δέκα χρόνια από τότε που κυβερνούσε πάλι[5]. Βέβαια ο Χοσέ Μαρία Αθνάρ και το επιτελείο του δεν αναθεώρησαν τη νομική μεταρρύθμιση του 1983[6], η οποία αποποινικοποιούσε τρεις αιτίες άμβλωσης, ενώ ο νέος νόμος τις επαναποινικοποιεί[7], αλλά αποδείχτηκε εντελώς αφελές να φανταζόμαστε ότι ο Ραχόι και η παρέα του θα αποδέχονταν το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, χωρίς αυτές να ζητήσουν την άδεια κανενός, έστω και εντός του σύντομου ορίου των δεκατεσσάρων εβδομάδων και μολονότι παραμένει αδίκημα που ποτέ δεν απαλείφτηκε από τον ποινικό κώδικα.
Αν η ακροδεξιά κυβέρνηση, που μας καταπιέζει, έπρεπε να πάρει κάποια εκδίκηση ενάντια στη δειλές κατακτήσεις που είχε σημειώσει ο φεμινισμός, αν με κάποιον τρόπο μπορούσε να εκδικηθεί εμάς τις γυναίκες, επειδή δεν πια είμαστε σκλάβες, όπως προέβλεπε η δικτατορική νομοθεσία, αν τελικά έπρεπε να παρουσιαστεί στην καθολική Εκκλησία, τη μεγάλη της σύμμαχο και συνένοχη, ως εγγυητής των σχετικών αρχών, έπρεπε να απαγορεύσει και πάλι το δικαίωμα των γυναικών να ορίζουν το σώμα και τη μοίρα τους.
Στο DNA της Δεξιάς, της Εκκλησίας, όλων των αντιδραστικών δυνάμεων βρίσκεται η υποτέλεια των γυναικών, η υποταγή στο αναντικατάστατο μητρικό τους καθήκον, η διατήρησή τους ως αναπαραγωγικών δυνάμεων, η υποχρέωσή τους να γεννούν είτε θέλουν είτε όχι.
Ο νόμος Γαγιαρδόν παραπέμπει απευθείας σε όλες επιταγές και τα δόγματα του φρανκισμού που κυριάρχησαν στην πρόσφατη ιστορία μας σχεδόν επί μισόν αιώνα. Αποδεικνύει, ακόμη μια φορά, ότι η μεταπολίτευση και η υποτιθέμενη δημοκρατία, την οποία έφερε, είναι άμεσες κληρονόμοι του φρανκισμού. Και ότι μόνο μέσω της ριζικής ρήξης με τους καθοδηγητές του φασισμού και της ανατροπής του μοναρχικού και πατριαρχικού καθεστώτος, που μας καταπιέζει, θα μπορέσουμε εμείς οι γυναίκες να αποκτήσουμε την ελευθερία μας.
Μετάφραση: Δήμητρα Κοκκινίδου
Πηγή: El Público
*Η Λίντια Φαλκόν Ονίλ (Lidia Falcón O’Neil) είναι πτυχιούχος νομικής, δραματικής τέχνης και δημοσιογραφίας, διδάκτωρ φιλοσοφίας και επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Γούστερ του Οχάιο. Ίδρυσε τα περιοδικά Φεμινιστική Διεκδίκηση (Vindicación Feminista) και Εξουσία και Ελευθερία (Poder y Libertad), τα οποία και διευθύνει.
Ίδρυσε το Φεμινιστικό Κόμμα Ισπανίας (Partido Feminista de España) και τη Συνομοσπονδία Φεμινιστικών Οργανώσεων Ισπανίας (Confederación de Organizaciones Feministas del Estado Español). Συμμετείχε στο Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων κατά των Γυναικών των Βρυξελών, στο συνέδριο Η αδελφοσύνη είναι παγκόσμια (Sisterhood is global) στη Νέα Υόρκη, σε όλες τις Διεθνείς Εκθέσεις Φεμινιστικού Βιβλίου και στις Παγκόσμιες Διασκέψεις Γυναικών στο Ναϊρόμπι και στο Πεκίνο.
Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες και περιοδικά στην Ισπανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει εκδώσει 42 βιβλία. Από τα δοκίμιά της ξεχωρίζουν: Γυναίκες και κοινωνία (Mujer y sociedad), Το φεμινιστικό ζήτημα (La razón feminista), Βία κατά των γυναικών (Violencia contra la mujer), Γυναίκες και πολιτική εξουσία (Mujer y poder político) και Οι νέοι μύθοι του φεμινισμού (Los nuevos mitos del feminismo), τα οποία έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.
Πλούσιο είναι και το πεζογραφικό της έργο: Γράμματα σε μια ηλίθια Ισπανίδα (Cartas a una idiota española), Κρατά πολύ να περιμένεις σιωπηλός (Es largo esperar callado), Τα παιδιά των ηττημένων (Los hijos de los vencidos), Στην κόλαση (En el infierno), Το παιχνίδι του δέρματος (El juego de la piel), Ρήξεις (Rupturas), Δρόμος χωρίς επιστροφή (Camino sin retorno), Μεταμοντέρνοι (Postmodernos), Κλάρα (Clara), Δολοφονώντας το παρελθόν (Asesinando el pasado), Πολιτικές αναμνήσεις (Memorias políticas), Στο τέλος ήμουν μόνη (Al fin estaba sola), Μια γυναίκα του καιρού μας (Una mujer de nuestro tiempo), Εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες (Ejecución sumaria) και μια ποιητική συλλογή Κοίταγμα φλογερό και σπαρακτικό (Mirar ardiente y desgarrado).
Σημ. μετφ.
[1] Αλμπέρτο Ρουίθ-Γαγιαρδόν (Alberto Ruiz-Gallardón), υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος εθεωρείτο μετριοπαθής, όταν ήταν πρόεδρος της τοπικής κυβέρνησης της Μαδρίτης και στη συνέχεια δήμαρχος της ίδιας πόλης.
[2] Ψηφίστηκε το 2007, επί διακυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρωθυπουργίας του Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεθ Θαπατέρο (José Luis Rodríguez Zapatero), ως όψιμη και άτολμη απόδοση ιστορικής δικαιοσύνης, εφόσον δεν καταδικάζει απερίφραστα τον φρανκισμό. Ο νόμος προβλέπει τη χρηματοδότηση της εκταφής των εκτελεσμένων δημοκρατικών, την απομάκρυνση των δικτατορικών συμβόλων από τα δημόσια κτίρια και την απόδοση της ισπανικής υπηκοότητας στους απογόνους των ηττημένων αυτοεξόριστων, με προϋπόθεση τη δήλωση πίστης στο σύνταγμα, άρα και στον βασιλιά –πράγμα μάλλον παράδοξο για τα παιδιά και τα εγγόνια εκείνων που υπερασπίστηκαν τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία.
[3] Στις 18 Ιουλίου 1936 άρχισε ο ισπανικός Εμφύλιος ύστερα από το στρατιωτικό πραξικόπημα κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης· στις παραπάνω περιοχές σύντομα επικράτησαν οι φασίστες.
[4] To χρώμα των στολών της Ισπανικής Φάλαγγας.
[5] 1996-2004.
[6] Της κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος υπό τον Φελίπε Γκονθάλεθ (Felipe González).
[7] Καταργείται το δικαίωμα της γυναίκας να αποφασίζει τη διακοπή της κύησης μέχρι τη δέκατη τέταρτη εβδομάδα (το οποίο κατοχυρώθηκε μόλις το 2010) και μετατρέπεται σε αδίκημα, όπως συνέβαινε και με τον νόμο του 1985, εκτός από τις περιπτώσεις βιασμού ή κινδύνου για τη σωματική και ψυχική της υγεία. Επίσης απαγορεύεται η έκτρωση ακόμη και αν συντρέχουν λόγοι γενετικών ανωμαλιών του εμβρύου, εκτός εάν υπάρχουν σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις στην έγκυο. Σε όλες τις περιπτώσεις απαιτείται ιατρική γνωμάτευση με προϋποθέσεις αυστηρότερες από εκείνες του νόμου του 1985.
Διαβάστε ακόμα