της Φλώρας Νικολιδάκη
Το τηλέφωνο χτύπησε νωρίς το πρωί. Στην άλλη άκρη της γραμμής ακούσθηκε μια διστακτική γυναικεία φωνή:
«μήπως ενοχλώ»?
Την παρότρυνα να μιλήσει.
«επικοινωνώ μαζί σας, γιατί ο άνδρας μου με χτυπάει. Έχω 2 γιούς, το έχουν συνηθίσει. Προχθές με χτυπούσε με την αλυσίδα του ποδηλάτου, και ο γιός μου έτρωγε σουβλάκι στον καναπέ».
Κόλλησε το μυαλό μου. Μιλούσε και δεν την άκουγα. Τι είπε?
Αυθόρμητα της είπα: «πρέπει να φύγεις»,
«μα τα παιδιά?» με ρώτησε.
«φύγε, τώρα. Πάρε δύο ρούχα και φύγε», νόμιζα ότι θα πάθω συγκοπή. Πως είναι δυνατό?
Συνήλθα και της έδωσα τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Της είπα όμως ότι ουσιαστικά αυτό που έχει να κάνει είναι ένα και μοναδικό: να το πάρει απόφαση, ότι αυτή η οικογένεια έχει τελειώσει. Δε γίνεται να το παλέψει άλλο. Είναι θύμα.
Αν θέλει να σώσει τα παιδιά της, έστω τώρα, πρέπει να φύγει.
Ξέρω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο για τη γυναίκα, «να φύγει».
Είναι όμως ζήτημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας και επιβίωσης.