της Ελένης Καρασαββίδου

«Έναν τον κλότσησαν στο στομάχι ώσπου ξέρασε, έπειτα τον έκαναν να ξαναβάλει στο στόμα του ό,τι του είχαν βγάλει έξω. Όταν προσπάθησε να πνιγεί στο  ίδιο του το ζουμί τον συνέφεραν: «Είσαι χειρότερος από αράπη ή Οβριό», είπε ο κρανοφόρος «Είσαι διανοούμενος» (από το αριστουργηματικό ποίημα Γάγραινα του F. Lewin, μτφρ Κ. Αγγελάκη-Ρουρκ).

Αν θέλεις να έχεις ελπίδες να ανατρέψεις ή να σταματήσεις κάτι πρέπει να το κατανοήσεις. Το σκοτάδι είναι η καταδίκη του Μεφιστοφελή κι η αποδοχή αυτής της αλήθειας η απαρχή της λύτρωσής του (χαίρεται κ. Φρόυντ!) Η ανάγνωση, πχ, του ναζισμού ως μία έκφανση ακραίας συντηρητικότητας είναι ελλιπέστατη και «πολύ βολική» για το συλλογικό μας προσωπείο. Στην πραγματικότητα, όταν η χρονική απόσταση θα είναι επαρκής, θα κατανοηθεί πως δεν υπάρχει ούτε ιδεολογικός χώρος, ούτε τάξη που να απετέλεσαν στεγανά στην προσπάθεια του ναζιστικού καθεστώτος να στρατολογήσει στελέχη.  Μέλη του ΚΚΓ έτρεξαν με «ενθουσιασμό» στις γραμμές του, και η «καλλιεργημένη» μεγαλοαστική τάξη είχε τους Άλμπερ Σπίαρ της. Παρόλο που η κύρια πελατεία των ναζί λέγεται πως ήταν οι φοβικοί και αποτυχημένοι (και δεν έχουμε κανέναν λόγο να το αμφισβητήσουμε), δεν ίσχυε το ίδιο για όσους κυνικά διαχειρίστηκαν τις δυναμικές του και εν πολλοίς τις συνδημιούργησαν. Ούτε η θεωρητική συγκρότηση ούτε η επιτυχία απετέλεσαν ασπίδες. Για την ιστορία, χρειάστηκε βέβαια ένα κομμάτι των συντηρητικών  να συμμαχήσει με τους ναζί (κι έχει την σημασία του αφού αποτελεί εδραίο έδαφος του ναζισμού) ώστε αυτοί να αποκτήσουν τον απαραίτητο αριθμό εδρών και λίγα χρόνια επίπλαστης ευμάρειας κι ευτυχίας. Αλλά θα είναι λάθος στην  προσπάθεια ν’ αναλύσουμε μία από τις πλευρές του πολυσύνθετου αυτού φαινομένου να το ταυτίσουμε μονοσήμαντα με τον συντηρητισμό. Ο συντηρητισμός ο ίδιος δεν είναι συνεκτικός μονόλιθος, και υπάρχουν νησίδες του που εμφορούνται από έναν συντηρητικό μεν αλλά βαθύ ανθρωπισμό. Αν οι ιδιοσυγκρασίες και οι κοσμο-αντιλήψεις των ανθρώπων δρούσαν ανεξάρτητα από συμπαγείς ομάδες ταξικών -και όχι μόνο!- συμφερόντων, κι αν η παιδεία μας προσέφερε ορίζοντα κι ανάσα που θα νικούσε τον ατομικό και συλλογικό μας ναρκισσισμό, τότε είναι ελπίζω προφανές ότι θα χρειάζονταν «και τα δυο» (προοδευτικοί και συντηρητικοί) ώστε ο κόσμος να βρισκόταν διαρκώς σε μια κατάσταση δυναμικής (ποτέ ακίνητης, γιατί αυτή είναι η μαύρη συντήρηση ό,τι χρώμα κι αν φοράει) και δημιουργικής ισορροπίας. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ανεξάρτητα, όπως κι οι άνθρωποι. “Το ζήτημα δεν είναι απλά ότι κάποιοι άνθρωποι δεν τυγχάνουν πολιτισμικής αναγνώρισης από άλλους. Αλλά ότι η διαχείριση της πολιτισμικής αναγνώρισης σχετίζεται με μια σύνθετη διαδικασία που μετατρέπει ένα υποκείμενο σε “Άλλον”, το λεγόμενο othering, (Beavouoir, 1979) κι αυτή η εξουσία, διάχυτη κι ανώνυμη, διακατέχει τους πάντες και κανέναν», όπως έγραψε η Butler στα 1999 (μτφρ. Α. Γαβριηλίδης).

Έτσι λοιπόν, υπάρχει και μια ποσόστωση του πληθυσμού που δεν ταυτίζεται  με την σημειολογία της συντήρησης, μα αποτελεί μεγάλη δεξαμενή της οργάνωσης με το ρομαντικό όνομα και το εφιαλτικό ραντεβού (γιατί μετά τη νύχτα με τους ναζί δεν σε περιμένει η χρυσή αυγή…). Η ομάδα αυτή (περισσότερο συσσωμάτωση παρά ομάδα) έχει αντικαταστήσει την πλάνη του γερμανικού αστισμού (Τ. Μαν) με την πλάνη του ελληνικού μικροαστισμού (και όχι μόνο ελληνικού…). Αν οι Γερμανοί αστοί αρνήθηκαν να πάρουν στα σοβαρά τον Χίτλερ και τα στρατόπεδα, ήταν γιατί θεωρούσαν την κλασσική παιδεία επαρκές αντιβιωτικό (λυπάμαι για την ιατρικοποιημένη πρόσληψη της πολιτικής, αλλά σ’ αυτόν τον αγώνα –αντοχής και δρόμου ταυτόχρονα- προτίθεμαι να πολεμήσω τον ραγδαία ανερχόμενο ιό με -μερικά από- τα όπλα του).

Οι Έλληνες μικροαστοί, -χαρακτηριστικά χαζοχαρούμενοι πάντα- στη θέση της κλασσικής παιδείας έχουν βάλει την μάτσο  (ψευτο)μαγκιά, την mainstream τσοντίτσα της γκόμενας-γλάστρας, το σεξιστικό/ρατσιστικό καλαμπουράκι, το σκουλαρικάκι  στο αυτί και την πολιτική συνείδηση στον κ… Και πάνω απ’ όλα, ως ομπρέλα τους, την ατομική/οικογενειακή επιτυχία του «δε γαμείς και μπρος εμείς» που προγκίζει παντοιοτρόπως τις συλλογικότητες από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα! Είναι ακριβώς το εμβληματικό κοινό ενός επιθετικού λάιφ στάιλ που δεν συναντάς στα κατηχητικά (όπου μπορείς να βρεις και μερικούς εξαιρετικά μειλίχιους ανθρώπους) αλλά στον καναπέ να βλέπει την πολιτιστική εκφορά του να συμπυκνώνεται στο πρόσωπο του Θέμου Αναστασιάδη….

Αν στην εκπομπή του οι φαντασιώσεις παίζουν με τον μέσο μαλάκα για να τον ευνουχίσουν ή να του τα πάρουνε («βαλιτσάκια έξω» λοιπόν ο Θέμος!) κι αν η φυλλάδα του δρα ως δελτίο τύπου της Χ.Α., κι αν ο ίδιος δεν είναι ο «μοναδικός Έλληνας μάγκας σερνικός» (Notis! Πέτρος! Tss!), παραπληρωματικές (και θα το γράψω ενόψει 8ης Μάρτη) σε αυτό το τόσο χαζό ώστε να ναι σίγουρα επιτυχημένο τοπίο είναι οι γυναίκες-βόμβες στυλ Τρέμη αλλά και της ανώνυμης ημίγυμνης του Θέμου. Όπως ο Κουβέλης είναι η αριστερά της Ε-φτύνεις! (έγραψε ο παιχταράς στον τοίχο, όχι στον τύπο φυσικά!) έτσι κι αυτές –ετεροκαθοριζόμενα με το αζημίωτο θηλυκά από την ηγεμονική ματιά- ρετουσάρουν ως εξισωτικό έναν βαθιά άνισο κόσμο, και τον ρετουσάρουν στον έναν ρόλο που θα μπορούσε να τις ανατεθεί: της διανοητικής ή σωματικής γλάστρας, σε έναν πλανήτη που ιδιωτικοποιείται ακόμη και το νερό. Και -ελλείψη του- τα μόνα φυτά (θηλυκά κι αρσενικά) που θα επιβιώσουν θα είναι όσα αποφεύγουν την κατάρα της σκέψης και έχουν το πλέον κατάλληλο προσόν απ’ όλα: Την υπακοή.

Αποφασίζοντας (και διατάσσοντας), και πάνω απ’ όλα πουλώντας, ότι το σκοτάδι δεν είναι η κατάρα του Μεφιστοφελή, αλλά η μοίρα του.

 

ΥΓ: Την ίδια ώρα ο Μιχαλολιάκος οργανώνεται σε όλα τα ένστολα σώματα, ακόμη και στα λογοτεχνικά σωματεία (κι είναι η λογοτεχνία η καταγραφή κάθε εποχής) και –αν δεν γίνει πραγματικά κάτι δυνατό και συνεργατικό και συντονισμένο- περιμένει απλώς να αποκτήσει την κρίσιμη μάζα πριν «κινηθεί»… Αλίμονο! Τέτοια πράγματα δεν γίνονται! Καημένη γιαγιά, που μας έλεγες ότι εμείς ποτέ δε θα γνωρίσουμε το Μακρονήσι…