των Γκάρυ Γκάτινγκ και Νάνσυ Φρέιζερ

Αυτή η συνέντευξη, η τελευταία σε μια σειρά για πολιτικά θέματα, συζητά φιλοσοφικά ζητήματα γύρω από το φεμινισμό. Συνομιλήτριά μου είναι η Νάνσυ Φρέιζερ, καθηγήτρια φιλοσοφίας και πολιτικής στο New School. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Fortunes of Feminism: From State-Managed Capitalism to Neoliberal Crisis”.

Γκάρυ Γκάτινγκ

Πρόσφατα έχεις γράψει: “Ως φεμινίστρια, πάντα υπέθετα ότι παλεύοντας για τη γυναικεία χειραφέτηση έχτιζα έναν καλύτερο κόσμο -με περισσότερη ισότητα- πιο δίκαιο και ελεύθερο. Τελευταία όμως έχω αρχίσει να ανησυχώ ότι … η κριτική μας για το σεξισμό εφοδιάζει πλέον την αιτιολόγηση νέων μορφών ανισότητας και εκμετάλλευσης”. Μπορείς να εξηγήσεις τι έχεις κατά νου;

Ο φεμινισμός μου πηγάζει από τη Νέα Αριστερά και ακόμα χρωματίζεται από τη σκέψη εκείνης της περιόδου. Για μένα ο φεμινισμός δεν σημαίνει απλώς το να τοποθετήσεις μια χούφτα μεμονωμένες γυναίκες σε θέσεις εξουσίας και προνομίων μέσα στις υπάρχουσες κοινωνικές ιεραρχίες. Σημαίνει το να υπερβείς αυτές τις ιεραρχίες. Αυτό απαιτεί το να αμφισβητήσεις τις δομικές πηγές της έμφυλης εξουσίας στην καπιταλιστική κοινωνία – πάνω από όλα το θεσμοποιημένο διαχωρισμό δύο ειδών πράξης: από τη μια την αποκαλούμενη “παραγωγική” εργασία, ιστορικά ταυτισμένη με τους άντρες και με ανταμοιβή το μισθό, και από την άλλη τις εργασίες “φροντίδας”, ιστορικά συχνά απλήρωτες και που ακόμα και σήμερα εκτελούνται κυρίως από γυναίκες. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο έμφυλος, ιεραρχικός διαχωρισμός μεταξύ “παραγωγής” και “αναπαραγωγής” αποτελεί μια καθοριστική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας και πηγή των έμφυλων ασυμμετριών που έχει ενσωματωμένες. Δεν μπορεί να υπάρξει “χειραφέτηση των γυναικών” όσο αυτή η δομή παραμένει ανέγγιχτη.

Γιατί δεν μπορεί η ανταπόκριση σε φεμινιστικές ανησυχίες να αντιμετωπιστεί απλά ως ένα μεγάλο βήμα για να διορθωθούν τα κοινωνικά και οικονομικά ελαττώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας μας και όχι ως μια ολική μεταλλαγή του συστήματος;

Σίγουρα μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά αυτό τον τρόπο. Αλλά αμφισβητώ το κατά πόσο ο σημερινός φεμινισμός πραγματικά προχωρά σε αυτή την κατεύθυνση. Όπως το βλέπω, ο σύγχρονος κυρίαρχος φεμινισμός έχει υιοθετήσει μια προσέγγιση που δεν μπορεί να πετύχει δικαιοσύνη ούτε καν για τις γυναίκες, πόσο μάλλον για όλους τους άλλους. Το θέμα είναι ότι αυτός ο φεμινισμός εστιάζει στο να ενθαρρύνει μορφωμένες γυναίκες της μεσαίας τάξης να “κινηθούν έξυπνα και ευέλικτα”[1] και να “σπάσουν τη γυάλινη οροφή” – με άλλα λόγια να αναρριχηθούν σε εταιρικές καριέρες. Εξορισμού λοιπόν, οι αποδέκτριες αυτού του φεμινισμού μπορούν να είναι μόνο γυναίκες από τις τάξεις  των επαγγελματιών μάνατζερ. Και απουσία δομικών αλλαγών στην καπιταλιστική κοινωνία, αυτές οι γυναίκες μπορούν να ωφεληθούν μόνο πατώντας πάνω σε άλλες/ους – με το να φορτώνουν τη δική τους εργασία φροντίδας και νοικοκυριού πάνω χαμηλόμισθες, επισφαλείς εργαζόμενες και/ή μετανάστριες. Αυτός λοιπόν δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένας φεμινισμός για όλες τις γυναίκες!

Και έχει και συνέχεια. Ο κυρίαρχος φεμινισμός έχει υιοθετήσει μια περιορισμένη οπτική για την ισότητα, προσανατολισμένη στην αγορά, που συμφωνεί πλήρως με τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες εταιρικές ιδέες. Έτσι, τείνει να συντάσσεται με μια ιδιαίτερα αρπαχτική μορφή καπιταλισμού, όπου ο νικητής τα παίρνει όλα και η οποία ταΐζει τους επενδυτές κανιβαλίζοντας το βιοτικό επίπεδο όλων των άλλων. Ακόμα χειρότερα, αυτός ο φεμινισμός παρέχει άλλοθι σε αυτές τις επιδρομές. Ολοένα και περισσότερο, η νοοτροπία του φιλελεύθερου φεμινισμού είναι εκείνη που παρέχει το χάρισμα, την αύρα χειραφέτησης, από την οποία ο νεοφιλελευθερισμός αντλεί για να νομιμοποιήσει την ευρεία αναδιανομή του πλούτου προς τους λίγους.

Μπορείς να μας δώσεις μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο εσύ βλέπεις ο κυρίαρχος φεμινισμός να βοηθάει την καπιταλιστική εκμετάλλευση;

Σίγουρα. Κατά τη δεκαετία του ‘70 οι φεμινίστριες ανέπτυξαν μια δυναμική κριτική της μεταπολεμικής πολιτισμικής ιδέας γνωστής ως “οικογενειακός μισθός”. Σύμφωνα με αυτή, οι γυναίκες θα πρέπει να είναι νοικοκυρές πλήρους απασχόλησης ενώ οι σύζυγοί τους θα πρέπει να είναι οι μοναδικοί (ή έστω οι βασικοί) κουβαλητές, που θα κερδίζουν αρκετά ώστε να συντηρούν ολόκληρο το σπιτικό. Φυσικά, μόνο μια μειοψηφία οικογενειών στην Αμερική μπόρεσε να πραγματοποιήσει αυτό το πρόταγμα. Αλλά είχε τεράστια αξία σε μια φάση του καπιταλισμού στηριγμένη στη μαζική παραγωγή και τη σχετικά καλή και προστατευμένη εργασία των (κυρίως λευκών) αντρών. Όλα αυτά άλλαξαν ωστόσο με το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος του φεμινισμού, που απέρριψε τον οικογενειακό μισθό ως σεξιστικό, ως ένα στήριγμα της αντρικής εξουσίας και της εξάρτησης των γυναικών. Σε αυτή τη φάση, το κίνημα ακόμα μοιραζόταν το αντικαπιταλιστικό ήθος της Νέας Αριστεράς. Η κριτική του δεν στόχευε στην απόδοση μεγαλύτερης αξίας στη μισθωτή εργασία και ακόμα λιγότερο στην απαξίωση της απλήρωτης εργασίας φροντίδας. Αντίθετα, οι φεμινίστριες αυτής της περιόδου αμφισβητούσαν τον ανδροκεντρισμό με τον οποίο η κοινωνία ιεραρχούσε “τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους”, την οικονομική παραγωγή πάνω από την κοινωνική αναπαραγωγή. Επιχειρούσαν να μετασχηματίσουν τις βαθιές δομές του συστήματος και τις αξίες του – εν μέρει με το να βγάλουν από το επίκεντρο τη μισθωτή εργασία και να δώσουν αξία στις μη αμειβόμενες δραστηριότητες, ειδικά στην κοινωνικά αναγκαία εργασία φροντίδας που γίνεται από γυναίκες.

Οπότε πώς άλλαξε αυτή η κριτική του οικογενειακού μισθού;

Σήμερα η φεμινιστική κριτική του οικογενειακού μισθού έχει λάβει μια συνολικά διαφορετική σκοπιά. Βασική της κατεύθυνση είναι η νομιμοποίηση του νέου, πιο “μοντέρνου” προτάγματος για νοικοκυριό με δύο εργαζόμενους, που απαιτεί την εργασία της γυναίκας ενώ συμπιέζει το χρόνο για την απλήρωτη εργασία φροντίδας. Αγκαλιάζοντας αυτό το πρόταγμα, ο σύγχρονος κυρίαρχος φεμινισμός συντάσσεται με τις ανάγκες και τις αξίες του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αυτός ο καπιταλισμός έχει επιστρατεύσει τις γυναίκες στη μισθωτή εργασία μαζικά, ενώ έχει εξαγάγει τη μεταποίηση στον Παγκόσμιο Νότο, αποδυναμώνοντας τα συνδικάτα και προωθώντας χαμηλόμισθες και ευάλωτες θέσεις εργασίας. Αυτό βέβαια ουσιαστικά σημαίνει τη μείωση των πραγματικών μισθών, τη μεγάλη αύξηση των απαραίτητων ωρών αμειβόμενης εργασίας ανά νοικοκυριό για τη συντήρηση μιας οικογένειας και ένας απελπισμένος αγώνας για να μεταφερθεί η εργασία φροντίδας σε άλλους ώστε να απελευθερωθεί περισσότερος χρόνος για αμειβόμενη εργασία. Πόσο ειρωνικό είναι λοιπόν να δίνεται σε όλο αυτό ένα φεμινιστικό περιτύλιγμα! Η φεμινιστική κριτική του οικογενειακού μισθού που κάποτε στρεφόταν ενάντια στην απαξίωση της εργασίας φροντίδας από τον καπιταλισμό, τώρα χρησιμοποιείται ώστε να εντατικοποιηθεί η αξιοποίηση της μισθωτής εργασίας από τον καπιταλισμό.

Δεν εστιάζουν όμως όλες οι φεμινιστικές προσπάθειες στις γυναίκες των ανώτερων τάξεων. Τι θα έλεγες για τα προγράμματα που δίνουν μικρά δάνεια (“microcredit”) σε φτωχές γυναίκες σε αναπτυσσόμενες χώρες για να τις βοηθήσουν να αναπτύξουν μικρές επιχειρήσεις;

Χαίρομαι που ρώτησες για αυτό γιατί είναι ένα ακόμα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο φεμινιστικές ιδέες διαστρεβλώνονται για να υπηρετήσουν νεοφλιλελεύθερους, καπιταλιστικούς σκοπούς. Ο μικροδανεισμός προβάλλεται ως ένας τρόπος “ενδυνάμωσης” γυναικών σε φτωχές αγροτικές περιοχές του Παγκόσμιου Νότου. Ταυτόχρονα, υποτίθεται ότι εκπροσωπεί έναν νέο, πιο συμμετοχικό τρόπο για την καταπολέμηση της φτώχειας, που απελευθερώνει επιχειρηματικές από τα κάτω δυναμικές, ενώ αποφεύγει τη γραφειοκρατεία των μεγάλης κλίμακας κρατικών προγραμμάτων ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου. Κατά αυτό τον τρόπο ο μικροδανεισμός έχει να κάνει τόσο με την εξύψωση της αγοράς και τη δαιμονοποίηση του κράτους όσο και με την ισότητα των φύλων. Βασικά συνδέει αυτές τις ιδέες μαζί σε ένα αμφιλεγόμενο αμάλγαμα, επικαλούμενος το φεμινισμό για να συγκαλύψει την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς.

Αλλά το όλο θέμα αποτελεί μια λαθροχειρία. Ο μικροδανεισμός έγινε μανία ακριβώς τη στιγνή που τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προωθούσαν τα προγράμματα “διαρθρωτικών αλλαγών” στον Παγκόσμιο Νότο – καθορίζοντας συνθήκες δανεισμού που απαιτούν από τα μεταποικιακά κράτη να απελευθερώσουν και να ιδιωτικοποιήσουν τις οικονομίες τους, να περικόψουν δημόσιες δαπάνες και να εγκαταλείψουν τα μακροπρόθεσμα προγράμματα κατά της φτώχειας και υπέρ της προώθησης της εργασίας. Και κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί ο μικροδανεισμός να αντικαταστήσει αυτές τις πολιτικές. Κάθε υπόνοια για το αντίθετο αποτελεί μια σκληρή φάρσα.

Οπότε να που και πάλι τα φεμινιστικά προτάγματα χρησιμοποιούνται για να νομιμοποιήσουν πολιτικές που βλάπτουν σοβαρά τη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών, καθώς και τα παιδιά και τους άντρες.

Μήπως το να συνδέεις το φεμινισμό με τη συνολική κριτική του καπιταλισμού τον κάνει τελικά μια χαμένη υπόθεση; Οι περισσότεροι/ες Αμερικανοί/ίδες θεωρούν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στον καπιταλισμό.

Δεν είμαι καθόλου πεισμένη ότι ο μετασχηματισμός τους νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι χαμένη υπόθεση. Μου φαίνεται ότι αυτό το κοινωνικό σύστημα είναι σε μια βαθιά, πολυδιάστατη κρίση -μια κρίση ταυτόχρονα οικονομική, οικολογική, κοινωνική και πολιτική- και κάτι θα πρέπει να δώσει, όπως έκανε και κατά τη δεκαετία 1930. Οπότε το ερώτημα θα έλεγα δεν είναι το αν ο καπιταλισμός θα μετασχηματιστεί, αλλά από ποιόν και σύμφωνα με τα συμφέροντα ποιών.

Θα ήθελα οι φεμινίστριες να ενωθούν με άλλα προοδευτικά και χειραφετητικά κοινωνικά κινήματα σε προσπάθειες τόσο θεωρητικές όσο και πρακτικές, που θα διαμορφώσουν τη κατεύθυνση της αλλαγής.

Αυτό σημαίνει να ελλαττωθούν οι προσπάθειες για βελτίωση της κατάστασης των γυναικών στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα προς όφελος μιας μελλοντικής επανάστασης;

Σε καμία περίπτωση! Αυτό που θα συνιστούσα είναι μια στρατηγική ενός “επαναστατικού ρεφορμισμού”, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Γάλλου οικοσοσιαλιστή φιλοσόφου Αντρέ Γκορζ. Αυτό σημαίνει να συλλάβουμε και να προωθήσουμε μεταρρυθμίσεις που φέρνουν αληθινά αποτελέσματα στο σήμερα ενώ ταυτόχρονα ανοίγουν μονοπάτια σε πιο ριζοσπαστικούς αγώνες για βαθύτερες και πιο δομικές αλλαγές στο μέλλον. Οι φεμινίστριες μπορούν να αγγαλιάσουν αυτή την προσέγγιση με πιο αγνωστικιστικό πνεύμα. Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε τώρα αν το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι μια μετακαπιταλιστική κοινωνία.

Η άποψή μου, όπως είπα και προηγουμένως, είναι ότι η αντρική κυριαρχία δεν μπορεί να αλλάξει αν δεν αλλάξει η βαθιά ριζωμένη καπιταλιστική ιεράρχηση που θεωρεί την οικονομική παραγωγή πιο σημαντική από την κοινωνική αναπαραγωγή. Για αυτό και θεωρώ ότι μια ριζοσπαστική αλλαγή είναι στην πραγματικότητα πιο ρεαλιστικός σκοπός από το να “κινηθούμε έξυπνα και ευέλικτα”. Παρόλα αυτά δεν θα με πείραζε καθόλου να αποδειχτεί ότι έχω άδικο. Αν μια νέα μορφή καπιταλισμού μπορούσε να απελευθερώσει τις γυναίκες (και εννοώ όλες τις γυναίκες) χωρίς να διαλύσει όλους τους άλλους, τότε είμαι μέσα. Οπότε λέω, ας προσπαθήσουμε για επαναστατικές μεταρρυθμίσεις και να δούμε πού θα μας οδηγήσουν.

Πολλές φεμινίστριες σήμερα ασχολούνται ιδιαίτερα με τις υποσυνείδητες προκαταλήψεις εναντίων των γυναικών -διακρίσεις που εκφράζονται ακόμα και από εκείνους/ες που συνειδητά υποστηρίζουν τα δικαιώματα των γυναικών, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των ίδιων των γυναικών. Πόσο σημαντικό θεωρείς ότι είναι αυτό το ζήτημα;

Οι υποσυνείδητες προκαταλήψεις κατά των γυναικών -και απέναντι σε οτιδήποτε θεωρείται “γυναικείο”- είναι διάχυτες στην κοινωνία μας. Και έχεις δίκιο: επηρεάζει τον τρόπο που οι ίδιες οι γυναίκες σκέφτονται τους εαυτούς τους, ακόμα και εκείνες που αυτοπροσδιορίζονται ως φεμινίστριες. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά παραδείγματα, αλλά ένα από τα αγαπημένα μου είναι ένας γρίφος. Αφορά έναν χειρούργο της εντατικής που πρέπει να χειρουργήσει ένα αγόρι που τραυματίστηκε σε τροχαίο και του οποίου ο πατέρας σκοτώθηκε ακαριαία. Ο χειρούργος κοιτάζει το αγόρι στο πρόσωπο και λέει “Δεν μπορώ να χειρουργήσω, είναι ο γιός μου”. Ογρίφος είναι το πώς είναι αυτό δυνατόν.

Θα εκπλαγείς με το πόση ώρα παίρνει στους περισσότερους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και φεμινιστριών, για να καταλάβουν ότι ο χειρούργος είναι γυναίκα -πολλοί καταλήγουν μάλιστα στο ότι πρόκειται για ομοφυλόφιλο άντρα. Και φυσικά υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα που αναδεικνύουν καλύτερα τις επιπτώσεις, όπως τους τρόπους με τους οποίους οι σεξιστικές προκαταλήψεις επηρεάζουν τις αποφάσεις σχετικά με τα προσόντα αιτούντων εργασία.

Είναι όμως μόνο ζήτημα προσωπικών προκαταλήψεων, συνειδητών ή υποσυνείδητων;

Σε καμία περίπτωση. Οι κανόνες που κατηγοριοποιούν τα “αρρενωπά” χαρακτηριστικά πιο πάνω από τα “θηλυκά” είναι ενσωματωμένοι στις κοινωνικές πρακτικές και τους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των νόμων, των ιατρικών πρακτικών, της εταιρικής κουλτούρας και των κριτηρίων για το ποιός δικαιούται την κοινωνική πρόνοια. Οπότε το ότι υπάρχει μέσα στα μυαλά των ανθρώπων δεν είναι και τόσο περίεργο. Ίσα ίσα, πολιτισμικές αξίες που υποτάσσουν τις γυναίκες είναι βαθιά ριζωμένες στις κοινωνικές δομές που ρυθμίζουν τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις στην καθημερινή ζωή. Οπότε ο φεμινισμός δεν μπορεί να αυτοπεριοριστεί στην αλλαγή συνειδήσεων. Πρέπει να εξαλείψουμε τις σεξιστικές αξίες από τους κοινωνικούς θεσμούς μας και να τις αντικαταστήσουμε με αξίες που θα καλλιεργούν την ίση συμμετοχή αντρών και γυναικών -και μεταξύ όλων.

Μπορείς να δώσεις μερικά παραδείγματα του πώς τέτοιες αξίες είναι ριζωμένες στις κοινωνικές πρακτικές μας και τους θεσμούς;

Φυσικά. Ορίστε ένα: αρκετά δικαστήρια έχουν αποφασίσει ότι το να μην δίνει ο εργοδότης άδεια εγκυμοσύνης δεν συνιστά έμφυλη διάκριση γιατί δεν στερεί από τις γυναίκες ένα προνόμιο που έχουν οι άντρες. Βασιζόμενες στην υπόθεση ότι το πρότυπο εργάτη είναι ο άντρας, αυτές οι αποφάσεις ουσιαστικά τιμωρούν τις γυναίκες επειδή είναι “διαφορετικές”. Όπως και το ότι οι σημερινές πολιτικές για την κοινωνική πρόνοια σπρώχνουν τις μητέρες μικρών παιδιών στην “εργασία”. Υπό τη σιωπηλή παραδοχή ότι η ανατροφή παιδιών δεν συνιστά εργασία, αυτές οι πολιτικές ουσιαστικά περιγράφουν τις αποδέκτριες ως τρακαδόρους που λαμβάνουν κάτι για να μην κάνουν τίποτα. Τέλος, οι νομικές νόρμες που ορίζουν τι σημαίνει αυτοάμυνα προϋποθέτουν μια τυπικά αντρική κοινωνικοποίηση, κατά την οποία κάποιος μαθαίνει να αποκρούει άμεσες επιθέσεις. Έτσι, κακοποιημένες γυναίκες που περιμένουν για ένα άνοιγμα για να χτυπήσουν τους κακοποιητές τους έχουν δυσκολία να ισχυριστούν αυτοάμυνα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και υπάρχουν πολλές, πολλές ακόμη, οι θεσμοί και οι κοινωνικές πρακτικές μας λειτουργούν στη βάση ανδροκεντρικών και σεξιστικών κανόνων, που αποκλείουν τις γυναίκες από την πλήρη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή με ισότιμους όρους με τους άντρες.

Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα για τις φεμινίστριες είναι αυτό που περιγράφεται ως “κουλτούρα βιασμού”, ειδικά στα πανεπιστήμια. Ποιά είναι η άποψή σου για αυτό;

Αυτό είναι σίγουρα ένα καυτό θέμα σήμερα, και θα πρέπει να ομολογήσω ότι μου δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα. Κι αυτό εν μέρει γιατί πάντα με ανησυχεί όταν ένα θέμα γίνεται τόσο κυρίαρχο που επισκιάζει την υπόλοιπη φεμινιστική ατζέντα -όπως έχει γίνει και με τις αμβλώσεις στις ΗΠΑ. Αλλά και γιατί έχω ένα αίσθημα déjà vu – είναι σαν να ξαναπαίζουμε μια προηγούμενη διαμάχη μεταξύ ενός “προστατευτικού” ρεύματος φεμινισμού, που εστίαζε στη βία κατά των γυναικών και αναζητούσε λύσεις μέσω του ποινικού κώδικα και ενός άλλου, φιλελεύθερου ρεύματος, που προσπαθεί να επικυρώσει την πρωτοβουλία των γυναικών και τη σεξουαλική τους ελευθερία.

Προσωπικά πάντα ήθελα να αναπτύξω μια τρίτη προσέγγιση που θα διασφαλίζει όχι μόνο τη σεξουαλική αυτονομία των γυναικών αλλά και κοινωνικά δικαιώματα για όλους/ες. Και θα ήθελα αυτή η προσέγγιση να μην ενδιαφέρεται μόνο για τις σεξουαλικές επιθέσεις αλλά και για άλλες, πιο απρόσωπες και συστημικές μορφές εξαναγκασμού που περιορίζουν την αυτονομία των γυναικών στο σεξ και σε άλλες σφαίρες. Για παράδειγμα, θα ήθελα να επανοικειοποιηθούμε τις ιδέες του κινήματος της δεκαετίας 1970 “battered women’s movement” (κίνημα κακοποιημένων γυναικών), που τόνιζε τη σημασία όχι μόνο των ποινικών μέτρων αλλά και των “δυνατοτήτων εξόδου” με τη μορφή της αξιοπρεπούς και οικονομικής στέγασης και μιας εργασίας που θα αμείβεται αρκετά ώστε η γυναίκα να μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της και τα παιδιά της.

Πώς θα χρησιμοποιούσες αυτές τις ιδέες στο ζήτημα των βιασμών στα πανεπιστήμια;

Με ανησυχούν αφηγήσεις που περιγράφουν τα κολέγια και τα πανεπιστήμια ως κυνηγετικά πεδία για βιαστές. Αναγνωρίζω ότι πράγματι υπάρχουν θύλακες που τους αξίζει η ταμπέλα της “κουλτούρας βιασμού”, αλλά πιστεύω ότι είναι περιορισμένοι και δεν θέλω να δω αυτή την έκφραση μα χρησιμοποιείται τόσο χαλαρά ώστε να καταλήξει κενή περιεχομένου. Οι πιο κοινές περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης (και αυτή η έκφραση είναι συχνά πιο ακριβής από τον “βιασμό”) χαρακτηρίζονται από ασάφεια στην επικοινωνία, ανάμεικτα συναισθήματα, δυσκολία στην κατανόηση της επιθυμίας ή και της έλλειψής της και η αίσθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα έκφρασης αυτής – όλες οι συνθήκες που στρέφονται ενάντια στη γυναικεία αυτονομία στο σεξ και τις σχέσεις, ειδικά (αλλά όχι μόνο!) σε ετεροφυλόφιλα περιβάλλοντα. Είναι πολύ σημαντικό να προωθήσουμε μια κριτική κατανόηση που θα δίνει τη δυνατότητα μετασχηματισμού αυτών των δυναμικών. Αλλά υποπτεύομαι ότι η σύγχρονη, κάπως υπερβολική καμπάνια ενάντια στην “κουλτούρα του βιασμού” είναι πολύ χοντροκομμένη για αυτό το εγχείρημα.

Η συνέντευξη διεξήχθη μέσω email και έχει υποστεί επιμέλεια

Ο Γκάρυ Γκάττινγκ είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ και συντάκτης του Notre Dame Philosophical Reviews.

Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στη στήλη Oponionator των ΝΥ Times και μπορείτε να το βρείτε εδώ

Μετάφραση: Δήμητρα Σπανού

 


Σημειώσεις της Μεταφράστριας

[1] «lean in» στο πρωτότυπο, αμφιλεγόμενος όρος που εισηγήθηκε η Σέρυλ Σάντμπεργκ, στέλεχος της Facebook, στο βιβλίο της Lean In: Women, Work, and the Will to Lead

 

Διαβάστε ακόμα

Δαγκώνοντας δηλητηριασμένα μήλα: γυναικεία επιχειρηματικότητα, χειραφέτηση και νεοφιλελευθερισμός

Πώς ο Φεμινισμός υποδουλώθηκε στον καπιταλισμό – και πώς να τον διεκδικήσουμε πίσω