Απόσπασμα από το βιβλίο της αγωνίστριας του Πολυτεχνείου και καθηγήτριας Πανεπιστημίου Πέπης Ρηγοπούλου Θάλαμος ανανήψεως*

«Στα εφτά χρόνια της δικτατορίας ο λαός, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του, περιφρονούσε, απεχθανόταν, κορόιδευε αλλά και φοβόταν την Χούντα. Η Χούντα καλλιέργησε τον φόβο αυτόν με όλα τα μέσα που διέθετε, αλλά και οδήγησε τον λαό στην λησμονιά του θαυμαστού κόσμου της κατανάλωσης.

Έτσι ο κόσμος καταναλώνει αυτοκίνητα και τηλεοράσεις, το νέο μέσον που είχε μπει πρόσφατα στη ζωή του, επιδίδεται στον εσωτερικό ή και τον εξωτερικό τουρισμό, υιοθετεί όλο και πιο πολύ ως εθνικό ποτό το «ουισκάκι»: Όπως και τα χρόνια της καραμανλικής οκταετίας-και μάλιστα πολύ περισσότερο- η εφτάχρονη δικτατορία ήταν σε πείσμα πολλών αναλύσεων που ήθελαν τη χώρα να πεινά, μία περίοδος ευημερίας, πλην όμως επιτηρούμενης και σιδερόφραχτης,  και με το παρακτάτος να έχει γίνει η επίσημη ηγεσία της χώρας. Η κανονική και συχνά άνετη ζωή, που, τουλάχιστον στην επιφάνεια, ζούσαν τόσοι άνθρωποι, δεν διαταράσσονταν και πολύ από το γεγονός ότι κάποιες λίγες χιλιάδες άνθρωποι αντιστέκονταν, βασανίζονταν, φιλοξενούνταν στα ξερονήσια. Ενώ αρκετές χιλιάδες, αν όχι περισσότεροι Έλληνες, είχαν βρει ένα επάγγελμα με μέλλον: αυτό του χαφιέ.

Το πένθος για την απώλεια της δημοκρατίας δεν εμπόδιζε πολλές χιλιάδες λαού να γεμίζουν τα στάδια σε χουντικές γιορτές, παράτες και συγκεντρώσεις. Έστω κι αν κάποια πιτσιρίκια σκαρφάλωναν έξω από το Καλλιμάρμαρο στα δέντρα και γαύγισαν μιμούμενα τον τόνο της φωνής του δικτάτορα. Και είναι ένα από τα παράδοξα που βγάζουν άχρηστες πολλές κοινωνιολογικές αναλύσεις, το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό αυτός ο λαός ήταν ο ίδιος που άλλες φορές κατέβηκε μαζικά στους δρόμους.

Την απόσταση αυτή ανάμεσα στην απώλεια που βιώναμε κάποιοι και στην κανονικότητα που ένιωθαν άλλοι, μπόρεσα γρήγορα να την διαπιστώσω και προσωπικά. Ανάμεσα μάλιστα και σε αυτούς τους άλλους, υπήρχαν και δικοί μου άνθρωποι.  Όπως ένα πραγματικά εξαιρετικό παιδί, ο πρώτος μου νεανικός έρωτας, που κάθε φορά που ξέσπαγα με οργή ή και με κλάματα εναντίον της δικτατορίας, με ρώταγε με μια ακαταμάχητη αθωότητα: «Μα τι έχεις επιτέλους; Τι σε νοιάζει τι κάνουν αυτοί; Εμείς δεν είμαστε καλά;»

Ένα πράγμα που ένιωθα αλλά δεν μπορούσα να ονομάσω εκείνα τα χρόνια είναι ότι κάποια βαθιά πράγματα της ζωής μας, που δεν είναι πάντα και τα καλύτερα, και που μπορεί να τα ονομάζουμε και λαϊκά ήθη, παράδοση, δεν αλλάζουν αυτόματα εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αλλαγές στη ζωή μας στα χρόνια της δικτατορίας δεν υπήρξαν μεγάλες. Ηταν όμως συχνά πολύ λίγο ορατές, ίσως γιατί συνέβαιναν στο περιθώριο αυτού που ονομάζουμε πολιτικό. Στα χρόνια της χούντας, που εδώ συνέχισε τα έργα του καραμανλισμού, άλλαξε σε καθοριστικό βαθμό ο,τι είχε απομείνει από την φυσιογνωμία της πόλης μου, της Αθήνας. Η αύξηση του συντελεστή δόμησης έβαζε σταθερά τις βάσεις για την σημερινή κατάσταση.  Όχι απλή αντιπαροχή, που την είχε ήδη παραμορφώσει, αλλά ενισχυμένη. Οι «πύργοι των Αθηνών» που ακύρωσαν τους οπτικούς άξονες του αθηναϊκού τοπίου, η μετάλλαξη των κεντρικών και όχι μόνον περιοχών του Πειραιά, η αρχή της καταστροφής της ελληνικής γεωργίας, το ενδημικό κιτς και η ηθική αφασία της τηλεόρασης, είναι λίγα μόνο δείγματα αυτής της αλλαγής που παρέμεινε. Γιατί φαινόταν να εκδηλώνεται μέσα από αντικειμενικά γεγονότα και μάλιστα συνδεδεμένα με τα βήματα της προόδου, έννοιας θελκτικής ανεξαρτήτως ιδεολογίας.

Το χειρότερο ωστόσο είναι αυτό που συνέβη όχι στα κτίρια και τους δρόμους, αλλά στους κατοίκους της Αθήνας και των άλλων πόλεων: το σπάσιμο των ισχυρών ανθρώπινων δεσμών. Το μείγμα αυτό αμοιβαίας καταπίεσης μέσα σε κάθε γειτονιά, οικογένεια, αλλά και θερμού ενδιαφέροντος και αλληλεγγύης, που είχαν σφυρηλατηθεί μέσα από παλαιότερες δοκιμασίες του τόπου και επιβεβαιώθηκαν καθολικά από στην Κατοχή με την Αντίσταση χωρίς να μπορέσει να τους διαλύσει ούτε η φρίκη του Εμφυλίου.

Δεν είναι μόνο ότι οι άνθρωποι δεν ήξεραν ποιος είναι αυτός που χτυπά την πόρτα τους στις τέσσερις το πρωί. Είναι πως, αντίθετα με ο,τι γινόταν πριν την Χούντα, όταν άκουγαν να χτυπά η διπλανή πόρτα, πολλοί έκαναν πως δεν το ακούν. Ήταν από φόβο μην μολυνθούν και οι ίδιοι.

Ήταν όλοι οι άνθρωποι έτσι; Μια νύχτα κατάλαβα ότι κάπου υπήρχαν και οι άλλοι. Ένα βουητό ακούστηκε, από τη μεριά της σχολής Ευελπίδων, κάτι σαν κεραυνός, κάνοντας τα τζάμια να τρίξουν. Το πρωί μάθαμε. Κάποιοι είχαν βάλει βόμβα που ανατίναξε ένα στρατιωτικό φορτηγό Τζέιμς. Άργησα να μάθω ποιοί ήταν αυτοί οι κάποιοι, που μου έδωσαν μια ελπίδα πως η δικτατορία δεν ήταν παντοδύναμη. Και δεν μπορώ να πω τι θα έκανα, αν κάποιος από αυτούς, που αργότερα είδα τις φωτογραφίες στη δίκη τους, χτυπούσε την πόρτα μου. Εννοείται ότι αυτές οι πράξεις, ούτε εκείνες οι πιο μαζικές που ακολούθησαν, θα είχαν γίνει, αν κάποιοι δεν είχαν για λίγες μέρες, ώρες ή στιγμές ξεπεράσει τον φόβο.

Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: τι είναι αυτό που μετρά στην ψυχή του καθενός μας, οι ώρες της εξέγερσης ή αυτές της υποταγής;»

* εκδόσεις Ταξιδευτής 

Πηγή: hitandrun

pepi_rigopoulou