με οργή και σε πένθος

του Δημήτρη Παπανικολάου*

Στο πρόσφατο, θαυμάσιο, ντοκιμαντέρ How to survive a plague, που αφηγείται την ιστορία της ACT UP στη Νέα Υόρκη, βλέπεις εικόνες από γνωστές δράσεις της οργάνωσης που απαίτησε, στον δημόσιο χώρο, την αλλαγή της κρατικής πολιτικής για το AIDS στην Αμερική της δεκαετία του ’90. Μια από αυτές ήταν οι «πολιτικές κηδείες» για τα θύματα της ασθένειας. Τα φέρετρα περιφέρονταν στο Νότιο Μανχάταν, και η απόδοση τιμής μεταμορφωνόταν σε διαδήλωση — κάποια έφταναν μέχρι έξω από το προεκλογικό στρατηγείο του Μπους το ’92, με το μήνυμα «το αίμα μας πάνω σου». Μέσα από τον θάνατο, με μια ταυτότητα σε διακινδύνευση και σε στιγμή απόλυτου στιγματισμού της, κάποιοι τόλμησαν να αντιμιλήσουν. Σε μια συγκλονιστική σκηνή, ο ακτιβιστής Μπομπ Ράφσκι, έξω από το στρατηγείο του Μπους και μπροστά από το φέρετρο ενός συντρόφου του, σταματάει, γέρνει το κεφάλι, τα σημάδια της ασθένειας εμφανή στο πρόσωπό του, και φωνάζει: «Με οργή και σε πένθος, αυτή η μάχη δεν θα σταματήσει μέχρι να είμαστε όλοι μας ασφαλείς. ACT UP, αντεπιτεθείτε, πολεμήστε το AIDS».

Πιστεύω αξίζει να ξαναδεί κανείς αυτήν τη σκηνή, όπου ένας ακτιβιστής, καταδικασμένος σε θάνατο από μια κρατική πολιτική, παίρνει στα χέρια του την θανατο-εικόνα του και λέει «Αντεπιτεθείτε!». Και να τη δει στη σημερινή συγκυρία. Αξίζει να τη δει, για παράδειγμα, ως αντιστάθμισμα σε εκείνη την άλλη σκηνή, όπου ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Η. Παναγιώταρος φωνάζει «Γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες!» έξω από το Χυτήριο. Ή ως αντιστάθμισμα σε όλες εκείνες τις σκηνές που γεμίζουν την καθημερινότητά μας σήμερα και προσδιορίζουν επιθετικά τον φυλετικά, σεξουαλικά, ή κοινωνικά «Άλλον» ως οιονεί νεκρό. Όλες αυτές οι σκηνές συνδέονται, όσο κι αν δεν το καταλαβαίνουμε με την πρώτη.

Ας ξεκινήσω όμως από τα γνωστά. Πανθομολογείται σήμερα μια έξαρση της ομοφοβίας και του σεξουαλικού ρατσισμού, μαζί με τη γενικότερη έξαρση της μισαλλοδοξίας και του φυλετικού ρατσισμού. Η κλασική μας ανάγνωση γι’ αυτή την εξέλιξη ακολουθεί το σχήμα της βιοπολιτικής. Ζούμε σε μια εποχή έντονα βιοπολιτικής διακυβέρνησης, δηλαδή διαχείρισης πληθυσμών, οργάνωσης του πώς κάποιοι άνθρωποι (οι «δικοί μας») θα ζουν, και προγραφής όλων των άλλων, όσων αφήνονται, ουσιαστικά, να πεθάνουν. Η γενικότερη κατεύθυνση είναι, ως εκ τούτου, η κατεύθυνση της δημιουργίας «καθαρών», «κανονικών» σωμάτων — και η απορριμάτωση, η αποκειμενοποίηση όλων των άλλων. Μέσα σε αυτό το βιοπολιτικό σχήμα πρέπει να κατανοηθεί αρχικά η εκ νέου έμφαση στον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία, και την ομοφοβία.

Όμως θέλω να θυμίσω πόσο πολύ οι στρατηγικές αυτές λειτουργούν και σε μια παράλληλη της βιοπολιτικής οικονομία, αυτήν που ο Ακίλλε Μπέμπε ονομάζει necropolitics, και στα δικά μας συμφραζόμενα θα την ονόμαζα θανατοπολιτική. Παράλληλα λοιπόν με τη βιοπολιτική, βλέπουμε σήμερα να οργανώνεται όλο και περισσότερο μια ιδιότυπη θανατοπολιτική που δεν περιορίζεται, όσο κι αν προτυπώνεται, στις κινήσεις της Χρυσής Αυγής. Μιλάμε για μια ευρύτερη στρατηγική, κατά την οποία τα σώματα νεκρών παρελαύνουν επίσης γύρω μας, ορίζοντας τις ζωές των ζωντανών — είτε ως φόβητρο, είτε ως τακτική ξεκαθαρίσματος, είτε ως παράπλευρες απώλειες· με έμφαση στο αναπόφευκτο και τελεσίδικο της λέξης απώλεια.

Μια εικόνα θανάτου οργανώνεται γύρω μας: όχι μόνο τα φαντάσματα των νεκρών, αλλά και τα δηωμένα, τα χτυπημένα (και σαν νεκρά φωτοσοπαρισμένα), τα ακρωτηριασμένα, τα βιασμένα, τα νεκροζώντανα σώματα παρατίθενται προς συμμόρφωσιν, αλλά και προς γνώσιν.

Κι εδώ μια βασική πλέον διαφορά, μια καινούρια στιγμή της εποχής της κρίσης. Στο θέμα της ομοφοβίας φαίνεται ίσως πιο ξεκάθαρα: αν οι παλιές έμφυλες και σεξουαλικές ιεραρχίες στην Ελλάδα κατέληγαν στο τι δεν μπορεί να είναι ένας καλός Έλληνας/μια καλή Ελληνίδα (πούστης, λεσβία, γαμημένη κωλοτρυπίδα, πόρνη κ.ο.κ.), αν δηλαδή παλιότερα οι ιεραρχίες προέβαλλαν τα αποκείμενά τους ως εθνικώς διαγραμμένα, οι καινούριες τους επιβιώσεις τα φαντασιώνονται, όλο και περισσότερο, ως νεκρά. Σε αυτό, η νέα ομοφοβία και ο νέος φαλλοσεξισμός έρχονται να συναντήσουν το νέο ρατσισμό, που κι αυτος, την εποχή της κρίσης, (ξανα)δουλεύει όλο και περισσότερο όχι με εικόνες αποκλεισμένων ή διωγμένων Άλλων, αλλά νεκρών ή ζωντανόνεκρων. Σαν το νέο ρατσισμό, έτσι και η νέα ομοφοβία και ο νέος φαλλοσεξισμός «της κρίσης»: γίνονται, όλο και περισσότερο, όχι μόνο βιοπολιτικές στρατηγικές, αλλά και θανατοπολιτικές.

Έτσι, αν σήμερα ο εθνικισμός, ο μάτσο ανδρισμός, η εθνομαγκιά και η εθνοφοβία μανατζάρουν σώματα ανθρώπων στην υπηρεσία της εθνοβιοπολιτικής (μας λένε: «Κλειστείτε μέσα και όλα θα πάνε καλά»), η ομοφοβία, ο ρατσισμός και ο νεοσεξισμός, καλούνται να μανατζάρουν και την εικόνα οιωνεί νεκρών, στην υπηρεσία μιας αναγκαίας και παραπληρωματικής θανατοπολιτικής (μας λένε: «Εκεί έξω κυκλοφορούν ζόμπι»).

Κι ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι η θανατοπολιτική (όπως και η ομοφοβία και ο ρατσισμός που τη στηρίζει) δεν είναι μακριά και απ’ έξω μας. Κολακεύει δομές που έχουν βαθειά σκαλωθεί όχι μόνο σ’ αυτό που λέμε δημόσιο, αλλά και σ’ αυτό που ονομάζουμε ιδιωτικό· όχι μόνο σ’ αυτό που λέμε συντήρηση, αλλά και σ’ αυτό που αναγνωρίζουμε ως προοδευτικό. Σκεφτείτε το αυτό κάθε φορά που βλέπετε έναν μετανάστη και κάπου βαθειά χωμένη μέσα σας αισθάνεστε τη φοβία ότι μπορεί να έχει μια μεταδοτική θανατηφόρα ασθένεια· κάθε φορά που ακούτε ότι πέθανε ο γκέι γνωστός σας και ρωτάτε «από AIDS;»· κάθε φορά που βλέπετε μια γυναίκα με εμφανή σημάδια κακοποίησης και εξάρτησης, και σκέφτεστε ότι μπορεί να είναι ξένη, ή πόρνη, ή και τα δύο. Και κάθε φορά που θα θυμάστε τον παλιό –την εποχή του πάρτι– εαυτό σας, να έχει γελάσει με την επιγραφή «Προσεχώς Βουλγάρες» που έβγαζαν τα μπουζουκάδικα στην επαρχία.

Γιατί η θανατοπολιτική δεν είναι το έργο ενός φασίστα που ουρλιάζει κάτι αποκρουστικό. Είναι το έργο αυτού που χρησιμοποιεί μια σκηνή που ήδη έχεις σκεφτεί και απωθήσει, ως σκηνικό πολιτικής επιθυμίας.

Το πρόβλημα με την επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα δεν ήταν τελικά μόνο η ολιγωρία της αστυνομίας ή η ένδειξη ότι πλήρωσε τη συνδικαλιστική της δράση· ήταν η διάθεση να δημιουργήσουν, με το παράδειγμά της, ένα σώμα οιονεί νεκρό. Το πρόβλημα με το προεκλογικό σκάνδαλο των «ιερόδουλων», δεν ήταν η πολιτική αναξιοπρέπεια της έκθεσής τους, αλλά η ρητορική προβολή αυτών των γυναικών ως οιονεί φορέων και διασπορέων θανάτου. Το πρόβλημα με τις «γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες» του Παναγιώταρου, δεν είναι ούτε η προσβολή, ούτε η ρητορική του βιασμού που ενδεχομένως φέρνει στο μυαλό, ούτε καν τα δικά του απωθημένα. Το πρόβλημα είναι ότι τη φράση αυτήν τη φωνάζει γιατί ξέρει ότι θα ακουστεί από ένα ποτισμένο εθνομοφοβία κοινό, για το οποίο, όπως λέει ο Λεό Μπερσανί, the rectum is the grave, το ορθό είναι τάφος, το ορθό σημαίνει θάνατο. Ή, για να το πω στα συμφραζόμενα του, ο Παναγιώταρος φωνάζει για να τον ακούσουν όσοι, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, συντονίζονται στο ρυθμό της φράσης «η γαμημένη κωλοτρυπίδα θα γίνει ο τάφος σας».

Το πώς απαντάει κανείς σε όλα αυτά, είναι γνωστό, έχει τη γενεαλογία του, και συνδέεται απολύτως με τους τρόπους απάντησης στη βιοπολιτική γενικώς, αυτούς τους τρόπους που τόσο πολύ, τόσοι πολλοί, ιχνηλατούμε τον τελευταίο καιρό και σε αυτήν τη χώρα. Act Up, Fight Back, Fight Death.

Με οργή και σε πένθος, η μάχη αυτή δεν τέλειωσε ποτέ και ούτε τώρα έχει τελειώσει. Αφυπνισθείτε, αντισταθείτε, αμυνθείτε, αντεπιτεθείτε, πολεμήστε τη θανατοπολιτική, πολεμήστε το θάνατο, πολεμήστε τους τεχνουργούς του, πολεμήστε και τους λακέδες του.

*Το κείμενο είναι το δεύτερο μέρος διάλεξης που δόθηκε στο πλαίσιο των Κρίση-μων σεμιναρίων με θέμα “Σεξισμός και Ομοφοβία: ‘Παράπλευρες απώλειες’ της κρίσης;” στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 26 Φεβρουαρίου.  Ολόκληρη η διάλεξη βρίσκεται εδώ

Πηγή: Ενθέματα

 

Δείτε Ακόμα

Σκέψεις για ορισμένες αθέατες όψεις του σεξισμού