«Θα μπορούσαμε να σπάσουμε την επίπλαστη σχέση μεταξύ της κριτικής μας για τον οικογενειακό μισθό και τον ευέλικτο καπιταλισμό, αγωνιζόμενες για μια μορφή ζωής που να βγάζει από το κέντρο της προσοχής μας την αμειβόμενη εργασία και να αναδεικνύει τις μη αμειβόμενες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς φροντίδας – και όχι μόνο». Φωτογραφία: Robert Convery / Alamy

της Nancy Fraser

Ως φεμινίστρια, πάντα υπέθετα ότι με τον αγώνα μου για τη χειραφέτηση των γυναικών βοηθούσα στην οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου – πιο ισότιμου, δίκαιου και ελεύθερου. Αλλά τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να ανησυχώ ότι ιδανικά που καθιερώθηκαν από τις φεμινίστριες υπηρετούν πολύ διαφορετικούς σκοπούς. Ανησυχώ συγκεκριμένα ότι η κριτική μας για τον σεξισμό προσφέρει τώρα την αιτιολόγηση σε νέες μορφές ανισότητας και εκμετάλλευσης.

Σε τούτη την τραγική στροφή της τύχης, φοβάμαι ότι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών έχει εμπλακεί σε έναν επικίνδυνο συσχετισμό με τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες για την οικοδόμηση της κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς. Αυτό μπορεί να εξηγήσει πώς έχει γίνει αποδεκτό οι φεμινιστικές ιδέες που κάποτε αποτελούσαν μέρος μιας ριζοσπαστικής κοσμοθεωρίας να εκφράζονται όλο και πιο πολύ με ατομικιστικούς όρους. Όταν οι φεμινίστριες επέκριναν κάποτε μια κοινωνία που προωθεί τον καριερισμό, σήμερα συμβουλεύουν τις γυναίκες να «κλίνουν προς αυτόν». Ένα κίνημα που κάποτε έδινε προτεραιότητα στην κοινωνική αλληλεγγύη, σήμερα επευφημεί τις γυναίκες επιχειρηματίες. Μια προοπτική που κάποτε έδινε αξία στην «προσφορά φροντίδας» και στην αλληλεξάρτηση, σήμερα ενθαρρύνει πλέον την ατομική εξέλιξη και την αξιοκρατία.

Πίσω από αυτή την μετατόπιση κρύβεται μια ριζική αλλαγή στον χαρακτήρα του καπιταλισμού. Η κρατική διαχείριση του καπιταλισμού της μεταπολεμικής εποχής έχει δώσει τη θέση της σε μια νέα μορφή καπιταλισμού – «ανοργάνωτη», παγκοσμιοποιημένη, νεοφιλελεύθερη. Το δεύτερο κύμα φεμινισμού αναδύθηκε ως μια κριτική της προηγούμενης μορφής καπιταλισμού, αλλά έχει γίνει η θεραπαινίδα της σημερινής μορφής του.

Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, μπορούμε τώρα να δούμε ότι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών έδειχνε ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά πιθανά μέλλοντα. Σύμφωνα με το ένα σενάριο, προανήγγειλε έναν κόσμο στον οποίο η χειραφέτηση των φύλων πήγαινε χέρι -χέρι με τη συμμετοχική δημοκρατία και την κοινωνική αλληλεγγύη. Σύμφωνα με το δεύτερο, υποσχόταν μια νέα μορφή φιλελευθερισμού, που να είναι σε θέση να προσφέρει στις γυναίκες όσο και στους άνδρες τα αγαθά της ατομικής αυτονομίας, αυξημένη επιλογή και αξιοκρατική εξέλιξη. Υπό αυτή την έννοια, το δεύτερο κύμα φεμινισμού ήταν αμφίσημο. Συμβατό με καθένα από τα δύο διαφορετικά οράματα της κοινωνίας, ήταν ευαίσθητο σε δύο διαφορετικές ιστορικές επεξεργασίες.

Όπως το βλέπω εγώ, η αμφιθυμία του φεμινισμού έχει επιλυθεί τα τελευταία χρόνια υπέρ του δεύτερου, φιλελεύθερου-ατομικιστικού σεναρίου – αλλά όχι επειδή ήμασταν παθητικά θύματα νεοφιλελεύθερων αποπλανήσεων. Αντίθετα, εμείς οι ίδιες συμβάλλαμε με τρεις σημαντικές ιδέες σε αυτή την εξέλιξη.

Μία συμβολή ήταν η κριτική μας για τον «οικογενειακό μισθό»: το ιδανικό μοντέλο της οικογένειας του άνδρα κουβαλητή – της γυναίκας νοικοκυράς που ήταν στο επίκεντρο του κρατικά οργανωμένου καπιταλισμού. Η φεμινιστική κριτική του μοντέλου αυτού εξυπηρετεί σήμερα τη νομιμοποίηση του «ευέλικτου καπιταλισμού». Άλλωστε, αυτή η μορφή του καπιταλισμού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αμειβόμενη εργασία των γυναικών, ιδιαίτερα στη χαμηλά αμειβόμενη προσφορά υπηρεσιών και στην βιομηχανική κατασκευή, όπου απασχολούνται όχι μόνο νεαρές ανύπαντρες γυναίκες, αλλά και παντρεμένες γυναίκες, όπως και γυναίκες με παιδιά, όχι μόνο από φυλετικές μειονότητες, αλλά από γυναίκες σχεδόν όλων των εθνικοτήτων και εθνοτήτων. Καθώς οι γυναίκες έχουν ριχτεί στις αγορές εργασίας σε όλο τον κόσμο, το ιδανικό πρότυπο οικογενειακού μισθού για τον κρατικά οργανωμένο καπιταλισμό έχει αντικατασταθεί από το νεότερο, πιο σύγχρονο πρότυπο – που προφανώς εγκρίνεται από τον φεμινισμό – της οικογένειας των δύο εργαζόμενων.

Δεν πειράζει ότι η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από το νέο ιδανικό πρότυπο είναι τα χαμηλά επίπεδα των μισθών, η μειωμένη ασφάλεια των θέσεων εργασίας, η μείωση του βιοτικού επιπέδου, η απότομη αύξηση των ωρών εργασίας για τους μισθωτούς ανά νοικοκυριό, η αύξηση της διπλής βάρδιας – τώρα συχνά τριπλής ή τετραπλής βάρδιας – και η αύξηση της φτώχειας, που παρατηρείται σε όλο και περισσότερες γυναίκες-αρχηγούς μονογονεϊκών οικογενειών. Ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπει το αυτί ενός γουρουνιού σε τσάντα από μετάξι, αξιοποιώντας με επιδέξιο τρόπο το παραμύθι της ενδυνάμωσης των γυναικών. Η επίκληση της φεμινιστικής κριτικής σχετικά με τον οικογενειακό μισθό, για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση, αξιοποιεί το όνειρο της χειραφέτησης των γυναικών στην μηχανή της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Ο φεμινισμός έχει επίσης μια δεύτερη συνεισφορά στο νεοφιλελεύθερο ήθος. Στην εποχή του κρατικά οργανωμένου καπιταλισμού επικρίναμε δικαίως ένα στενόχωρο πολιτικό όραμα που ήταν με τόση προσήλωση επικεντρωμένο στην ταξική ανισότητα και που δεν μπορούσε να δει «μη οικονομικές» αδικίες όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική κακοποίηση και η αναπαραγωγική καταπίεση. Απορρίπτοντας τον «οικονομισμό» και πολιτικοποιώντας το «προσωπικό», οι φεμινίστριες διεύρυναν την πολιτική ατζέντα για να αμφισβητήσουν τις κατεστημένες ιεραρχίες που βασίστηκαν σε πολιτισμικές κατασκευές των διαφορών ανάμεσα στα φύλα. Το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ήταν η διεύρυνση του αγώνα για τη δικαιοσύνη να καλύπτει τόσο τον πολιτισμό όσο και την οικονομία. Όμως, το πραγματικό αποτέλεσμα ήταν μια μονόπλευρη έμφαση στην «ταυτότητα του φύλου» σε βάρος των θεμάτων αιχμής. Ακόμη χειρότερα, η φεμινιστική στροφή στις πολιτικές της ταυτότητας εναρμονίστηκε πολύ προσεγμένα με έναν αυξανόμενο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος δεν επιθυμούσε τίποτα περισσότερο από το να καταστείλει κάθε ανάμνηση κοινωνικής ισότητας. Στην πραγματικότητα, έχουμε θεοποιήσει την κριτική του πολιτισμικού σεξισμού, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που οι περιστάσεις απαιτούσαν να πολλαπλασιάσουμε την εστίαση μας στην κριτική της πολιτικής οικονομίας.

Τέλος, ο φεμινισμός συνέβαλε με μια τρίτη ιδέα στον νεοφιλελευθερισμό: με την κριτική του πατερναλισμού του κράτους-πρόνοιας. Αναμφισβήτητα προοδευτική στην εποχή του κρατικά οργανωμένου καπιταλισμού, αυτή η κριτική έχει από τότε συγκλίνει με τον πόλεμο του νεοφιλελευθερισμού εναντίον του «κράτους-νταντά» και με τον πιο πρόσφατο κυνικό εναγκαλισμό των ΜΚΟ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι «μικροπιστώσεις», το πρόγραμμα των μικρών τραπεζικών δανείων προς τις φτωχές γυναίκες στον παγκόσμιο Νότο. Αφού εφαρμόστηκαν ως μια εναλλακτική μορφή ενδυνάμωσης από κάτω προς τα επάνω, έναντι των από την κορυφή προς τα κάτω γραφειοκρατικών κρατικών προγραμμάτων, οι μικροπιστώσεις έχουν προβληθεί ως το φεμινιστικό αντίδοτο για τη φτώχεια και την υποταγή των γυναικών. Αυτό που έχει παραληφθεί όμως είναι μια ανησυχητική σύμπτωση: η μικρή πίστωση έχει ξεφυτρώσει ακριβώς τη στιγμή που τα κράτη έχουν εγκαταλείψει τις μακρο-διαρθρωτικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της φτώχειας, προσπάθειες που ο δανεισμός μικρής κλίμακας δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσει. Και σε αυτή την περίπτωση, μια φεμινιστική ιδέα έχει κατακτηθεί από τον νεοφιλελευθερισμό. Μια προοπτική με στόχο αρχικά τον εκδημοκρατισμό της κρατικής εξουσίας για την ενδυνάμωση των πολιτών, τώρα χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει την εμπορευματοποίηση και την περιστολή του κράτους.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η αμφιθυμία του φεμινισμού έχει επιλυθεί υπέρ του (νεο) φιλελεύθερου ατομικισμού. Αλλά το έτερο, αλληλέγγυο σενάριο ίσως να είναι ακόμα ζωντανό. Η σημερινή κρίση δίνει την ευκαιρία να πιάσουμε το νήμα του για μια ακόμη φορά, επανασυνδέοντας το όνειρο της απελευθέρωσης των γυναικών με το όραμα μιας αλληλέγγυας κοινωνίας. Για τον σκοπό αυτό, οι φεμινίστριες πρέπει να διακόψουμε την επικίνδυνη σχέση μας με τον νεοφιλελευθερισμό και να διεκδικήσουμε ξανά τις τρεις «συνεισφορές» μας για τους δικούς μας σκοπούς.

Πρώτον, θα μπορούσαμε να σπάσουμε την επίπλαστη σχέση μεταξύ της κριτικής μας για τον οικογενειακό μισθό και τον ευέλικτο καπιταλισμό, αγωνιζόμενες για μια μορφή ζωής που να βγάζει από το κέντρο της προσοχής μας την αμειβόμενη εργασία και να αναδεικνύει τις μη αμειβόμενες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς φροντίδας – και όχι μόνο. Δεύτερον, μπορούμε να διακόψουμε τη δίοδο μέσα από την κριτική μας για τον οικονομισμό στις πολιτικές της ταυτότητας, ενσωματώνοντας τον αγώνα για την μεταβολή της τάξης των πραγμάτων που βασίζεται στις ανδροκρατικές πολιτισμικές αξίες, με την πάλη για οικονομική δικαιοσύνη. Τέλος, μπορούμε να αποκόψουμε τον ψευδή δεσμό μεταξύ της κριτική μας για την γραφειοκρατία και του φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς, διεκδικώντας ξανά τον μανδύα της συμμετοχικής δημοκρατίας ως μέσο για την ενίσχυση των κοινωνικών δυνάμεων που είναι αναγκαίες για τον περιορισμό του κεφαλαίου προς όφελος της (κοινωνικής) δικαιοσύνης.

Μετάφραση: Χριστίνα Κούρκουλα

Πηγή: the guardian

 

Διαβάστε ακόμα

Το σύνδρομο της κόπωσης των Λευκών φεμινιστριών