της Φλώρας Νικολιδάκη

Στο δημοτικό είχα μια δασκάλα τη δεσποινίδα Άννα. Ήταν μοναχική γυναίκα, άκρως συντηρητική. Ζητώ συγγνώμη, αλλά τότε, βάζοντας το χεράκι μας μπροστά στο στόμα μας, τη λέγαμε «θεούσα». Η αλήθεια είναι ότι ανακατευόταν πάρα πολύ με τα κατηχητικά και τα εκκλησιαστικά. Αυτή η δασκάλα με συμπαθούσε πάρα πολύ. Αιτία ήταν μια φασιστικού τύπου διαπαιδαγώγηση που η δασκάλα σκαρφίστηκε μια μέρα. Έφερε στην τάξη ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, το άφησε πάνω στην έδρα, που τότε έστεκε πιο πάνω από μας, αφού ήταν σε βάθρο, και μας είπε:

– Αυτό το άλμπουμ, έχει υπέροχες φωτογραφίες, που θα σας τις δείξω μόλις επιστρέψω στην τάξη. Μέχρι να γυρίσω, κανένα παιδί δεν πρέπει να έρθει στην έδρα για να κοιτάξει τις φωτογραφίες.

Η δασκάλα μας βγήκε από την τάξη και όπως καταλάβατε, όλα τα παιδιά βρέθηκαν στην έδρα. Εκτός από μένα. Κάθισα ήσυχη στο θρανίο μου, οικτίροντας τους περίεργους και ανυπόμονους συμμαθητές και συμμαθήτριες και σνομπάροντας το άλμπουμ της δασκάλας.

Η δεσποινίς Άννα επέστρεψε. Η πρώτη της δουλειά ήταν να ρωτήσει:

– Ποιο παιδί δεν είδε το άλμπουμ?

– Σήκωσα το χέρι μου.

Αυτό ήταν. Με αγάπησε.

Τα χρόνια πέρασαν. Το δημοτικό τελείωσε. Πήγαμε στο γυμνάσιο.

Ένα μεσημέρι μέσα στο λεωφορείο συναντάω τη δεσποινίδα Άννα, τη δασκάλα της τετάρτης δημοτικού.

– Παιδί μου Νικολιδάκη, τι κάνεις?

– Πολύ καλά κυρία.

–  Δεν το πιστεύω παιδί μου, φοράς μίνι? Και σε νόμιζα τόσο καλό παιδί!

– Καλό παιδί είμαι κυρία απάντησα. Και η εμφάνιση δεν έχει καμιά σχέση. Εξάλλου ποτέ δεν ήμουν το παιδί που νομίζατε εσείς.

Με κοίταξε έντρομη. Δεν είπε τίποτα, αλλά απομακρύνθηκε λίγο.

Στην αρχή λυπήθηκα που γκρέμισα ένα τζάμι. Αλλά αμέσως αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση. Με καταπίεζε πάντα η εκτίμηση που μου έδειχνε η δεσποινίς Άννα, για κάτι που δεν ήμουν.