των Σταύρου Παναγιωτίδη και Παναγιώτη Πάντου

Πάντα επισημαίνουμε την ιδιαίτερη σημασία που έχουν οι ποικίλες διακρίσεις με άξονα το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Η επιδείνωση της κρίσης έχει εντείνει αυτές τις διακρίσεις; Έχουν δημιουργηθεί νέες μορφές τους;

Η νεοφιλελεύθερη συνθήκη της κρίσης και της επισφάλειας προσφέρει εύφορο έδαφος για την περαιτέρω εδραίωση των εμπεδωμένων στην ελληνική κοινωνία διακρίσεων και ιεραρχιών που αφορούν το φύλο: οι γυναίκες στο ρόλο της οικιακής και αναπαραγωγικής εργασίας και οι άνδρες εγγυητές της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και θεματοφύλακες της τιμής του έθνους. Και όλοι και όλες μαζί πίσω ολοταχώς στις αξίες της «ελληνικής οικογένειας», στις αρχές του «οίκου», εκεί που η οικο-νομία (ως νομή του οίκου) αποκτά τη διττή έννοια του οικονομικού καταμερισμού της εργασίας και της ρύθμισης της σεξουαλικότητας και αναπαραγωγής. Εδώ χρειάζεται προσοχή: από τη μια πλευρά οι αλλαγές στον καταμερισμό της αμειβόμενης εργασίας πλήττουν τις γυναίκες, και, από την άλλη, στο πλαίσιο του διαχειριστικού λόγου της κρίσης εμπεδώνεται ο έμφυλος βιολογισμός της θυματοποίησης και οι γυναίκες γίνονται αντικείμενο ενός πατερναλιστικού προσεταιρισμού (ως «ευάλωτη ομάδα»). Ας αναλογιστούμε πώς οι «μόνες μητέρες» έφτασαν την εποχή της Θάτσερ να αποτελούν σύμβολο εξάρτησης (“nanny-state”), κοινωνικής μειονεξίας και κατάχρησης της «ευεργεσίας» του βρετανικού κράτους πρόνοιας, ή πώς οι Αφρο-αμερικανές μητέρες κατασκευάστηκαν ως επονείδιστη ταυτότητα και δυσβάσταχτο φορτίο για το βορειοαμερικανικό ασφαλιστικό σύστημα.

Η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση επιφέρει ριζικές αλλαγές στον καταμερισμό της αμειβόμενης εργασίας (αλλά και της επισφάλειας και της ανεργίας) κατά φύλο, ενώ βαθαίνει την ανισότητα και τη βία του σεξισμού και της ετεροκανονικότητας. Στην περσινή ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά (2012), η φεμινίστρια θεωρητικός Γκάγιατρι Σπίβακ υποστήριξε κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ότι η αναπαραγωγική ετεροκανονικότητα αποτελεί θεμελιακή φόρμα και νόρμα του νεοφιλελευθερισμού, η οποία υπαγορεύει μορφές διαχείρισης της πολιτικής οικονομίας.

Συμφωνώντας απόλυτα μ’ αυτό, θεωρώ κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι, εκτός από στρατηγική της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, και μια ευρύτερη νεοσυντηρητική τεχνική φρονηματικής διακυβέρνησης, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η ενεργοποίηση κανόνων που αφορούν, ταυτόχρονα και αδιάρρηκτα, τη θέση στην οικονομία της αγοράς, την ταυτότητα φύλου, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την εθνική ταυτότητα, την υγεία και την αρτιμέλεια. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια όχι μόνο ταξικά αλλά και έμφυλα προσδιορισμένη καπιταλιστική κυβερνο-λογική: τόσο από την άποψη των έμφυλων ανισοτήτων που διέπουν την ανακατανομή του κεφαλαίου, όσο και από την άποψη της εδραίωσης νεοσυντηρητικών, σεξιστικών και ετεροκανονικών προϋποθέσεων της ιδιότητας του πολίτη.

Η επιρροή της Χρυσής Αυγής εδράζεται και σε μια σειρά από στερεοτυπικές αντιλήψεις, σεξιστικού χαρακτήρα, που στην Ελλάδα είναι κυρίαρχες. Η εναντίωση σε αυτές στήνει φράγματα στην αύξηση του ερείσματος της Ακροδεξιάς. Πως μπορούμε να συνδυάσουμε αυτό το μέτωπο με τα υπόλοιπα στοιχεία επίθεσης προς τη ΧΑ; Μπορεί να γίνει κάποια ιεράρχηση;

Η πολιτική που παράγει πλεονάζοντες και απεγνωσμένους ανθρώπους χωρίς δικαιώματα, είναι σύμφυτη με την πολιτική του κοινωνικού εκφασισμού, του ρατσισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας. Η ΧΑ δεν είναι προϊόν της κρίσης, αλλά η μνημονιακή διαχείριση της κρίσης από το μπλοκ εξουσίας είναι η συνθήκη που επέτρεψε την εισδοχή του νεοναζισμού στην κυρίαρχη κοινοτοπία της πολιτικής. Είναι λοιπόν καίριας σημασίας σήμερα να πάμε πέρα από τους κλασικούς αυτοματισμούς του οικονομισμού και να βαθύνουμε τις επεξεργασίες μας για τη σχέση νεοφιλελευθερισμού, κρατικού ρατσισμού και κοινωνικού εκφασισμού. Σ’ αυτό τον πλαίσιο, είναι απαραίτητο ο αντιφασιστικός αγώνας να συμπεριλάβει ζητήματα που αφορούν το φύλο και τη σεξουαλικότητα, και μάλιστα όχι ως δευτερεύοντα ζητήματα αλλά ως θεμελιακές διαστάσεις του φασιστικού φαινομένου.

Η υπαγωγή των γυναικών στο «φυσικό» ρόλο της οικιακής φροντίδας στο πλαίσιο του αποδεκατισμού του δημόσιου συστήματος φροντίδας, η ανασφάλιστη εργασία της οικιακής φροντίδας που αναλαμβάνουν μετανάστριες από τον παγκόσμιο νότο, οι αποκλεισμοί του οικογενειοκρατικού μοντέλου φροντίδας, η διαπόμπευση των εξαρτημένων εκδιδόμενων γυναικών, ο νεοναζιστικός όχλος να ουρλιάζει με μίσος «ξεσκισμένες αδερφές» έξω από το θέατρο Χυτήριο, η απαγόρευση της τηλεοπτικής προβολής του spot του Athens Pride 2013 από το ΕΣΡ, τα ρατσιστικά πογκρόμ εναντίον των τρανς ατόμων από την Αστυνομία Θεσσαλονίκης προκειμένου «να βελτιωθεί η εικόνα της πόλης»: είναι όλα αποτυπώματα ενός αυταρχικού κράτους στην καρδιά του οποίου βρίσκεται η μικροπολιτική του ηθικού πανικού που αναζωογονεί διάφορες εκδοχές του δόγματος «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Κι αυτό δεν είναι παράπλευρη απώλεια της κρίσης αλλά κρίσιμη στρατηγική διακυβέρνησης.

Η αποστροφή για τον/την άλλον/άλλη, με τη μορφή της ετοιμοπόλεμης εθνομαγκιάς, έχει κεντρική θέση στο λόγο και τις πρακτικές της νεοναζιστικής οργάνωσης. Το ίδιο και η υπογράμμιση του εθνικού ρόλου της μητρότητας. Διόλου τυχαίο, αφού ο έλεγχος του γυναικείου σώματος και της γυναικείας σεξουαλικότητας αποτελεί προϋπόθεση της εθνοφυλετικής καθαρότητας. Ο μισογυνισμός πάντοτε συνυφαίνεται με το εγκώμιο της γυναικείας «φύσης», που νομιμοποιεί τον περιορισμό των γυναικών στα «κατά φύση’ καθήκοντα του φύλου τους, ως «μητέρες του έθνους».

Αυτή η ιδεολογία «πατάει» σε «πατροπαράδοτα» συντηρητικά αξιακά συστήματα που προϋπήρχαν στην ελληνική κοινωνία. Στα συμφραζόμενα της κοινωνικής εξαθλίωσης και υπό τη αιγίδα της νεοφιλελεύθερης κυβερνο-λογικής, η επιχείρηση «αίμα-τιμή» (με τις προφανείς εθνοφυλετικές και έμφυλες συνδηλώσεις) αποκτά περαιτέρω ερείσματα και αξιώσεις νομιμοποίησης. Η νεοναζιστική ατζέντα, συγκλίνοντας με τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, στηρίζεται στη βιοπολιτική λογιστική του αναλώσιμου ανθρώπινου σώματος.

Με δεδομένο ότι οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από την ανάδυση νέων μορφών ταυτοτήτων –χρησιμοποιείται ακόμη και ο όρος “πολυδιάσπαση”- μπορεί η συγκρότηση μιας νέου τύπου ηγεμονίας να στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου ενιαίου πολιτικού και πολιτισμικού προτύπου ή πρέπει να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους κάποια κρίσιμα στοιχεία θα ενσωματώνονται σε πολλούς διαφορετικούς ανθρωπότυπους;

Πράγματι, το ζητούμενο σήμερα από την πλευρά της Αριστεράς είναι η συγκρότηση μιας νέου τύπου ηγεμονίας, μιας αντι-κυριαρχικής ηγεμονίας, θα έλεγα, η οποία θα συνίσταται στην κινητοποίηση και ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας. Η αξιακή στόχευση της Αριστεράς δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η δημιουργία ενός «ενιαίου πολιτικού και πολιτισμικού προτύπου», αλλά η συστράτευση πολλαπλών συλλογικοτήτων, ιδεών, στάσεων και υποκειμενικοτήτων. Το «ενιαίο» παραπέμπει στη λογική του «ενός» και προϋποθέτει αποκλεισμούς, ενώ το «πρότυπο» υποδηλώνει ορθοδοξίες. Έτσι, το αιτούμενο δεν είναι ένα ενιαίο και μονολιθικό συλλογικό υποκείμενο (π.χ., το υποτιθέμενο ενιαίο κοινωνικό υποκείμενο της εργατικής τάξης), ούτε και οι κλειστές, περιχαρακωμένες, αυτο-αναφορικές ταυτότητες, αλλά ένα νέο φαντασιακό κοινωνικών δεσμών και συσχετισμών με γνώμονα τη ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας και το βάθεμα της ισοελευθερίας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η «ταυτότητα» δεν αποτελεί σταθερό και αμετάκλητο σημαίνον μιας οντολογικής κατηγορίας αλλά στρατηγική τοποθέτηση πολλαπλών υποκειμένων σε σχέση με ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Ούτε αναφέρεται στην αυτάρκεια και αυταρέσκεια του ατομικιστικού εαυτού, αλλά συντίθεται κοινωνικά και εμπλέκεται σε σχέσεις εξουσίας που ρυθμίζουν ποιες μορφές και στάσεις ζωής περιλαμβάνονται ισότιμα στο πολιτικό πεδίο και στην αναγνωρίσιμη υποκειμενικότητα. Αυτή ακριβώς η κοινωνικά τοποθετημένη ενδεχομενικότητα των ταυτοτήτων μας καλεί να ασκούμε τη φαντασία μας ως προς τις δυνατότητες για εναλλακτικές –παροντικές ή μελλοντικές- επιτελέσεις τους. Γι’ αυτό η προβληματοποίηση των ταυτοτήτων (ως ενιαίων, σταθερών, περιχαρακωμένων, θεμελιωμένων στη «φύση», κτλ) δεν ισοδυναμεί με αποκήρυξη της πολιτικής χρήσης τους.

Η «ταυτότητα» αποτελεί ταυτόχρονα όχημα των σχέσεων κυριαρχίας αλλά και πεδίο αντίστασης, αντικείμενο διαρκούς πολιτικής αντιδικίας.

Η αντιπρόταση στο νεοσυντηρητισμό που διέπει τη νεοφιλελεύθερη νόρμα του απολιτικού και καταναλωτικού ατομικισμού αλλά και οι συζητήσεις για ένα υποκείμενο συλλογικού αυτοκαθορισμού (βλ. τις θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες περί «πλήθους», για παράδειγμα) πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτές τις διαστάσεις. Η αξιακή επαν-επινόηση του πολιτικού πεδίου που επιζητούμε σήμερα ως αντίδοτο στη μεταπολιτική καμπή και κοινωνική καταστροφή που σηματοδοτεί το μνημονιακό καθεστώς αναφέρεται σε μια δημοκρατία με δήμο και έναν δήμο με διαφορές. Απαιτεί μια πολιτική πληθυντικών και έκκεντρων υποκειμένων που συνέχονται και συν-αρθρώνονται στη βάση μιας αγωνιστικής (αλλά όχι αναγκαστικά ομοιόμορφης) στάσης, ηθικής και διά-θεσης αναθέσμισης της κοινωνίας στην κατεύθυνση της ισότητας και της ελευθερίας των πολλών.

Πόσο αναπτυγμένες είναι στην Ελλάδα οι σπουδές φύλου; Το ΙΝΠ σχεδιάζει κάποιες πρωτοβουλίες για τα σχετικά ζητήματα;

Σε συνθήκες όπου το Πανεπιστήμιο εκβιάζεται από την επιχειρησιακή λογική της αγοράς που απαιτεί λίγους, καθαρούς, και, πάνω απ’ όλα, προσοδοφόρους ακαδημαϊκούς κλάδους, οι Σπουδές Φύλου (ΣΦ) συμπεριλαβάνονται στα γνωστικά πεδία που εκλαμβάνονται ως «δευτερεύοντα», «αντι-παραγωγικά» και «περιττά». Ανήκουν δε στα κατεξοχήν «επικίνδυνα» πεδία, αφού η κριτική, ως διανοητική και πολιτική πρακτική που στερεί τις νόρμες από την οντολογική τους θεμελίωση, είναι στο επίκεντρο των ΣΦ, και γνωρίζουμε ότι η νεοφιλελεύθερη υπαγωγή της γνώσης στην επιχειρησιακή λογική αποστρέφεται την ετεροφροσύνη και υπονομεύει την κριτική σκέψη.

Οι ΣΦ και η φεμινιστική θεωρία, στην οργανική σύνδεσή τους με τα φεμινιστικά και κουήρ κινήματα, είναι από τα πιο ανανεωτικά θεωρητικο-πολιτικά ρεύματα των τελευταίων δεκαετιών. Εμπλέκονται ενεργά στην αναδόμηση αυτού που είναι δυνατό να φανταστούμε, να στοχαστούμε, να αρθρώσουμε και να αποτολμήσουμε στο Πανεπιστήμιο και πέρα από αυτό. Η επαναστατικότητα των ΣΦ έγκειται στο ότι προβληματοποιούν την ίδια τη διαδικασία παραγωγής γνώσης, το τι μετράει ως γνώση και ποιοι/ποιες λογίζονται ως υποκείμενα γνώσης. Φανταστείτε πόσο «επικίνδυνο» είναι αυτό για ένα πλαίσιο που μετατρέπει τη γνώση σε εμπόρευμα. Η μελέτη του φύλου δεν αποτελεί απλώς και μόνο θεματική. Είναι θεωρητικοπολιτική σκευή της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτισμικής θεωρίας που αφορά την έννοια του πολιτικού, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τη διαφορά, την πολιτική πράξη, την αντίσταση, τη συγκρότηση του υποκειμένου, την πολιτική της γνώσης, την ιδιότητα του πολίτη. Το ίδιο και η φεμινιστική πολιτική για την Αριστερά: δεν (πρέπει να) είναι απλώς μια επιμέρους θεματική που αφορά τις γυναίκες, αλλά μια πολιτική στάση που διαπερνά τον ευρύτερο πολιτικό μας λόγο, τις αξίες και τις πρακτικές μας.

Είναι καθήκον μας σήμερα να παλεύουμε για πανεπιστημιακές σπουδές που φιλοξενούν τη μάχιμη κριτική και εκπληρώνουν τον προορισμό του Πανεπιστημίου άνευ όρων (για να θυμηθούμε τον Ζακ Ντεριντά). Από την άλλη, το Πανεπιστήμιο δεν είναι ο μοναδικός χώρος όπου αναπτύσσονται στοχαστικές επεξεργασίες και πολιτικά διαβήματα γύρω από τα ζητήματα του φύλου και της σεξουαλικότητας. Υπάρχουν συλλογικότητες και κινηματικές δράσεις που εισφέρουν καθοριστικά στο πεδίο, με πειραματική τόλμη και ριζοσπαστικό πολιτικό ήθος.

Στο ΙΝΠ σκοπεύουμε να αναλάβουμε πρωτοβουλίες σ’ αυτή την κατεύθυνση, αξιοποιώντας όλο αυτό το δυναμικό, τόσο εντός όσο και εκτός Πανεπιστημίου. Μας ενδιαφέρει να διατηρήσουν και να βαθύνουν οι ΣΦ την πολιτική τους αιχμή και ταυτόχρονα, και αυτό είναι η σημαντικότερη πρόκληση, να τις ενεργοποιήσουμε ως πολιτική αιχμή του λόγου και της στάσης της Αριστεράς. Αν στόχος μας είναι να διαμορφώσουμε νέους, δικαιότερους όρους κοινωνικών σχέσεων, η Αριστερά χρειάζεται το φεμινισμό και ο φεμινισμός χρειάζεται την Αριστερά.

Πηγή: rednotebook