της Λίνας Φιλοπούλου

Από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης το 2008–2009, η διαίρεση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης έχει βαθύνει. Χώρες που βρίσκονται σε κρίση,όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, έχουν διανύσει μια πενταετή φάση ύφεσης της οικονομίας, τα ποσοστά ανεργίας συνεχίζουν να κινούνται πάνω από το όριο του 25% και η πλειονότητα του πληθυσμού ζει σε επισφαλείς συνθήκες. Διαφορετική είναι προς το παρόν η κατάσταση στις χώρες εκείνες που έχουν βγει κερδισμένες από την κρίση. Ειδικότερα η Γερμανία θεωρείται υπόδειγμα μαθήτριας. Αποτελεί, όμως, στην πραγματικότητα το «γερμανικό εργασιακό θαύμα» ένα μοντέλο για την Ευρώπη;

Ο Κλάους Ντέρε ρίχνει μια κριτική ματιά πίσω από τη βιτρίνα του «εργασιακού θαύματος» της Γερμανίας, η οποία έχει βγει κερδισμένη από την κρίση. Περιγράφει μια πολύ επιλεκτική ανταγωνιστική κοινωνία πλήρους, αλλά και επισφαλούς απασχόλησης, όπου η διεύρυνση των συνθηκών ανασφαλούς εργασίας και διαβίωσης θα επιβάλλει την πειθαρχία ακόμα και σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται ακόμα σε σχετικά σταθερές συνθήκες. Μια κοινωνία όπου οι επισφαλώς εργαζόμενοι κι εργαζόμενες, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι και αποκλεισμένες, οι άνεργοι και άνεργες πρέπει να πληρώσουν το τίμημα για ένα εξαγωγικό μοντέλο που ενισχύει τις ανισότητες στην Ευρώπη και έτσι καταστρέφει τα θεμέλια της ίδιας του της επιτυχίας.

Ακολουθούν αποσπάσματα από τη μπροσούρα του Κλάους Ντέρε Το «γερμανικό εργασιακό θαύμα» Μοντέλο για την Ευρώπη;, που επικεντρώνουν στην εργασία φροντίδας, την εποχή του παλιού κοινωνικού καπιταλισμού, χωρίς την οποία η πλήρης απασχόλη των ανδρών ήταν αδιανόητη, αλλά και στις υπηρεσίες φροντίδας στο πλαίσιο του σημερινού χρηματοπιστωτικού και ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Οι τομείς φροντίδας, παρόλο που απασχολούν τόσα άτομα όσα και οι τομείς της μηχανουργίας και αυτοκινητοβιομηχανίας, που συνιστούν τη βιομηχανική καρδιά της γερμανικής οικονομίας, συμπιέζονται όλο και περισσότερο λόγω έλλειψης πραγματικής ζήτησης χρηματοδοτούμενης από το κράτος, ενώ μεταθέτουν την ευθύνη των υπηρεσιών φροντίδας πίσω στα νοικοκυριά. Σε έναν παραδοσιακά γυναικοκρατούμενο χώρο αναπαράγονται εδώ και χρόνια μηχανισμοί διακρίσεων λόγω φύλου, για να διατηρήσουν την κοινωνική υποτίμηση του εν λόγω τομέα και επομένως να μειώσουν το κόστος αναπαραγωγής.

 

«Το εξέχον επίτευγμα του [παλιού] κοινωνικού καπιταλισμού ήταν ότι κράτησε τη μισθωτή εργασία μέσα στο πλαίσιο του κράτους πρόνοιας. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που αναδρομικά χαρακτηρίστηκε ως κοινωνικά προστατευμένη κανονική ή τυπική σχέση εργασίας. Για τη μεγάλη πλειονότητα κυρίως των ανδρών μισθωτών, η διατήρηση της μισθωτής εργασίας στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους σήμαινε σχετική αποσύνδεση του εισοδήματος και της εργασιακής κατάστασης από τους κινδύνους της αγοράς. Ο κοινωνικός καπιταλισμός στηριζόταν ακόμη σε ταξικές ανισότητες και, ιδιαίτερα στη Δυτική Γερμανία, σε μια ασύμμετρη ενσωμάτωση των φύλων στην αγορά εργασίας. Έκανε διακρίσεις σε βάρος μεταναστών και μεταναστριών και λιγότερο εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Η πλήρης απασχόληση των ανδρών ήταν αδιανόητη χωρίς την εργασία φροντίδας, η οποία ήταν κυρίως απλήρωτη και γινόταν προπαντός από γυναίκες. Μετανάστες και μετανάστριες από τη νοτιοευρωπαϊκή περιφέρεια και την Τουρκία («γκασταρμπάιτερ») αναλάμβαναν κυρίως δουλειές μη ελκυστικές, κακοπληρωμένες και με μικρή αναγνώριση. Για την πλειονότητα όμως των εργατών και εργατριών, των υπαλλήλων και των οικογενειών τους, η αλλαγή παρουσιαζόταν ως μετάβαση σε ένα καθεστώς ενσωμάτωσης στην κοινωνική πολιτειότητα. Οι μισθωτοί και μισθωτές διέθεταν τώρα «κοινωνική ιδιοκτησία». Η φτώχεια και η επισφάλεια ήταν πάντοτε παρούσες, αλλά με τις προστατευμένες εσωτερικές αγορές εργασίας σπρώχνονταν στην άκρη της κοινωνίας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης, γίνονταν αόρατες στην ιδιωτική σφαίρα και με αυτόν τον τρόπο έμπαιναν στο περιθώριο.[…]

Ένας από τους μύθους που περιστρέφονται γύρω από το υποτιθέμενο «θαύμα απασχόλησης» είναι ο ισχυρισμός ότι έχει δημιουργηθεί ένας νέος τύπος αμειβόμενης απασχόλησης. Αυτό είναι απολύτως αναληθές. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο όγκος των ολοκληρωμένων και πληρωμένων ωρών εργασίας μεταξύ 1991 και 2012 έχει μειωθεί εμφανώς περισσότερο από 10%. Ακόμα και μετά την κρίση του 2008–2009 ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε αρχικά γρηγορότερα από ό,τι ο όγκος των ωρών εργασίας. Αυτό καθεαυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, αν η μείωση του όγκου εργασίας συνδεόταν με ισότιμη μείωση της εργασίας και μισθολογική προσαρμογή. Δεν έγινε όμως κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, ο υπάρχων όγκος εργασίας κατανέμεται σε όλο και περισσότερους και περισσότερες εργαζομένους κι εργαζόμενες, και κυρίως με ασύμμετρο τρόπο. Η αύξηση της απασχόλησης διαπιστώνεται όχι αποκλειστικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό, στις επισφαλείς δουλειές, οι οποίες εκτελούνται σε δυσανάλογα υψηλό ποσοστό από γυναίκες σε επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών φροντίδας. […]

Οι τομείς της φροντίδας των ηλικιωμένων, των παιδιών, των νέων και των ατόμων με αναπηρία απασχολούν τόσα άτομα όσα και οι τομείς της μηχανουργίας και αυτοκινητοβιομηχανίας, που συνιστούν τη βιομηχανική καρδιά της γερμανικής οικονομίας. Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι σε σχέση με τους υψηλά παραγωγικούς εξαγωγικούς κλάδους έχει αυξηθεί η σημασία του λιγότερο παραγωγικού τομέα, αλλά με εντατικοποίηση της εργασίας στις αμειβόμενες υπηρεσίες φροντίδας (στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που εξυπηρετούν την «παραγωγή εργατικής δύναμης»). Από τη σκοπιά των εξαγωγών, αυτό μοιάζει προβληματικό ως προς το κόστος –τουλάχιστον με μικροοικονομικούς όρους– καθώς η αμειβόμενη εργασία στον τομέα της αναπαραγωγής χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό με κρατικές μεταβιβαστικές πληρωμές. Η κρατική πολιτική έχει σχεδιάσει την ανταλλαγή ανάμεσα στον τομέα των εξαγωγών και στις υπηρεσίες φροντίδας σαν ένα «μεταβολισμό» ανάμεσα στις αναβαθμισμένες εσωτερικές αγορές και στις υποτιμημένες εξωτερικές, επειδή δεν λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή της ισοδύναμης ανταλλαγής. Μια δημοσιονομική πολιτική προσανατολισμένη στην ανταγωνιστικότητα, προορισμένη να εξασφαλίζει εισροή ρευστού κεφαλαίου, η οποία απαλλάσσει από τα βάρη κατέχοντες και επιχειρήσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο προκαλεί προβλήματα στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων, δεν επιτρέπει γενναιόδωρες χρηματοδοτήσεις γι’ αυτές τις παροχές ατομικών υπηρεσιών και τις υπηρεσίες φροντίδας. Οι υποχρεώσεις του κράτους πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και μέσω δανεισμού. Όσο η ιδιωτική περιουσία μεγαλώνει και συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, η δημόσια περιουσία «καίγεται». Συνεπώς, το κράτος δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει μια περαιτέρω ζήτηση σε υπηρεσίες φροντίδας. Η παροχή υπηρεσιών φροντίδας με τη μορφή δημόσιου αγαθού συμπιέζεται όλο και περισσότερο λόγω έλλειψης πραγματικής ζήτησης χρηματοδοτούμενης από το κράτος. Οι βασικοί παίκτες στο πεδίο αυτό αντιδρούν εφαρμόζοντας ένα συνδυασμό εμπορευματοποίησης, ανταγωνισμού, επισφαλειοποίησης των όρων εργασίας, καθώς και μετάθεσης πίσω στα νοικοκυριά της ευθύνης για τις υπηρεσίες φροντίδας. […]

Η γερμανική εξαγωγική οικονομία βασίζεται, μπορούμε να υποστηρίξουμε, στην καπιταλιστική προσάρτηση της παροχής ατομικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών φροντίδας. Η προσάρτηση αυτή στην περίπτωση της Γερμανίας σημαίνει αύξηση της ανταγωνιστικότητας του εξαγωγικού τομέα με ταυτόχρονη απαξίωση των (αμειβόμενων) υπηρεσιών φροντίδας, οι οποίες καθίστανται έτσι επισφαλείς. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ότι αυτοί οι τομείς είναι ομοιογενείς μονάδες με ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ακόμη και στον εξαγωγικό τομέα θα δούμε μια πολιτειότητα βασισμένη στην «κοινωνική ιδιοκτησία» να παραβιάζεται, θα βρούμε επίσης επισφαλώς εργαζομένους κι εργαζόμενες και πειθάρχηση του μόνιμου προσωπικού. Στην περίπτωση των υπηρεσιών φροντίδας η κοινωνική πολιτειότητα υπάρχει, αλλά δεν θεσμοθετείται καν, ή μόλις και μετά βίας. Σε έναν παραδοσιακά γυναικοκρατούμενο χώρο αναπαράγονται εδώ και χρόνια μηχανισμοί διακρίσεων λόγω φύλου, για να διατηρήσουν την κοινωνική υποτίμηση του εν λόγω τομέα και επομένως να μειώσουν το κόστος αναπαραγωγής. […]

Οι καπιταλιστικές οικονομίες δεν μπορούν πια να υπάρχουν με «καθαρή» μορφή. Εξαρτώνται από το πόσο ικανοποιητικά θα λειτουργήσουν ορισμένοι τομείς, οι οποίοι δεν υπακούν ούτε στις επιταγές της οικονομικής μεγέθυνσης ούτε στο κίνητρο του κέρδους. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τους τομείς που αναφέρθηκαν παραπάνω, για τους τομείς της διατροφής, της ανατροφής, της εκπαίδευσης, των υπηρεσιών περίθαλψης και φροντίδας. Για τους παραπάνω τομείς, που συνήθως είναι γυναικοκρατούμενοι, μια συγκεκριμένη μορφή ανάπτυξης, η οποία συνεπάγεται την εκλογίκευση και την κατάργηση της ανθρώπινης εργασίας, αποβαίνει αναπόφευκτα εις βάρος της ποιότητας της εργασίας και της παροχής υπηρεσιών.»

 

Η μπροσούρα κυκλοφορεί στα ελληνικά και διατίθεται δωρεάν από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Μπορείτε να τη βρείτε στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος εδώ