της Ζωής Μαυρουδή

«Ήδη επίσης καταργήσαμε την υγειονομική διάταξη 39Α, τη διάταξη στην οποία βασίστηκε αυτή η ρατσιστική διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, προσβάλλοντας την ίδια την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας». Αυτά τα λόγια ακούστηκαν δια στόματος του πρωθυπουργού στη χθεσινή συνέντευξη τύπου στο υπουργείο υγείας για τα έκτακτα μέτρα ανασυγκρότησης της δημόσιας υγείας.

Ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει εκδοθεί ακόμα το ΦΕΚ κατάργησης που σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Υγείας Γιάννη Μπασκόζο σε προσωπική του ανάρτηση στο Facebook, υπεγράφη χτες στο υπουργείο και οδεύει προς δημοσίευση. Από αυτές τις πληροφορίες φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν θα παραβιάσει τη δέσμευσή της και θα δώσει μια και καλή τέλος σ’αυτό το νομικό έκτρωμα.

Η κατάργηση της 39Α ως πολιτική απόφαση είναι κατά κάποιον τρόπο για το πρώτο υπουργείο υγείας του Σύριζα ό,τι η επαναπρόσληψη των καθαριστριών για το υπουργείο του των οικονομικών: μια πολιτική απόφαση τεράστιας συμβολικής σημασίας για όσους στηρίχτηκαν στο κόμμα για μια ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Στη δήλωσή του ο Τσίπρας έκανε σωστά να αναφερθεί στη διαπόμπευση των γυναικών. Η 39Α όμως είχε χιλιάδες άλλα θύματα. Η υπογραφή της πριν 3 χρόνια, την 1η Απριλίου του 2012, άνοιξε το δρόμο για εξαναγκαστικές εξετάσεις χιλιάδων ανθρώπων στα πλαίσια του Ξένιου Δία, της επιχείρησης Θέτις κατά τοξικομανών και άλλων μεμονωμένων αστυνομικών επιχειρήσεων. Οι γυναίκες αυτές ήταν τα πειραματόζωα του καιροσκοπισμού όσων οραματίστηκαν την αντικατάσταση της κρατικής πρόνοιας με την αστυνομική καταστολή. Αυτοί δεν ήταν μόνο ο Λοβέρδος και ο Χρυσοχοΐδης αλλά και όσοι συνεργάστηκαν στην εφαρμογή της διάταξης και την υποστήριξαν επίμονα τα τελευταία τρία χρόνια από τις θεσμικές θέσεις τους.  Άν και το πείραμα απέτυχε παταγωδώς, οι περισσότερες από τις γυναίκες αντιμετωπίζουν ακόμα τη δικαιοσύνη, ενώ όσοι τις έριξαν σε αυτήν την περιπέτεια δεν υπέστησαν καμία απολύτως κύρωση. Χτες ανακοινώθηκε και η νέα σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου του ΚΕΕΛΠΝΟ. Η πρόεδρος Τζένη Κρεμαστινού αποχωρεί έτσι αθόρυβα, αφήνοντας πίσω της ένα ντροπιαστικό στίγμα για τον οργανισμό. Δεν είναι σαφές ακόμα αν ο αντικαταστάτης της και πρώην υπουργός υγείας της Νέας Δημοκρατίας Θανάσης Γιαννόπουλος είναι διατεθειμένος να κρατήσει σαφείς αποστάσεις από τις ενέργειες της προκατόχου του.

Το τοπίο είναι όντως ασαφές. Η χθεσινή παρέμβαση Τσίπρα ακολούθησε μήνες ανυπομονησίας και σύγχυσης σχετικά με τις προθέσεις της ηγεσίας του υπουργείου υγείας, που κλιμακώθηκαν τις τελευταίες μέρες μετά από διφορούμενες ανακοινώσεις, δηλώσεις και ρεπορτάζ από το υπουργείο και εκπροσώπους του και πληροφορίες ότι η κατάργηση είχε σκαλώσει στην αναποφασιστικότητα του ίδιου του υπουργού υγείας Παναγιώτη Κουρουμπλή. Την Τρίτη, το υπουργείο υγείας εξέδωσε δελτίο τύπου, για δρομολογούμενες ενέργειες για κατάργηση χωρίς σαφή δέσμευση για το πότε.

Δεν υπήρχε όμως κανένας λόγος για δισταγμό στην άμεση κατάργηση της διάταξης. Το θεωρητικό επιχείρημα έχει κερδηθεί προ πολλού από τις προοδευτικές δυνάμεις. Πλήρωσαν άνθρωποι με την ελευθερία τους για να δούμε με τα μάτια μας και με πραγματικούς αριθμούς, ότι η 39Α ήταν μια τεράστια αποτυχία.

Η ανάγκη να αναθεωρηθεί συνολικά το νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων και όχι απλώς να καταργηθεί μια διάταξη έχει εκφραστεί εξ’άλλου ξεκάθαρα και επανειλημμένα από οργανώσεις για την υγεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα που επανέλαβαν και σε υπόμνημά τους στο υπουργείο το αίτημα για κατάργηση και τροποποίηση δυο ακόμα που προϋποθέτουν εξαναγκαστικές εξετάσεις για ευάλωτες ομάδες και κοινή υπουργική απόφαση για διενέργεια ελέγχων, έτσι ώστε να υπάρχει σεβασμός στις διεθνείς συνθήκες.

Το τι θα αποφασιστεί εντός των ερχόμενων μηνών θα δείξει αν η καινούργια ηγεσία θέλει να αντιστρέψει τους όρους της δημόσιας συζήτησης για την προάσπιση της δημόσιας υγείας και αν σέβεται πραγματικά την κοινωνία των πολιτών που τόσο περιφρονήθηκε τα τελευταία χρόνια. Άν όχι, τότε η ακροδεξιά και οι προσκείμενοι σοσιαλιστές της θα συνεχίζουν να στιγματίζουν τη διαφορετικότητα, τους απανταχού αδύναμους ασθενείς, τους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες για να κερδίζουν έδαφος στην κοινωνία.

Πηγή: unfollow