της Φλώρας Νικολιδάκη
Σε συνέχεια του άρθρου του σ. Γ. Μηλιού που δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 26.08.2012, θέλω να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις, που φιλοδοξούν να συγκροτηθούν σε πρόταση, σχετικά με τις μορφές και τις δυνατότητες που μπορεί να έχει η Κοινωνική Οικονομία στην εποχή μας, σαν πρόταση της μαχόμενης κοινωνίας, της πλειοψηφίας δηλ., να οργανώσει με διαφορετικό τρόπο τη ζωή της, αμφισβητώντας στην πράξη το κύριο συστατικό του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού που ονομάσθηκε καπιταλισμός:
Δημιουργία κέρδους-πλούτου για λίγους , με μέσο τη συντριβή των μυώνων και των νευρώνων (Κ.Μάρξ 1ος τόμος του Κεφαλάιου), των συναισθημάτων και της λογικής των πολλών ανθρώπων, που βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης με την παντοδυναμία του κεφαλαίου, και της καταστροφής της φυσικής διαδικασίας παραγωγής της γής.
Η αφετηρία της σκέψης είναι το γεγονός ότι στην εποχή μας η ανθρώπινη κοινωνία διαθέτει γνώσεις εμπειρία και δεξιότητα, όχι σαν κάτι σπάνιο, ειδικό και κλειστό, αλλά σαν κτήμα των πολλών εκατομμυρίων των ανθρώπων. Και επι πλέον, πράγμα εξ ίσου σημαντικό, εκατομμύρια ανθρώπων διαθέτουν πλέον την αναγκαία υλική βάση για να αναλάβουν την αυτοεξυπηρέτησή τους στους τομείς της διατροφής και της ένδυσης.
Φαντάζομαι λοιπόν ένα μοντέλο οικονομίας, που θα ήθελα να γίνει η οικονομική πρόταση της ριζοσπαστικής αριστεράς, το οποίο συνδυάζει τους τομείς της «Κεντρικής Οικονομίας», δηλ. ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, χημική βιομηχανία και βιομηχανία παραγωγής αυτοματισμών και σύνθετων μηχανημάτων, έρευνα κλπ με τη δημιουργία της Οικονομίας της Βάσης, σαν πρόδρομο για την εξέλιξη της οικονομίας στη σοσιαλιστική κοινωνία.
Το κράτος στην πρόταση της ριζοσπαστικής αριστεράς θα έπρεπε να ρυθμίζει τα έσοδά του από τους τομείς της «Κεντρικής Οικονομίας», ενώ οι «Συλλογικές Μορφές Βάσης» θα αναλάμβαναν τ ους τομείς που έχει πλέον τη δυνατότητα να δημιουργήσει και να διαχειριστεί η κοινωνία.
Στην εποχή λοιπόν του ακραίου και απάνθρωπου ανταγωνισμού, η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να προτείνει το συνδυασμό της Κεντρικής Οικονομίας, ως Δημόσιας Οικονομίας, με τον αυτοδιαχειριζόμενο τομέα της οικονομίας, ως Κοινωνική Οικονομία. Η πρόταση αυτή θα ισορροπήσει την επαναστατικότητα της πρότασης για την οικονομία, εξασφαλίζοντας το στόχο που είναι ο σοσιαλισμός, με την καθημερινή πρακτική της κοινωνίας, ΣΗΜΕΡΑ, προς άμεσο όφελος της. Η αντίληψη αυτή διορθώνει τα σημερινά κενά της πρότασής μας για την οικονομία, που δίνουν τη δυνατότητα στον αντίπαλό μας, κάθε φορά που προτείνουμε κάτι προς άμεσο όφελος της κοινωνίας, να ρωτάει: δηλ. θέλετε να γυρίσουμε πίσω?
Προς το παρών θέλω να αναπτύξω το ζήτημα της διατροφής όπως σχετίζεται με τη σημερινή οικονομία, και όπως θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με την πρόταση για τους αυτοδιαχειριζόμενους τομείς της οικονομίας.
Σήμερα, από τον κλάδο της οικονομίας που παράγει, μεταποιεί και προμηθεύει την τροφή στους καταναλωτές, το καπιταλιστικό κράτος έχει το μεγαλύτερο έσοδο. Μετατρέποντας το τρόφιμο σε αναλώσιμο, και τους καταναλωτές σε μηχανές, και ένα μεγάλο μέρος της ιατρικής σε σέρβις των «μηχανών» που μασάνε-χωνεύουν και αφοδεύουν, μπορεί το σημερινό καπιταλιστικό κράτος να «κρατάει» την ανθρώπινη διατροφή, στο επίπεδο του καπιταλιστικής οικονομίας με ότι σημαίνει αυτό: υπερεκμετάλλευση του τροφίμου από την παραγωγή του μέχρι την κατανάλωσή του με σκοπό το κέρδος.
Η έξοδος του κλάδου διατροφής από τον επίσημο ιστό της οικονομίας είναι ώριμη και αναγκαία. Σε όλη την προηγούμενη περίοδο είχαμε δείγματα γραφής και από το κίνημα και από μεμονωμένους ανθρώπους που δείχνουν το δρόμο και τη δυνατότητα: μικροκαλλιεργητές, ομάδες γυναικών, συλλογικές κουζίνες, η εμφάνιση της Τράπεζας Τροφίμων, το αλληλέγγυο εμπόριο, «το κίνημα της πατάτας» κλπ κλπ.
Η έξοδος του κλάδου διατροφής από τον επίσημο ιστό της οικονομίας, σημαίνει προσβασιμότητα των ανθρώπων στη διατροφή ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, σημαίνει ποιοτική τροφή, φυσική τροφή και μια μεγάλη κόντρα στα μεταλλαγμένα τρόφιμα και την μονοπώληση των τροφίμων.
Από την εμπειρία μας, όσων έχουμε ασχοληθεί στην πράξη με το ζήτημα, αποδεικνύεται ότι μπορεί να φτάσει στο πιάτο μας, φαγητό καθαρό, καλομαγειρεμένο και υγιεινό (πράγμα που το εισπράττει η οικονομία από τον τομέα της υγείας), με ελάχιστα χρήματα. Αυτό που πρέπει να ανατραπεί είναι η σημερινή πραγματικότητα που θέλει σε άμεσους, έμμεσους και ειδικούς φόρους το 80% του τζίρου της διατροφής μας και μένει ένα 20%, για να αμειφθεί η περί τη διατροφή εργασία και να αγορασθούν οι πρώτες ύλες. Πράγμα που σημαίνει ότι η σταθερή τιμή σε ότι τρώμε είναι οι φόροι και η μεταβλητή τιμή η ποιότητα.
Ετσι το τρόφιμο αναδεικνύεται στην εποχή μας μέσο κοινωνικού διαχωρισμού. Στα Σ/Μ, με λίγη παρατηρητικότητα βλέπουμε γυναίκες να αγοράζουν πολύ συχνά λουκάνικα αντί για κρέας. Ενώ όλο και περισσότεροι καταναλωτές αγοράζουν τρόφιμα με μόνο κριτήριο την τιμή. Τι μπορεί να σκέφτεται ο γονιός όταν αναγκάζεται να αγοράσει γάλα με φίρμα Σ/Μ, που γράφει ότι παρασκευάζεται στη Γερμανία? Ενώ δίπλα φιγουράρει το βιολογικό γάλα καλής ελληνικής φάρμας με την τριπλάσια τιμή?
Εμείς όμως μπορούμε μια χαρά να φτιάξουμε και το ψωμί, και το φαγητό. Και να συνδεθούμε με τους παραγωγούς, και να γίνουμε κύριοι του εαυτού μας τουλάχιστον στην τροφή μας, ανοίγοντας ένα καινούργιο δρόμο προς την οικονομία του μέλλοντος. Ξέρουμε ότι η αντίδραση θα είναι λυσσαλέα, αλλά για να δούμε, ποιοι θα τα βγάλουν πέρα με γυναίκες κυρίως, που θα αποφασίσουν να προστατέψουν την υγεία της οικογένειάς τους?
πηγή: Αυγή 04/09/2012